Φώτης Γεωργελές
Athens Voice, 13/01/2021
Ενώ πάμε για τη συμπλήρωση ενός χρόνου σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης λόγω πανδημίας, οι πρώτες μέρες του 2021 σημαδεύτηκαν με ένα γεγονός που συντάραξε όλο τον πλανήτη. Η επίθεση στο Καπιτώλιο έδειξε ότι δεν μπορείς να πεις ποτέ «Δεν συμβαίνουν αυτά εδώ». Συμβαίνουν ακόμα και στην ισχυρότερη δημοκρατία του κόσμου.
Για μας, στην Ελλάδα, από τα απίστευτα γεγονότα στην Ουάσινγκτον υπήρχε ένα παράπλευρο όφελος. Είδαμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη. Και καταλάβαμε πώς είχαμε φανεί τότε στον υπόλοιπο κόσμο. Ακούσαμε τους αμερικανούς ηγέτες να μιλάνε για απίστευτη ντροπή της χώρας τους. Είδαμε όλο τον πλανήτη να μιλάει για επίθεση στη Δημοκρατία. Ας είμαστε αισιόδοξοι. Η μετά βδελυγμίας αποκήρυξη κάθε ομοιότητας με τα ντου για «να καεί, να καεί το μπουρδέλο η Βουλή» και τις κρεμάλες του 2011, μπορεί να δείχνει ότι σιωπηλά, όπως συνήθως κάνει αυτή η κοινωνία, έχει αποκηρύξει το παρελθόν της αγανάκτησης, έχει καταλάβει ότι χρησιμοποιήθηκε στεγνά για μια εναλλαγή στην εξουσία με στόχο τη διαιώνιση της παλιάς τάξης πραγμάτων.
Είναι διασκεδαστικό όταν βλέπεις να υπερβάλλουν στην καταδίκη των οπαδών του Τραμπ ονομάζοντάς τους εμφατικά «φασίστες», οι ίδιοι άνθρωποι που πριν μερικά χρόνια έκαναν εμβριθείς αναλύσεις για τον «απλό άνθρωπο» που ξεσηκώνεται απέναντι στη Χίλαρι και το κατεστημένο της Ουάσινγκτον, για τα φτωχά στρώματα της αμερικανικής υπαίθρου που ξεσηκώνονται απέναντι στις ελίτ και τις κοινωνικές ανισότητες. Τώρα όλοι αυτοί έγιναν «φασίστες». Με τον ίδιο τρόπο που ο Τραμπ αποκαλεί όλους τους αντιπάλους του, «Antifa» εξτρεμιστές.
Όπως ξέρουμε πολύ καλά κι από τη χώρα μας, όσοι αποκαλούν τους αντιπάλους τους «φασίστες» συλλήβδην, δεν το λένε τόσο για να προσδιορίσουν τους αντιπάλους όσο για να αθωώσουν εκ των προτέρων τους εαυτούς τους ώστε να λειτουργήσουν εκτός δημοκρατικών κανόνων. Η ρητορική του λαϊκισμού είτε είναι υπερδεξιός είτε υπεραριστερός είναι κοινή. Οι αντίπαλοι είναι εχθροί, προδότες, οι συνθήκες είναι εμφυλίου πολέμου, και αφού έχουμε πόλεμο γι’ αυτό υπάρχει ανοχή στη βία και την κατάργηση των δημοκρατικών δικλείδων και φραγμών. Αυτό είναι το φαινόμενο που αντιμετωπίζουμε στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Η επίθεση του λαϊκισμού στα δημοκρατικά συστήματα. Εν μέσω ταυτοχρόνως τριών συγκυριών.
Η μετατόπιση της δύναμης, της εξουσίας, του χρήματος στην Ανατολή και η επανάσταση της πληροφορικής, της τεχνητής νοημοσύνης, που αλλάζει ραγδαία την οικονομία, εξαφανίζοντας επαγγέλματα, με ολόκληρους οικονομικούς κλάδους να μην μπορούν ακόμα να βρουν το business model της επόμενης εποχής. Αποτέλεσμα μια μεσαία τάξη στη Δύση να κυριεύεται από φόβο, οργή, πανικό, καθώς μετά από μια ολόκληρη ζωή βλέπει να κατεβαίνει τα σκαλιά της κοινωνικής κλίμακας αντί να τα ανεβαίνει. Ενώ τα κινήματα των outsiders για καλύτερη ζωή κρύβουν δυναμισμό και δημιουργία, τα κινήματα των πεπτωκότων συνήθως στρέφονται στον μηδενισμό, στο «πουτάνα όλα».
Από κει και πέρα η χωροταξική τοποθέτηση στην πάνω ή την κάτω πλατεία είναι και λίγο θέμα τύχης. Αλλού επικρατεί ο δεξιόστροφος, αλλού ο αριστερόστροφος λαϊκισμός. Παρότι δεν το υποψιάζονται καν, οι διαφορές τους δεν είναι και τόσο μεγάλες. Οι τραπεζίτες φταίνε, λένε οι μεν, οι εβραίοι τραπεζίτες, οι δε. Οι ξένοι μετανάστες, λένε οι μεν, οι ξένοι Γερμανοί, λένε οι άλλοι. Τα «βοθροκάναλα», λένε οι μεν, τα «τσοντοκάναλα», λένε οι άλλοι. Η Ελίτ, το Διευθυντήριο των Βρυξελλών, λένε όλοι, ο λαϊκισμός είναι ίδιος. Και πάντα καταστροφικός. Διχαστικός λόγος, συνθήκες εμφυλίου, συνωμοσιολογία, ανορθολογισμός, επίθεση στα ΜΜΕ, fake news, μίσος προς τους «ειδικούς», γιατρούς, επιστήμονες, καχυποψία προς την «αριστεία», υπονόμευση των θεσμών. Τι να την κάνουμε τη δημοκρατία με τους περιορισμούς της, όταν μπορούμε να έχουμε «άμεση δημοκρατία»;
Η δεύτερη συγκυρία είναι ότι όλες αυτές οι ανακατατάξεις συμβαίνουν 70 χρόνια μετά από τις φοβερές δεκαετίες ’30-40 και οι άνθρωποι που έζησαν τη μεγαλειώδη μάχη της Δημοκρατίας απέναντι στους ολοκληρωτισμούς του 20ού αιώνα, έχουν φύγει από το προσκήνιο ή και από τη ζωή.
Μετά από τόσα χρόνια ευημερίας, ανάπτυξης, συνεχούς βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου, οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει ότι η δημοκρατία δεν είναι δεδομένη. Ότι η δημοκρατία χρειάζεται προστασία από τους εχθρούς της. Έχουν γίνει πολιτικά αναλφάβητοι, πολίτες με δικαιώματα χωρίς υποχρεώσεις, γκρινιάρηδες, απαιτητικοί, εύκολο κοινό κάθε λαϊκιστή δημαγωγού.
Έτοιμοι να πιστέψουν ότι ο φανατισμός δείχνει ακεραιότητα, η ανοχή στη διαφορετική άποψη σημαίνει αδυναμία, ότι η συνεννόηση ισούται με διαφθορά και προδοσία, ότι η βία ταυτίζεται με τη νεανική συμπεριφορά και ότι ο αντισυστημισμός είναι trendy. Δεν ξέρουν ότι το μέλλον που τους πουλάνε οι λαϊκιστές ηγέτες είναι ένα μεταμοντέρνο παρελθόν.
Η τρίτη συγκυρία, που μπορεί να προκαλέσει την τέλεια καταιγίδα, είναι ο σημερινός τρόπος επικοινωνίας, τα κοινωνικά δίκτυα. Δεν ξέρουμε ακόμα τη δύναμη της «εναλλακτικής» πραγματικότητας. Εκεί που εμείς βλέπουμε επίθεση στη δημοκρατία, οι οπαδοί του Τραμπ έβλεπαν ότι τους έκλεψαν τη νίκη με νοθεία στις εκλογές τις οποίες είχαν κερδίσει. Κάποτε εμείς πιστεύαμε ότι όλη η Ευρώπη θέλει να μας κάνει «χρεοδουλοπαροικία» ή κάτι τέτοιο εξίσου φαντεζί, για να μας πάρει τα πετρέλαια. «Μας χρωστάνε δεν τους χρωστάμε», λέγαμε και με 62% αποφασίσαμε ότι είμαστε πλούσιοι. Ο διχασμός της αμερικανικής κοινωνίας είναι μεγαλύτερος από τον δικό μας του 2010-15 και τουλάχιστον εμείς είχαμε και μια χρεοκοπία στο κεφάλι μας.
Λαϊκιστές και δημαγωγοί ηγέτες εκμεταλλεύονται τα σύγχρονα κανάλια επικοινωνίας και δηλητηριάζουν την κοινωνία με τοξικά fake news και υποδαύλιση εχθροπάθειας, οργής και φόβου. Απομονωμένα τμήματα της κοινωνίας αναπαράγουν τη δικιά τους πραγματικότητα ακούγοντας τη δικιά τους «Ηχώ», χωρίς να επικοινωνούν πια καθόλου μεταξύ τους. Όμως η κοινωνική συμβίωση προϋποθέτει μια κοινή γλώσσα συνεννόησης για την ίδια πραγματικότητα. Αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που θα αντιμετωπίσουμε τα επόμενα χρόνια.
Δεν ξέρουμε αν, ότι είδαμε στο Καπιτώλιο, ήταν ο τελευταίος σπασμός της δεκαετίας που πέρασε ή το προμήνυμα ότι και τα 20s θα συνεχίσουν έτσι. Αυτό πάντως που αρχίζει να φαίνεται είναι ότι οι κοινοβουλευτικές δημοκρατίες σιγά-σιγά σε όλο τον κόσμο αντιλαμβάνονται ότι ο κατευνασμός δεν ήτανε σωστή αντιμετώπιση του λαϊκισμού, ότι η προσπάθεια ενσωμάτωσης και ο εφησυχασμός δεν απέδωσαν. Οι επιπτώσεις στην κοινωνία είναι ανυπολόγιστα καταστροφικές.
Λένε ότι ο Τραμπ απέτυχε και το πραξικόπημα ήταν «οπερέτα». Ο Τραμπ ήξερε τι έκανε, δημιούργησε συνενόχους και προσωπικό εκλογικό σώμα μέσα στο λαό, όπως εδώ έγινε με το δημοψήφισμα-οπερέτα. Πώς αντιμετωπίζονται τώρα 35-40 εκατομμύρια άνθρωποι που στη δικιά τους εναλλακτική πραγματικότητα πιστεύουν απόλυτα ότι ο Τραμπ κέρδισε τις εκλογές;
Η αντιμετώπιση των επιθέσεων εναντίον της Δημοκρατίας αρχίζει να αλλάζει. Φάνηκε από την αντιμετώπιση της εισβολής στο Καπιτώλιο όχι ως «φιάσκο», αλλά σαν «εσωτερική τρομοκρατία». Όπως νωρίτερα είχε κάνει σαφές και ο Μακρόν στη Γαλλία απέναντι στον Ισλαμοφασισμό και όπως, ακόμα νωρίτερα, είχε περιγράψει ο Β. Βενιζέλος, όταν ανέπτυξε την έννοια της «εσχάτης προδοσίας».
Η Δημοκρατία οφείλει να ξεπερνάει τις διαιρέσεις, να μην αντιμετωπίζει την κοινωνία χωρισμένη σε στρατόπεδα, να εργάζεται συνεχώς για την ενότητα και τη συμπερίληψη όλων. Αλλά συγχρόνως είναι υποχρεωμένη να προστατεύεται, να αποκρούει κάθε επίθεση και αμφισβήτηση των δημοκρατικών θεσμών γιατί αυτοί μας επιτρέπουν δικαιοσύνη και ισότητα. Χρειάστηκαν πολλές δεκαετίες αγώνων για να φτάσουμε εδώ, σε αυτό το επίπεδο Δημοκρατίας. Η επόμενη δεκαετία μόλις ξεκινάει και ούτε μπορούμε να φανταστούμε πώς θα είναι, αν θα αποφύγουμε τον κίνδυνο ή θα επαναλάβουμε τον 20ό αιώνα