Εφημερίδα Πρώτο Θέμα
20 Δεκεμβρίου 2020
Η σχέση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι καίριο στρατηγικό ζήτημα. Πρωτίστως, καταδεικνύει τον βαθμό αφομοίωσης εκ μέρους μας του κοινοτικού κεκτημένου. Ουσιαστικά, λειτουργεί ως δείκτης εναρμόνισής μας με αυτό.
Οι μακροχρόνιοι δεσμοί με τους εταίρους μας δεν ακολουθούν γραμμική ροή. Διακρίνονται από ασυμμετρία, ασυνέχεια και παλινωδίες. Βέβαια, τα παραπάνω χαρακτηριστικά αποτελούν δομικά στοιχεία και του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Οι εθνικοί ανταγωνισμοί και τα αντιτιθέμενα συμφέροντα δύσκολα μπολιάζονται σε ενιαία στρατηγική. Εξ ου κι η δυστοκία εμβάθυνσης που παρατηρείται.
Το ενωσιακό εγχείρημα, ωστόσο, αποδεικνύεται ανθεκτικό και ευοίωνο. Και τούτο διότι κυριαρχεί η πολιτική κουλτούρα της σύνθεσης και των αμοιβαίων συμβιβασμών. Το πλεονέκτημα αυτό καθίσταται χρήσιμο όπλο, προκειμένου μια χώρα να προωθήσει τις επιδιώξεις της. Και κυρίως να τις συνδέσει με τους γενικότερους προσανατολισμούς.
Στο συγκεκριμένο πεδίο η Ελλάδα έχει να επιδείξει αντιφατικές συμπεριφορές. Άλλοτε βρισκόταν σε αρμονία με τις ευρωπαϊκές προτεραιότητες, ενισχύοντας τη θέση της και διασφαλίζοντας την υποστήριξη των εταίρων της. Άλλοτε πάλι, δέσμια ενός ξεπερασμένου εθνοκεντρισμού, αδυνατούσε να θεμελιώσει αποτελεσματική στρατηγική ώστε να πετύχει τους στόχους της. Αρκετές φορές δε εμφάνιζε έλλειμμα προσαρμοστικότητας με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζεται σαν ιδιόρρυθμη περίπτωση.
Κατ’ αρχάς δεν είδαμε την ένταξή μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια ως πρόκληση για να απεξαρτηθούμε από τον κακό εαυτό μας. Ενδεικτικός είναι ο τρόπος που διαχειριστήκαμε τον πακτωλό των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων. Περισσότερο τις στρέψαμε σε κοντόφθαλμες και πελατειακές διευθετήσεις, πραγματοποιώντας πολλές μικρές και αχρείαστες παρεμβάσεις. Έτσι παρά την υλοποίηση σημαντικών έργων, την περίοδο 1996-2004, υπάρχουν ακόμη εκκρεμότητες και ελλείψεις.
Το κυριότερο, δεν αποβάλαμε λογικές πολιτικού επαρχιωτισμού. Η πλειονότητα της κομματικής τάξης, πολιτευόταν και πολιτεύεται με γνώμονα την εσωτερική κατανάλωση. Δεν συνδέει τα ζητήματα της χώρας με τις ευρωπαϊκές διεργασίες. Κρατά μια παράδοξη στάση απέναντι στην Ένωση, ζητώντας συνήθως ειδικές ρυθμίσεις. Στην πραγματικότητα, αγνοεί συσχετισμούς και ισορροπίες. Υποτιμά την ανάγκη αναζήτησης κοινών τόπων και προτεραιοτήτων. Θεωρεί πως τα εθνικά μας συμφέροντα επικυριαρχούν έναντι εκείνων των εταίρων μας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, όμως, δεν είναι ΟΗΕ ούτε Κίνημα Αδεσμεύτων για να εκδίδει ψηφίσματα συμπαράστασης ή καταδίκης.
Αποκαλυπτικά ήταν τα όσα συνέβησαν την τελευταία περίοδο με αφορμή την κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Πιστέψαμε ότι αρκεί το δίκιο μας για να το επιβάλλουμε. Μολονότι έγινε πολύς λόγος για ευρωτουρκικές διαφορές, στην πράξη δεν προσδώσαμε στην τακτική μας αυτή τη διάσταση. Προσπεράσαμε χωρίς περίσκεψη τις γεωπολιτικές προεκτάσεις. Επενδύσαμε στις ακραίες φωνές ορισμένων κρατών-μελών, ξεχνώντας ότι τελικά θα προκριθούν πιο μετριοπαθείς προσεγγίσεις για να βρεθεί ενιαία γραμμή πλεύσης.
Οι κυβερνητικοί χειρισμοί και ιδιαίτερα του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια αποδείχθηκαν απαίδευτοι και αμφίσημοι. Λησμονήθηκε κάτι εξαιρετικά ουσιώδες: Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θέλει να κόψει τις γέφυρες επικοινωνίας με την Τουρκία. Εκτιμά πως κάτι τέτοιο θα οδηγήσει τη γείτονα σε επικίνδυνες ατραπούς, επιτρέποντάς τη να αναδειχθεί σε ηγέτιδα του μουσουλμανικού κόσμου.
Η διστακτικότητα των εταίρων να προχωρήσουν άμεσα σε δραστικές κυρώσεις δεν υπαγορεύεται μόνο από την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων. Ενέχει και μια συγκεκριμένη στρατηγική στόχευση, η οποία μάλλον παραβλέπεται από πολλούς εκπροσώπους της εγχώριας πολιτικής. Η προσπάθεια του Αλέξη Τσίπρα και της Φώφης Γεννηματά να εκμεταλλευτούν τις αποφάσεις του πρόσφατου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, πλειοδοτώντας σε πατριδοκάπηλες θέσεις, δεν δείχνει μόνο πολιτικό επαρχιωτισμό. Πιστοποιεί και την αδυναμία να αφομοιώσουν την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας.
Όταν η Ελλάδα υπηρέτησε με συνέπεια αυτή την προοπτική, πέτυχε μεγάλους εθνικούς στόχους. Η Συμφωνία του Ελσίνκι επί πρωθυπουργίας Κώστα Σημίτη το επιβεβαιώνει. Προέταξε την επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων, εντάσσοντάς τη στις γενικότερες ευρωπαϊκές επιδιώξεις. Ακολούθως και σήμερα η εξωτερική πολιτική οφείλει να θεμελιώσει ένα «Ελσίνκι 2», προσαρμοσμένο στα τωρινά δεδομένα της αλόγιστης τουρκικής επιθετικότητας. Μια θετική ατζέντα που θα εκλαμβάνει τις ελληνοτουρκικές διαφορές ως ευρωτουρκικές και θα εδράζεται σε κοινές ευρωπαϊκές στοχεύσεις, αποδεσμευμένη από ψυχώσεις και φαντασιώσεις. Πόσω μάλλον από εθνικούς μύθους.