Γιάννης Βούλγαρης
Τα Νέα 23/05/2020
Έχουμε συνηθίσει να αντιλαμβανόμαστε την Ευρωπαϊκή Ένωση και την ιστορία της ενοποίησης, σαν οικονομική πρωτίστως πραγματικότητα. Τέτοιοι ήταν άλλωστε οι μεγάλοι σταθμοί στης πορείας της. Κοινότητα άνθρακα και χάλυβα, οικονομική κοινότητα, ενιαία αγορά, νομισματική ένωση χωρίς κράτος. Τέτοια ήταν και η επικρατούσα στρατηγική της ενοποίησης: η διαρκής πύκνωση της οικονομικής συνεργασίας θα απαιτούσε αυξανόμενη πολιτική ενοποίηση. Αυτή η θεώρηση της ΕΕ ως «οικονομικής» πραγματικότητας είναι τόσο εδραιωμένη στην κοινή γνώμη ώστε να ξεχνάμε ότι όλοι οι μεγάλοι σταθμοί της ευρωπαϊκής ενοποίησης έγιναν υπό την επίδραση των παγκόσμιων γεωπολιτικών μεταβολών. Και είναι η κατάλληλη στιγμή να το θυμηθούμε γιατί βρισκόμαστε στις απαρχές μιας νέας τέτοιας μεταβολής καθώς οξύνεται η αντιπαράθεση ΗΠΑ – Κίνας λαμβάνοντας ψυχροπολεμικά χαρακτηριστικά. Πώς θα επιδράσει στην Ευρώπη; Τι θα πράξει η Ευρώπη;
Ξέρουμε ότι τα πρώτα μεταπολεμικά βήματα της ευρωπαϊκής σύγκλισης έγιναν στο γεωπολιτικό πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Άρχισε το 1952 με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα άνθρακα και χάλυβα για να εξελιχθεί γρήγορα το 1958 στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ). Στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης με τον αντίπαλο κομμουνιστικό συνασπισμό, η Αμερική, ηγέτιδα δύναμη της Δύσης, ενθάρρυνε, αν δεν επέβαλε, τη συνεργασία. Υπήρχαν ασφαλώς και οι ενδογενείς ευρωπαϊκές προϋποθέσεις: η επιθυμία επούλωσης των πολεμικών τραυμάτων, και η «ευρωπαϊκή ιδέα» γενικότερα, ενέπνεε ηγετικές προσωπικότητες και κόμματα, ιδίως στη Γαλλία και τη Γερμανία, χώρες που λίγα χρόνια πριν είχαν αλληλοσφαχτεί. Αυτό το γεωπολιτικό πλαίσιο κράτησε πρακτικά ως τα τέλη της δεκαετίες του 1960. Τι άλλαξε τότε; Όχι τόσο η αντιπαράθεση των δύο υπερδυνάμεων ΗΠΑ-ΕΣΣΔ, όσο ο συσχετισμός ισχύος των οικονομιών στο εσωτερικό του δυτικού Κόσμου. Οι ευρωπαϊκές οικονομίες είχαν ανασυγκροτηθεί, οι «ηττημένοι του πολέμου» είχαν επιστρέψει, η Γερμανία και η Ιαπωνία είχαν γίνει και πάλι μεγάλες οικονομικές δυνάμεις. Η Αμερική αισθανόταν πια την πίεση, και στα επιτελεία της άρχισε να συζητείται κατά πόσο γνωρίζει μια «κρίση ηγεμονίας» που μέχρι τότε ήταν αναμφισβήτητη. Το ψυχροπολεμικό πλαίσιο Δύσης-Ανατολής έμενε σταθερό, αλλά σε δεύτερο πλάνο, ο οικονομικός ανταγωνισμός των δυτικών χωρών εντεινόταν με σαφείς γεωπολιτικές προεκτάσεις. Κάποιοι οικονομολόγοι μιλούσαν για τον «επερχόμενο οικονομικό πόλεμο μεταξύ Ιαπωνίας, Ευρώπης και Αμερικής», ενώ άλλοι διεθνολόγοι προέβλεπαν ότι ο 21ος αιώνας μπορούσε να είναι «ιαπωνικός» – τα έχουν αυτά οι προβλέψεις. Το σίγουρο είναι ότι ένα μέρος των αμερικανικών ελίτ αντιμετώπιζε πια ανταγωνιστικά την Ευρώπη και εχθρικά την προοπτική ενοποίησής της, πόσω μάλλον που αυτή επιταχύνθηκε στη δεκαετία του 1980 με την «ενιαία αγορά». Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου δημιούργησε ένα νέο γεωπολιτικό τοπίο που στην ΕΕ σήμανε την καθιέρωση του ευρώ – γεγονός με τεράστιες πολιτικές και οικονομικές συνέπειες. Στην πρώτη φάση της ζωής του αντιμετωπίστηκε ως αποθεματικό νόμισμα δυνάμει ανταγωνιστικό στο δολάριο, γεγονός που αναδείκνυε την αύξουσα οικονομική και πολιτική ισχύ της Ευρώπης. Δεν είναι τυχαίο ότι η νέα ιστορική περίοδος της παγκοσμιοποίησης για κάποιους αναλυτές χαρακτηριζόταν ως διαδικασία «εξαμερικανισμού», για άλλους «εκδυτικισμού» έννοια που περιλάμβανε και την Ευρώπη. Η ιστορία όμως εξελίχτηκε με πιο περίπλοκους τρόπους. Η κρίση του 2008 κατέληξε στην απώλεια διεθνούς ισχύος του ευρώ και της Ευρώπης, αλλάζοντας τον συσχετισμό με την Αμερική και το δολάριο. Τα νέα όμως ήρθαν από αλλού. Η παγκοσμιοποίηση βοήθησε στην απογείωση της Κίνας που με τον κρατικό καπιταλισμό της προβάλλει πλέον ως ανταγωνιστικός πόλος έναντι της Αμερικής.
Εδώ είμαστε λοιπόν. Ένα νέο τοπίο αναδύεται και το ερώτημα είναι πώς θα εκδηλωθεί στην Ευρώπη η αλληλεπίδραση της γεωπολιτικής με την οικονομία. Επίκεντρο της νέας κατάστασης είναι η αυξανόμενη ένταση ΗΠΑ – Κίνας. Δεν φταίει ο κορωνοϊός, αυτός απλώς μεγεθύνει ή επιταχύνει τις προϋπάρχουσες τάσεις. Δεν είναι όμως ούτε πρόβλημα που δημιουργεί από μόνος του ο Τραμπ, αυτός ως συνήθως παροξύνει, στρεβλώνει και χυδαιοποιεί. Ωστόσο, η αμερικανική αντιπαλότητα με την Κίνα είναι δικομματική. Οι Δημοκρατικοί θα αναζητούσαν ίσως τη συμπαράσταση της «Δύσης», ενώ ο Τραμπ αποδεδειγμένα, κάτι παθαίνει με την Ευρώπη. Από την άλλη μεριά, η Κίνα φαίνεται να αναλαμβάνει με όλο και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση ή αλαζονεία, τον ρόλο της υποψήφιας νέας ηγέτιδας δύναμης. Σε κάθε περίπτωση, οι μεγάλοι παίκτες της διεθνούς σκηνής επανατοποθετούνται ανιχνευτικά, έχοντας όμως μια σταθερή βάση. ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, Ινδία, Ιαπωνία, οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας όλοι είναι ενιαία Κράτη, ηπειρωτικών σχεδόν διαστάσεων, με τεράστιους πληθυσμούς. Η σκλήρυνση του γεωπολιτικού και οικονομικού ανταγωνισμού βρίσκει εύκολη διέξοδο εντός τους, στον εθνικισμό, στην πολιτική ισχύος ή στον αυταρχισμό, στη στροφή προς την εθνική αγορά όταν μπορούν. Διέξοδο προσωρινή ή διαρκείας; Θα φανεί αργότερα.
Η Ευρώπη είναι ακόμα ο προβληματικός παίκτης. Για άλλη μια φορά βρίσκεται στο γνωστό δίλημμα. Επειδή δεν είναι ενιαίο κράτος, οι ανωτέρω αιτίες μπορούν να λειτουργήσουν είτε διαλυτικά είτε να την ωθήσουν σε ένα νέο άλμα ενοποίησης. Το πνεύμα της εποχής αφήνει ανοιχτό το παιχνίδι και για τις δύο εκδοχές. Στην πρώτη περίπτωση, θα αποδιαρθρωθεί σε ένα σμήνος μικρομεσαίων εθνικών κρατών. Στη δεύτερη, θα βρει τον δικό της χώρο ως μεγάλη δύναμη. Υπό αυτή την έννοια, το νέο γεωπολιτικό σκηνικό της γενικευμένης αβεβαιότητας, μπορεί να λειτουργήσει προωθητικά στην περαιτέρω ενοποίηση. Μπορεί εξάλλου να αλληλοενισχυθεί με τις νέες γεωοικονομικές τάσεις. Νομίζω ότι η άποψη ότι βρισκόμαστε σε μια νέα εποχή «απο-παγκοσμιοποίησης» είναι υπερβολική. Η αλληλεξάρτηση είναι πολύ προωθημένη για να διακοπεί απότομα. Αυτό φάνηκε με τη διάψευση ανάλογων προβλέψεων από-παγκοσμιοποίησης μετά τις κρίσεις του 2001 και του 2008. Αυτό που πάντως φαίνεται πιθανό είναι μια πιο ισορροπημένη σχέση μεταξύ παγκοσμιοποίησης – περιφερειοποίηση –εθνικής οικονομίας. Ουσιαστικά θα είναι ο περιορισμός της παραγωγικής εξάρτησης της Δύσης από την Κίνα, αλλά και αντιστρόφως, της Κίνας από τη διεθνή αγορά πράγμα που ήδη διακηρύσσει ο Πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ. Αν όμως για ένα ενιαίο κράτος όπως η Αμερική και η Κίνα «εξισορρόπηση» σημαίνει ενίσχυση της μεγάλης εθνικής τους αγοράς, στην περίπτωση της Ευρώπης έχει νόημα μόνο ως ενίσχυση της περιφερειοποίησης (regionalism) – ενίσχυση δηλαδή της οικονομικής ολοκλήρωσης καθόσον οι επιμέρους εθνικές αγορές είναι μικρές για να αποτελέσουν βάση ανταγωνιστικής επιχειρηματικότητας παγκόσμιας εμβέλειας. Η συζήτηση έχει ξεκινήσει λόγω κορωνοϊού, ο τρέχων όρος είναι να σμικρύνουμε τις αλυσίδες αξίας, με αντικείμενο πρωτίστως την παραγωγή υγειονομικού και φαρμακευτικού υλικού. Το ευρύτερο όμως πλαίσιο είναι η αναζητούμενη κοινή στρατηγική για την ψηφιακή και οικολογική αναδιάρθρωση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η ανάγκη της είναι προφανής. Η Ευρώπη ανήκει στους χαμένους της παγκοσμιοποίησης, ιδίως στις τεχνολογίες αιχμής. Μόνο μια γενναία επένδυση στις υποδομές της ηπείρου ως συνόλου μπορεί να αντιστρέψει την τάση.
Υπό αυτή την έννοια γεωπολιτική και οικονομία μπορεί να συνεργήσουν για άλλη μια φορά ώστε η Ευρώπη να κάνει ένα νέο άλμα ενοποίησης. Αλλά αυτή είναι μια πιθανότητα και ένας πολιτικός στόχος. Το αν θα πάει η Ευρώπη στο νέο ραντεβού είναι ερώτημα ανοιχτό.
_______________
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου