Athens Voice
13 Δεκεμβρίου 2019
Η επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων θέτει καίρια ζητήματα ως προς τη στρατηγική που οφείλει να διαθέτει η χώρα μας. Κι αυτό γιατί, χρόνια τώρα, είμαστε δέσμιοι κοντόφθαλμων και αντιφατικών προσεγγίσεων. Το χειρότερο, τα κρίσιμα θέματα της εξωτερικής πολιτικής τα αντιμετωπίζουμε με λογικές εσωτερικής κατανάλωσης. Η κομματική πλειοδοσία, η πατριδοκαπηλία, οι εθνικιστικές εξάρσεις, στάθηκαν εμπόδιο για τη θεμελίωση σταθερής και στιβαρής στρατηγικής πρότασης. Χαρακτηριστικό είναι ότι όποιες προσπάθειες καταβλήθηκαν διαχρονικά δεν είχαν συνέχεια.
Η περίπτωση της Συμφωνίας του Ελσίνκι, που πέτυχε ο Κώστας Σημίτης το 1999, το επιβεβαιώνει. Η Ελλάδα, αποσπώντας τη συνδρομή των κοινοτικών εταίρων, κατάφερε οι διαφορές της με τη γειτονική χώρα να καταστούν ευρωτουρκικές. Ταυτόχρονα, διασφάλισε την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την αποδοχή από την πλευρά της Τουρκίας σύναψης συνυποσχετικού για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το κεκτημένο αυτό εγκαταλείφθηκε από την κυβέρνηση Καραμανλή. Η εκτροπή μετέπειτα της τουρκικής ηγεσίας από τη λογική του εξευρωπαϊσμού δεν αναιρεί τις δικές μας ευθύνες.
Το ίδιο συνέβη και με το Κυπριακό. Η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν το 2004 από τους Ελληνοκύπριους, με τη συνδρομή της ελληνικής κυβέρνησης, καθώς και το ναυάγιο των συνομιλιών στο Κραν Μοντανά το 2017, προστέθηκαν στον κύκλο των χαμένων ευκαιριών. Το περιβόητο στρατήγημα του πρώην υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά «μηδενικά στρατεύματα-μηδενικές εγγυήσεις» επέτεινε τα αδιέξοδα. Αξίζει να επισημάνω ότι εάν η Κύπρος είχε αποδεχθεί το Σχέδιο Ανάν το 2004, όπως έπραξαν τότε οι Τουρκοκύπριοι, σήμερα, με βάση το χρονοδιάγραμμά του, δεν θα υπήρχε ούτε ένα Τούρκος στρατιώτης στο νησί. Οι μαξιμαλισμοί και οι ανεδαφικές επιδιώξεις, σε συνδυασμό με την απουσία μακρόπνοης και σταθερής στρατηγικής, αποδείχθηκαν επιζήμια. Τώρα, η κυπριακή ηγεσία πολιτευόμενη με φόβο προσπαθεί να συγκαλύψει τις ευθύνες της, επενδύοντας στα κοιτάσματα της ΑΟΖ. Μολονότι γνωρίζει ότι χωρίς τη λύση του Κυπριακού το εγχείρημα αυτό αμφισβητείται έντονα, τροφοδοτώντας περαιτέρω την επιθετικότητα της Τουρκίας.
Η εγχώρια πολιτική τάξη, για άλλη μια φορά, φαίνεται να ακολουθεί τα γεγονότα σε Ελλάδα και Κύπρο. Πρωτίστως πολιτεύεται χωρίς στρατηγική σκέψη. Αδυνατεί να αφομοιώσει ότι πίσω από τον παροξυσμό του Ερντογάν υποκρύπτονται γενικότερες επιδιώξεις του. Απώτερος σκοπός του, να καταστήσει τη γειτονική χώρα ισχυρή περιφερειακή δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα και αξιοποιώντας τις ευκαιρίες που του προσφέρονται. Οι προκλητικές του ενέργειες αναμφίβολα έχουν βαθύ ορίζοντα. Το σίγουρο είναι ότι δεν αντιμετωπίζονται με πυροσβεστικές κινήσεις. Είτε από την Ελλάδα είτε από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η εγκατάλειψη από την Τουρκία της προενταξιακής διαδικασίας της, αλλά και το οξύ πρόβλημα του προσφυγικού και μεταναστευτικού ρεύματος, αναδεικνύει σε ζωτική ανάγκη την ανατοποθέτηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η κρίση που προκλήθηκε δεν αποσοβείται με εθνικοπατριωτικές κορώνες και πολεμικά εμβατήρια. Ούτε βέβαια με λεονταρισμούς στο Αιγαίο και αλλού. Και πολύ περισσότερο με ξέφρενα εξοπλιστικά προγράμματα. Οι νέες εξελίξεις δεν καθιστούν μόνο άκαιρες και επικίνδυνες τη ρητορική και την πλειοδοσία, στις οποίες δυστυχώς τις τελευταίες μέρες επιδίδονται αρκετοί εκπρόσωποι της πολιτικής και των ΜΜΕ. Κυρίως ακυρώνουν μια ολόκληρη «σχολή πολιτικής σκέψης», που επί δεκαετίες προέκρινε την αδράνεια, τη στασιμότητα, την αναβλητικότητα ως προς τα καίρια ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, πιστεύοντας ότι ο χρόνος λειτουργεί υπέρ των συμφερόντων του Ελληνισμού.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αντιλαμβάνεται τις μεγάλες δυσκολίες και τα προβλήματα που προέκυψαν. Πολιτευόμενος με ψυχραιμία και νηφαλιότητα δείχνει να επιζητεί μια διαφορετική προσέγγιση που δεν θα εγκλωβίζει τη χώρα σε φοβικά σύνδρομα και αντιπαλότητες. Ο Αλέξης Τσίπρας, αν και προτάσσει το αντιπολιτευτικό όφελος, εμφανίζεται πιο ήπιος και προσεκτικός. Αντιθέτως, η Φώφη Γεννηματά εκτοξεύει εθνικιστικές απειλές χωρίς έρμα, που μόνο αστείες μπορούν να χαρακτηριστούν.
Το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται, όπως σωστά επεσήμανε ο Ευάγγελος Βενιζέλος, είναι: Είμαστε έτοιμοι να αποδεχθούμε το αποτέλεσμα μιας δικαιοδοτικής κρίσης του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης; Ας αποτελέσει, λοιπόν, αυτό αφορμή για αναστοχασμό, χωρίς αυταρέσκειες, μονομέρειες και εθνικές δοξασίες.