Θανάσης Τσεκούρας
Πρώτο Θέμα, 05/04/2020
Από την ιδρυτική πράξη της ενωμένης Ευρώπης, μια συζήτηση επανέρχεται διαρκώς στο προσκήνιο: έρχεται το τέλος της Ευρώπης, η Ευρώπη διαλύεται κ.λπ. Συνήθως, μετά από λίγο αποσύρεται, όταν οι κρίσεις υποχωρούν και συμπαρασύρουν τους «θανατολάτρες».
Στη δεκαετία του ’80 ο ταραξίας ήταν η Βρετανία της Θάτσερ. Στη συνέχεια, οι προφητείες της διάλυσης βρήκαν αρκετά γόνιμα εδάφη: από την κρίση του Ιράκ έως τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας και από τα αποτυχημένα δημοψηφίσματα για το ευρωσύνταγμα έως την κρίση του ευρώ και πρόσφατα το Brexit.
Eυτυχώς, μέχρι στιγμής οι Κασσάνδρες διαψεύστηκαν. Επανήλθαν όμως με αφορμή την εμφανή αδυναμία της Ε.Ε. μπροστά στην πανδημία του κορωνοϊού. Ιδιαίτερα ο διχασμός για την οικονομική διαχείριση της κρίσης δεν θα μπορούσε να μην επαναφέρει το ερώτημα: κινδυνεύουν η Ευρώπη και η Ευρωζώνη με διάλυση;
Οση ανοησία υποκρύπτει η «νομοτελειακή» πρόβλεψη για το επικείμενο τέλος της ενωμένης Ευρώπης, άλλη τόση αμεριμνησία δείχνει η βεβαιότητα ότι «αυτά τα πράγματα δεν γίνονται». Γιατί δεν γίνονται;
Καταρχάς, στην περίφημη γεωστρατηγική σκακιέρα κυκλοφορούν αρκετοί σημαντικοί παίκτες που δεν κρύβουν ότι επιθυμούν τη διάλυση της Ευρώπης. Το διακηρύσσει ανοιχτά ο Ντόναλντ Τραμπ. Το επιδιώκει η Ρωσία του Πούτιν. Αλλά δεν το κρύβουν πλέον ούτε ισχυρές πολιτικές δυνάμεις στο εσωτερικό της Ευρώπης. Ολο το σύστημα του εθνολαϊκισμού από την Ουγγαρία, την Πολωνία και την Τσεχία έως τον Σαλβίνι και τη Λεπέν στην καρδιά της παλιάς Ευρώπης. Οταν λοιπόν οι εκτός δεν κρύβουν τις επιδιώξεις τους και οι εντός νιώθουν όλο και περισσότερο ότι «η Ευρώπη δεν τους αρέσει», για να θυμηθούμε μια παραλλαγή της έκφρασης της Μελίνας, ποιος μπορεί να εγγυηθεί τη βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού σχεδίου;
It’s the economy, stupid!
Υπερβαίνοντας τα προφανή, την αντιμετώπιση της πανδημίας, το μεγάλο στοίχημα της Ευρώπης είναι η επόμενη μέρα. Η διαχείριση της οικονομικής καταστροφής που θα αφήσει παρακαταθήκη το σχεδόν καθολικό lockdown της παγκόσμιας οικονομίας.
Η παγκόσμια ύφεση θα δημιουργήσει μια δημοσιονομική ωρολογιακή βόμβα, μια πρωτοφανή κρίση χρέους σε όλες τις χώρες της Eυρωζώνης. Προ ημερών το think tank Bruegel προέβλεψε τα δεδομένα σε ένα «ήπιο» σενάριο ύφεσης 10% για το το 2020. Για την Ιταλία αναμένεται δημόσιο έλλειμμα 12% και χρέος 163% (ως ποσοστά του ΑΕΠ). Για τη Γαλλία 11% και 125% αντίστοιχα. Για την Ισπανία 12% και 119%. Για το σύνολο της Eυρωζώνης ο μέσος όρος για το έλλειμμα και το χρέος θα είναι 12% και 108% αντίστοιχα. Αν η ύφεση ξεφύγει προς το 20%, τότε για το σύνολο της Eυρωζώνης τα ελλείμματα θα είναι 19% και τα δημόσια χρέη 137% του ΑΕΠ.
Τα συμπεράσματα είναι εύλογα. Την επόμενη μέρα, χωρίς ένα συνολικό σχέδιο ρύθμισης του χρέους, η Eυρωζώνη κινδυνεύει με χρεoκοπία. Να το πούμε πιο ακαδημαϊκά. Ο κεϊνσιανισμός σε κάθε χώρα ξεχωριστά, μια πολιτική που υλοποιούν πλέον όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, οδηγεί σε αδιέξοδο και χρεοκοπία. Μόνη λύση είναι ο κεϊνσιανισμός σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Δυστυχώς, τα κλειδιά της απόφασης για μία ακόμη φορά δεν βρίσκονται ούτε στις Βρυξέλλες, ούτε στη Φρανκφούρτη. Αλλά στο Βερολίνο, στα χέρια της Μέρκελ και των «δορυφόρων» της.
Το γερμανικό δίλημμα
Το αιώνιο δίλημμα της Γερμανίας το έθεσε αυθεντικά ο Τόμας Μαν πριν από 70 χρόνια. Θα γίνει μια ευρωπαϊκή Γερμανία ή θα υποκύψει μία ακόμη φορά στο πάθος για μια γερμανική Ευρώπη. Πάνω κάτω, στο ίδιο σημείο βρισκόμαστε και σήμερα.
Η Γερμανία εξακολουθεί να θεωρεί απαγορευμένη συζήτηση την οποιαδήποτε αναφορά στην «αμοιβαιοποίηση» του χρέους, μια εφαρμογή της ιδέας ενός κεϊνσιανισμού σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Αντί για μια καθαρή απόφαση, στρέφει τη συζήτηση στον αστερισμό των μπάσταρδων λύσεων, με χρηματοδοτικά εργαλεία από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και άλλους γκρίζους ευρωπαϊκούς θεσμούς, οι οποίοι διαθέτουν δύο προαπαιτούμενα: πρώτον, νέα δάνεια που οδηγούν σε διαρκή ομηρία χρέους όλες τις χώρες της Ευρωζώνης. Δεύτερον, αυστηρές ρήτρες προσαρμογής, με απλά λόγια μνημόνια.
Πέρα από βαρετές τεχνοκρατικές αναλύσεις και μονότονες επικλήσεις των «σιδερένιων νόμων» της οικονομίας, πρόκειται για την ίδια και απαράλλαχτη στρατηγική της γερμανικής Ευρώπης. Αν τελικά επικρατήσει το σενάριο ενός μπάσταρδου συμβιβασμού, απλώς για να διασκεδάσει η Γερμανία τις εντυπώσεις ότι σηκώνει ένα νέο Τείχος του Βερολίνου, τότε είναι αρκετά πιθανό η Ευρώπη και η Ευρωζώνη να εισέλθουν σε μια τροχιά αποσύνθεσης, σε μια κρίση υπαρξιακή. Ο λαϊκισμός του ευρωσκεπτικισμού θα διευρυνθεί και χώρες του «σκληρού πυρήνα», όπως η Ιταλία του Σαλβίνι, θα φλερτάρουν με την έξοδο. Το αντέχουν οι Γερμανοί;
Ακόμη και κύκλοι στο εσωτερικό της Γερμανίας αρχίζουν να ανησυχούν για τις εξελίξεις. Υπενθυμίζοντας μια παλιά διαπίστωση του Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ, ότι «η Γερμανία είναι μεγάλη δύναμη μαζί με την Ευρώπη, αλλά μια μεσαία δύναμη στη διεθνή σκηνή μόνη της».
Mια ματιά στην παγκόσμια λίστα της οικονομικής δύναμης αποδεικνύει τη διορατικότητα του Γκένσερ. Το ΑΕΠ της Γερμανίας (σε Ισοτιμίες Αγοραστικής Δύναμης το 2019) ήταν 4,4 τρισ. δολάρια. Μόλις το 1/6 του ΑΕΠ της Κίνας (27,3 τρισ.) και το 1/5 του ΑΕΠ των ΗΠΑ (21,4 τρισ.). Μικρότερο από το ΑΕΠ της Ινδίας (11,3 τρισ.) και της Ιαπωνίας (5,7 τρισ.). Περίπου ανάλογο με το ΑΕΠ της Ρωσίας (4,3 τρισ.) και οριακά υψηλότερο από το αντίστοιχο της Ινδονησίας (3,7 τρισ.) και της Βραζιλίας (3,5 τρισ.)
Η Γερμανία, λοιπόν, αποτελεί μια υπερδύναμη μέσα στην ευρωπαϊκή ενσωμάτωση, αλλά απλώς μια μεγάλη δύναμη μεταξύ των ισχυρών του πλανήτη, όταν εκτίθεται αυτόνομα στην αρένα της παγκοσμιοποίησης. Αρα έχει και αυτή να χάσει πολλά σε μια πιθανότητα ευρωπαϊκής αποσύνθεσης. Περνάει όμως αυτή η αλήθεια μέσα από τα γερμανικά κράνη;