Γιάννης Βούλγαρης
Τα Νέα, 14/03/2020
Πολλές φορές ο «θόρυβος» που παράγεται στη δημόσια σφαίρα από την κομματική πολεμική ή τις αντιπαραθέσεις των διανοουμένων είναι πολύ πιο δυνατός από τη χαμηλόφωνη φυσικότητα με την οποία η «κοινή γνώμη» εισπράττει το ίδιο γεγονός. Κάτι τέτοιο συνέβη ασφαλώς με την επιτυχή αντίδραση της Ελλάδας στην επιθετική ενέργεια της κυβέρνησης Ερντογάν στον Έβρο. Πώς αλλιώς μπορούσε να απαντήσει μια χώρα με αυτοσεβασμό, όταν υφίσταται βίαιη επέμβαση στα σύνορά της με επιπτώσεις στην εθνική της ασφάλεια και συνοχή; Η κοινή γνώμη το δέχτηκε ως αυτονόητο εξού και εκδήλωσε συναίνεση επιπέδου εθνικής ομοψυχίας. Οπωσδήποτε μέσα σε αυτή τη συναίνεση υπεισέρχονται αντιλήψεις ξενοφοβίας, υπερεθνικισμού και αντιτουρκισμού. Δίπλα όμως σε αυτά υπάρχει και ο υγιής πατριωτισμός, υπάρχει το δημοκρατικό αίσθημα που αρνείται να αποδεχτεί τον ωμό εκβιασμό του ισχυρού, υπάρχει και ο ρεαλισμός του απλού ανθρώπου που λέει «είμαστε κράτος ευρωπαϊκό, όχι κράτος ηλίθιο». Αυτές οι υγιείς πηγές της συναίνεσης είναι πιστεύω αρκετά ισχυρές ώστε να επικρατήσουν, υπό την προϋπόθεση ότι οι πολιτικές και πνευματικές ηγεσίες του τόπου θα θελήσουν να τις εκφράσουν, να τις ενισχύσουν και να τις προσανατολίσουν σωστά.
Η εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού από την Τουρκία στον Έβρο είναι τόσο ωμή ώστε δεν θα έπρεπε να ανακινεί ιδιαίτερα αξιακά-ηθικά ζητήματα, και οπωσδήποτε πολύ λιγότερα από όσα οι συνθήκες της Μόριας ανακινούσαν. Προφανώς εκδηλώνονται ακροδεξιές εθνικιστικές συμπεριφορές, και σποραδικές πράξεις βίας. Είναι υπερβολικό όμως να βλέπουμε σε αυτά έναν επικρεμάμενο κίνδυνο Ακροδεξιάς και εκφασισμού της κοινωνίας όπως συχνά ακούμε. Ούτε η κυβέρνηση, ούτε ο Μητσοτάκης και ο Χρυσοχοϊδης, ούτε οι άλλοι κρατικοί αξιωματούχοι έχουν ενθαρρύνει τέτοια φαινόμενα. Οι υπερβολικές ανησυχίες εκφράζουν σε ορισμένες περιπτώσεις ειλικρινείς αγωνίες φιλελεύθερων και προοδευτικών διανοουμένων. Στο μεγαλύτερο όμως μέρος αποτελούν εργαλείο κομματικής αντιπαράθεσης. Έτσι κι αλλιώς στην Ελλάδα οι λεγόμενοι «δικαιωματιστές» είναι κατά κύριο λόγο μια μοντέρνα μετονομασία του παλαιού εξωκοινοβουλευτικού αριστερισμού, συν λίγος διεθνιστικός αναρχισμός, συν πολύς απολίτικος βανδαλισμός. Η βασική όμως κριτική δεν έρχεται από αυτόν τον μειοψηφικό χώρο, αλλά από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης – ώς μή έδει. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξωτερικεύει τον εσωτερικό του διχασμό μέσω της δαιμονοποίησης καταστάσεων και αντιπάλων. Από τη μια ο Τσίπρας υποστήριξε την αυτονόητη ανάγκη φύλαξης των συνόρων. Ο άλλος μισός όμως ΣΥΡΙΖΑ βγήκε στα κεραμίδια με πρόταγμα τον «ακροδεξιό κίνδυνο» ροκανίζοντας την τοποθέτηση αρχηγού. Χρειάστηκε έτσι δεύτερη παρέμβαση Τσίπρα για να επαναφέρει το κόμμα στη ρότα της εθνικής συναίνεσης. (Παρενθετικά: μπορούν οι παλαιότεροι εξ ημών να φανταστούν ότι ο Φλωράκης και ο Κύρκος, ο Φαράκος ή ο Φιλίνης θα χάνονταν τη στιγμή της εθνικής κρίσης, για να τοποθετηθούν μετά τρεις μέρες αφού είχαν δει προς τα πού πάνε τα πράγματα;).
Αν η «υβριδική απειλή» που εκτόξευσε ο Ερντογάν σε αυτή τουλάχιστον τη φάση δεν θέτει δύσκολα αξιακά-ηθικά ζητήματα, δημιουργεί όμως νέα μείζονα γεωπολιτικά προβλήματα για την Ελλάδα. Η εξέλιξη είναι προς το παρόν άδηλη καθώς το καθεστώς έχει γίνει ακόμα πιο απρόβλεπτο δεδομένου ότι οι επεμβάσεις και τα μέτωπα που άνοιξε ολόγυρά του, δεν του βγήκαν. Θα θελήσει μια γενικότερη βελτίωση των σχέσεων με την ΕΕ; Θα επιδιώξει μια νέα όξυνση για να κερδίσει κάτι στο μεταναστευτικό, στην οικονομία ή στη Συρία; Όποια υπόθεση και αν κάνουμε παραμένει το αστάθμητο. Τα σημάδια μάλιστα δείχνουν ότι ο Ερντογάν στοχοποιεί συστηματικά την Ελλάδα διαχωρίζοντάς την από την ΕΕ, γεγονός που πιθανώς επωάζει μια οξύτερη αντιπαράθεση. Σε κάθε περίπτωση, έχουμε μπει σε μια περίοδο άγνωστης διάρκειας, που χρειάζεται αποφασιστικότητα, εγρήγορση, αλλά και ψυχραιμία.
Αυτός όμως ο άμεσος ορίζοντας της εν εξελίξει κρίσης, πρέπει να ενταχθεί στην ευρύτερη στρατηγική μας και να οδηγεί σε πολιτικές πρωτοβουλίες που περνούν πρωτίστως μέσω της Ευρώπης καθόσον οι διμερείς επαφές με την Τουρκία βρίσκονται στο ναδίρ. Συνιστά ίσως κάτι σαν ειρωνεία της Ιστορίας το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο μιας κρίσης που φέρνει με κραυγαλέο τρόπο στην επιφάνεια τα όρια τής μέχρι τώρα οικοδόμησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνέβη το 2010 με την παγκόσμια οικονομική κρίση όταν η ελληνική χρεοκοπία έδειξε τη γύμνια των δημοσιονομικών εργαλείων της ΕΕ. Σήμερα, μετά δέκα χρόνια, η Ελλάδα βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο μιας άλλης μορφής κρίσης, γεωπολιτικής αυτή τη φορά, που αποκαλύπτει τις αδυναμίες της ΕΕ. Και δεν πρόκειται βεβαίως για το «μεταναστευτικό», αφού η εργαλειοποίησή του στον Έβρο από τον Ερντογάν το μετέτρεψε σε άμεσο γεωπολιτικό, ευρωπαϊκό, και γερμανικό πρόβλημα. ΄Ετσι, όπως είχε συμβεί λίγες εβδομάδες πριν με τη Λιβύη, οι ευρωπαϊκές χώρες εμπλέκονται ευθέως όλο και περισσότερο στις τεκτονικές γεωπολιτικές ανακατατάξεις της εποχής, γεγονός που εξ αντικειμένου κάνει πιο πιεστικό το δίλημμα: θα μείνει η ΕΕ ένας γεωπολιτικός νάνος που θα χρηματοδοτεί απλώς τα παιχνίδια των μεγαλύτερων και σκληρότερων παικτών; Και αν ναι, μέχρι πότε θα μπορεί να διατηρείται η σημερινή οικονομική ισχύς αν παραμένει η γεωπολιτική μηδαμινότητα; Η απουσία της από τους επιχειρηματικούς γίγαντες της νέας τεχνολογικής-οικονομικής επανάστασης δεν προλέγει ήδη το κόστος που θα πληρώσει στο προσεχές μέλλον; Πέρα λοιπόν από τον ελληνικό ορίζοντα, οι τελευταίες εξελίξεις αποτελούν άλλη μια πίεση στην ΕΕ να αντιμετωπίσει το ζήτημα της ασφάλειας και της στρατιωτικής συνεργασίας.
Στην οικονομική κρίση του 2010 ο «συμβολικός» ρόλος της Ελλάδας ήταν παθητικός, υπέστη την απουσία των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών μηχανισμών χωρίς να συμβάλει ουσιωδώς στις λύσεις που βρέθηκαν. Στη σημερινή γεωπολιτική κρίση του 2020 η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να πρωτοστατήσει στις ζυμώσεις για την ενίσχυση της γεωπολιτικής παρουσίας της ΕΕ. Να συντονιστεί με τις δυνάμεις εκείνες που ζητούν η ΕΕ να αναδειχτεί σε γεωστρατηγικό παίκτη παγκοσμίων διαστάσεων. Και μπορεί να μην είναι παθητικός δέκτης των προτάσεων των άλλων μελών, γιατί έχει πράγματα να πει αυτονόμως. Πράγματι, σε αυτή την προοπτική θα μπορούσε να εντάξει και πάλι μια δική της ματιά για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις – ματιά που να υπερβαίνει τον ορίζοντα της τωρινής κρίσης. Ας μην υποτιμήσουμε καθόλου τη φράση των ημερών «τα ελληνικά σύνορα είναι σύνορα της Ευρώπης». Είχε και έχει ιδιαίτερο βάρος. Όμως το εθνικό μας συμφέρον εξυπηρετείται με μια ευρύτερη σχέση συνεργασίας της ΕΕ με την Τουρκία, συνεργασία βασισμένη σε κανόνες και σε ρεαλιστικές αμοιβαίες προσδοκίες. Ίσως μια τέτοια προοπτική να κερδίσει έδαφος σε ένα μέρος του τουρκικού κατεστημένου αν μάλιστα το καθεστώς Ερντογάν πράγματι αποδυναμώνεται. Το εθνικό μας συμφέρον εξυπηρετείται επίσης αν η Ευρώπη μπορέσει να συγκλίνει σε μια ευρύτερη γεωπολιτική οπτική για την Ανατολική Μεσόγειο.
Η Ελλάδα βρισκόμενη στο κέντρο των εντάσεων της περιοχής, πρέπει να διαμορφώσει και να ταυτιστεί στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης με μια πρόταση για την αναβάθμιση της Ευρώπης σε μεγάλη γεωπολιτική δύναμη. Αν έχουμε κάτι να πούμε, θα κερδίσουμε σε ασφάλεια και κύρος που συνήθως είναι η καλύτερη ασπίδα.
Πολλές φορές ο «θόρυβος» που παράγεται στη δημόσια σφαίρα από την κομματική πολεμική ή τις αντιπαραθέσεις των διανοουμένων είναι πολύ πιο δυνατός από τη χαμηλόφωνη φυσικότητα με την οποία η «κοινή γνώμη» εισπράττει το ίδιο γεγονός. Κάτι τέτοιο συνέβη ασφαλώς με την επιτυχή αντίδραση της Ελλάδας στην επιθετική ενέργεια της κυβέρνησης Ερντογάν στον Έβρο. Πώς αλλιώς μπορούσε να απαντήσει μια χώρα με αυτοσεβασμό, όταν υφίσταται βίαιη επέμβαση στα σύνορά της με επιπτώσεις στην εθνική της ασφάλεια και συνοχή; Η κοινή γνώμη το δέχτηκε ως αυτονόητο εξού και εκδήλωσε συναίνεση επιπέδου εθνικής ομοψυχίας. Οπωσδήποτε μέσα σε αυτή τη συναίνεση υπεισέρχονται αντιλήψεις ξενοφοβίας, υπερεθνικισμού και αντιτουρκισμού. Δίπλα όμως σε αυτά υπάρχει και ο υγιής πατριωτισμός, υπάρχει το δημοκρατικό αίσθημα που αρνείται να αποδεχτεί τον ωμό εκβιασμό του ισχυρού, υπάρχει και ο ρεαλισμός του απλού ανθρώπου που λέει «είμαστε κράτος ευρωπαϊκό, όχι κράτος ηλίθιο». Αυτές οι υγιείς πηγές της συναίνεσης είναι πιστεύω αρκετά ισχυρές ώστε να επικρατήσουν, υπό την προϋπόθεση ότι οι πολιτικές και πνευματικές ηγεσίες του τόπου θα θελήσουν να τις εκφράσουν, να τις ενισχύσουν και να τις προσανατολίσουν σωστά.
Η εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού από την Τουρκία στον Έβρο είναι τόσο ωμή ώστε δεν θα έπρεπε να ανακινεί ιδιαίτερα αξιακά-ηθικά ζητήματα, και οπωσδήποτε πολύ λιγότερα από όσα οι συνθήκες της Μόριας ανακινούσαν. Προφανώς εκδηλώνονται ακροδεξιές εθνικιστικές συμπεριφορές, και σποραδικές πράξεις βίας. Είναι υπερβολικό όμως να βλέπουμε σε αυτά έναν επικρεμάμενο κίνδυνο Ακροδεξιάς και εκφασισμού της κοινωνίας όπως συχνά ακούμε. Ούτε η κυβέρνηση, ούτε ο Μητσοτάκης και ο Χρυσοχοϊδης, ούτε οι άλλοι κρατικοί αξιωματούχοι έχουν ενθαρρύνει τέτοια φαινόμενα. Οι υπερβολικές ανησυχίες εκφράζουν σε ορισμένες περιπτώσεις ειλικρινείς αγωνίες φιλελεύθερων και προοδευτικών διανοουμένων. Στο μεγαλύτερο όμως μέρος αποτελούν εργαλείο κομματικής αντιπαράθεσης. Έτσι κι αλλιώς στην Ελλάδα οι λεγόμενοι «δικαιωματιστές» είναι κατά κύριο λόγο μια μοντέρνα μετονομασία του παλαιού εξωκοινοβουλευτικού αριστερισμού, συν λίγος διεθνιστικός αναρχισμός, συν πολύς απολίτικος βανδαλισμός. Η βασική όμως κριτική δεν έρχεται από αυτόν τον μειοψηφικό χώρο, αλλά από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης – ώς μή έδει. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξωτερικεύει τον εσωτερικό του διχασμό μέσω της δαιμονοποίησης καταστάσεων και αντιπάλων. Από τη μια ο Τσίπρας υποστήριξε την αυτονόητη ανάγκη φύλαξης των συνόρων. Ο άλλος μισός όμως ΣΥΡΙΖΑ βγήκε στα κεραμίδια με πρόταγμα τον «ακροδεξιό κίνδυνο» ροκανίζοντας την τοποθέτηση αρχηγού. Χρειάστηκε έτσι δεύτερη παρέμβαση Τσίπρα για να επαναφέρει το κόμμα στη ρότα της εθνικής συναίνεσης. (Παρενθετικά: μπορούν οι παλαιότεροι εξ ημών να φανταστούν ότι ο Φλωράκης και ο Κύρκος, ο Φαράκος ή ο Φιλίνης θα χάνονταν τη στιγμή της εθνικής κρίσης, για να τοποθετηθούν μετά τρεις μέρες αφού είχαν δει προς τα πού πάνε τα πράγματα;).
Αν η «υβριδική απειλή» που εκτόξευσε ο Ερντογάν σε αυτή τουλάχιστον τη φάση δεν θέτει δύσκολα αξιακά-ηθικά ζητήματα, δημιουργεί όμως νέα μείζονα γεωπολιτικά προβλήματα για την Ελλάδα. Η εξέλιξη είναι προς το παρόν άδηλη καθώς το καθεστώς έχει γίνει ακόμα πιο απρόβλεπτο δεδομένου ότι οι επεμβάσεις και τα μέτωπα που άνοιξε ολόγυρά του, δεν του βγήκαν. Θα θελήσει μια γενικότερη βελτίωση των σχέσεων με την ΕΕ; Θα επιδιώξει μια νέα όξυνση για να κερδίσει κάτι στο μεταναστευτικό, στην οικονομία ή στη Συρία; Όποια υπόθεση και αν κάνουμε παραμένει το αστάθμητο. Τα σημάδια μάλιστα δείχνουν ότι ο Ερντογάν στοχοποιεί συστηματικά την Ελλάδα διαχωρίζοντάς την από την ΕΕ, γεγονός που πιθανώς επωάζει μια οξύτερη αντιπαράθεση. Σε κάθε περίπτωση, έχουμε μπει σε μια περίοδο άγνωστης διάρκειας, που χρειάζεται αποφασιστικότητα, εγρήγορση, αλλά και ψυχραιμία.
Αυτός όμως ο άμεσος ορίζοντας της εν εξελίξει κρίσης, πρέπει να ενταχθεί στην ευρύτερη στρατηγική μας και να οδηγεί σε πολιτικές πρωτοβουλίες που περνούν πρωτίστως μέσω της Ευρώπης καθόσον οι διμερείς επαφές με την Τουρκία βρίσκονται στο ναδίρ. Συνιστά ίσως κάτι σαν ειρωνεία της Ιστορίας το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο μιας κρίσης που φέρνει με κραυγαλέο τρόπο στην επιφάνεια τα όρια τής μέχρι τώρα οικοδόμησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνέβη το 2010 με την παγκόσμια οικονομική κρίση όταν η ελληνική χρεοκοπία έδειξε τη γύμνια των δημοσιονομικών εργαλείων της ΕΕ. Σήμερα, μετά δέκα χρόνια, η Ελλάδα βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο μιας άλλης μορφής κρίσης, γεωπολιτικής αυτή τη φορά, που αποκαλύπτει τις αδυναμίες της ΕΕ. Και δεν πρόκειται βεβαίως για το «μεταναστευτικό», αφού η εργαλειοποίησή του στον Έβρο από τον Ερντογάν το μετέτρεψε σε άμεσο γεωπολιτικό, ευρωπαϊκό, και γερμανικό πρόβλημα. ΄Ετσι, όπως είχε συμβεί λίγες εβδομάδες πριν με τη Λιβύη, οι ευρωπαϊκές χώρες εμπλέκονται ευθέως όλο και περισσότερο στις τεκτονικές γεωπολιτικές ανακατατάξεις της εποχής, γεγονός που εξ αντικειμένου κάνει πιο πιεστικό το δίλημμα: θα μείνει η ΕΕ ένας γεωπολιτικός νάνος που θα χρηματοδοτεί απλώς τα παιχνίδια των μεγαλύτερων και σκληρότερων παικτών; Και αν ναι, μέχρι πότε θα μπορεί να διατηρείται η σημερινή οικονομική ισχύς αν παραμένει η γεωπολιτική μηδαμινότητα; Η απουσία της από τους επιχειρηματικούς γίγαντες της νέας τεχνολογικής-οικονομικής επανάστασης δεν προλέγει ήδη το κόστος που θα πληρώσει στο προσεχές μέλλον; Πέρα λοιπόν από τον ελληνικό ορίζοντα, οι τελευταίες εξελίξεις αποτελούν άλλη μια πίεση στην ΕΕ να αντιμετωπίσει το ζήτημα της ασφάλειας και της στρατιωτικής συνεργασίας.
Στην οικονομική κρίση του 2010 ο «συμβολικός» ρόλος της Ελλάδας ήταν παθητικός, υπέστη την απουσία των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών μηχανισμών χωρίς να συμβάλει ουσιωδώς στις λύσεις που βρέθηκαν. Στη σημερινή γεωπολιτική κρίση του 2020 η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να πρωτοστατήσει στις ζυμώσεις για την ενίσχυση της γεωπολιτικής παρουσίας της ΕΕ. Να συντονιστεί με τις δυνάμεις εκείνες που ζητούν η ΕΕ να αναδειχτεί σε γεωστρατηγικό παίκτη παγκοσμίων διαστάσεων. Και μπορεί να μην είναι παθητικός δέκτης των προτάσεων των άλλων μελών, γιατί έχει πράγματα να πει αυτονόμως. Πράγματι, σε αυτή την προοπτική θα μπορούσε να εντάξει και πάλι μια δική της ματιά για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις – ματιά που να υπερβαίνει τον ορίζοντα της τωρινής κρίσης. Ας μην υποτιμήσουμε καθόλου τη φράση των ημερών «τα ελληνικά σύνορα είναι σύνορα της Ευρώπης». Είχε και έχει ιδιαίτερο βάρος. Όμως το εθνικό μας συμφέρον εξυπηρετείται με μια ευρύτερη σχέση συνεργασίας της ΕΕ με την Τουρκία, συνεργασία βασισμένη σε κανόνες και σε ρεαλιστικές αμοιβαίες προσδοκίες. Ίσως μια τέτοια προοπτική να κερδίσει έδαφος σε ένα μέρος του τουρκικού κατεστημένου αν μάλιστα το καθεστώς Ερντογάν πράγματι αποδυναμώνεται. Το εθνικό μας συμφέρον εξυπηρετείται επίσης αν η Ευρώπη μπορέσει να συγκλίνει σε μια ευρύτερη γεωπολιτική οπτική για την Ανατολική Μεσόγειο.
Η Ελλάδα βρισκόμενη στο κέντρο των εντάσεων της περιοχής, πρέπει να διαμορφώσει και να ταυτιστεί στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης με μια πρόταση για την αναβάθμιση της Ευρώπης σε μεγάλη γεωπολιτική δύναμη. Αν έχουμε κάτι να πούμε, θα κερδίσουμε σε ασφάλεια και κύρος που συνήθως είναι η καλύτερη ασπίδα.
_____________________
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου