Χρήστος Χωμενίδης
Τα Νέα, 16/11/2019
«Εγώ θα ήμουν, κύριε, στο Πολυτεχνείο;» «Εγώ;» «Εγώ;» Τον είχαμε βάλει στη μέση και τον καταιγίζαμε. Φιλόλογο τον είχαμε στο φροντιστήριο. Δεκαεφτάρηδες εμείς, τριαντάρης εκείνος. Νοέμβριος 1983. «Μην τον κοιτάτε που έχει αποσυρθεί και μονάχα ο Θουκυδίδης τον ενδιαφέρει. Τη νύχτα εκείνη παραλίγο να τον πατήσει το τανκ!» Ψάξαμε, βρήκαμε το όνομά του στον κατάλογο των μελών τής συντονιστικής επιτροπής κατάληψης. Απέκτησε στα μάτια μας φωτοστέφανο – η φαλακρίτσα του εξαφανίστηκε, η κοιλιά του ως διά μαγείας ρουφήχτηκε.
Στην αρχή εκνευρίστηκε, ύστερα έστερξε να μπει στο παιχνίδι μας. «Σιγά μην ήσουν, ρε Τάκη! Στις ντίσκο θα έτρεχες όπως και σήμερα… Όσο για σένα Στέλιο, υπό τον όρον ότι θα σε άφηνε η μαμά σου, ούτε δηλαδή στον αιώνα τον άπαντα… Εσύ πάλι Αγγελική, με την ουφοσύνη που σε δέρνει, πρώτα θα κλεινόσουν στο Πολυτεχνείο και μετά θα καταλάβαινες πού ακριβώς βρίσκεσαι! Εσύ Μηνά θα ακολουθούσες την Αγγελική και στην κόλαση – δεν σε έχω πάρει, νομίζεις, χαμπάρι;» «Εγώ;» τον ρώτησα με αγωνία. Χαμογέλασε σαρδόνια. «Αγόρι μου, εσύ μεν θα έμπαινες, οι υπόλοιποι δε θα σε πέταγαν κλωτσηδόν έξω!» «Γιατί;» «Διότι θα τους τα’σπαγες! “Γιατί” το ένα και “γιατί” το άλλο και “μήπως να το γυρίσουμε σε συναυλία τύπου Γούντστοκ;” ή σε παρτούζα ή δεν ξέρω σε τί… Πιό χρήσιμος θα μάς φαινόσουν σαν μπάτσος -διαλυτικό στοιχείο και γκαφατζής συν τοις άλλοις- παρά ως “ελεύθερος αγωνιζόμενος φοιτητής”…»
Μαραθήκαμε. Κάθε χρόνο πηγαίναμε στην πορεία, ξελαρυγγιαζόμασταν «Φονιάδες των Λαών Αμερικάνοι!», φαντασιωνόμασταν τούς εαυτούς μας σκαρφαλωμένους στα κάγκελα, «δεν μπορούσα να γεννηθώ δέκα χρόνια νωρίτερα;» βρίζαμε την τύχη μας. Και τώρα να, ένας αυθεντικός εκπρόσωπος τής εξέγερσης μάς έκανε αλοιφή.
«Μην νομίζετε…» μαλάκωσε. «Κι εγώ κατά λάθος σχεδόν βρέθηκα στο Πολυτεχνείο. Το ρεύμα με παρέσυρε των συνομηλίκων μου που κατηφόριζε το μεσημέρι της Τετάρτης τη Σόλωνος προς την Πατησίων. Τού Αγίου Φιλίππου ήταν -14 Νοεμβρίου- έστηνε κάθε χρόνο γλέντι ο μπάρμπας μου μα το 1973 το ματαίωσε λόγω πένθους. Ειδάλλως θα έτρωγα παϊδάκια στη Χασιά. Και στη συντονιστική επιτροπή από σπόντα μπήκα. Ήμουν ο μόνος φοιτητής Θεολογίας (αργότερα μεταπήδησα στη Φιλοσοφική), χρειάζονταν ένα εκπρόσωπο της Σχολής μας, με τσίμπησαν… Εάν εξαιρέσεις τα μέλη των αντιστασιακών οργανώσεων και κάτι άλλους που είχαν την πολιτική στο αίμα και το απέδειξαν με την κατοπινή πορεία τους, οι υπόλοιποι -η μεγάλη μάζα- δεν καλοξέραμε πού μάς πάνε τα τέσσερα…
Μεγάλη μάζα; Ποιά μεγάλη μάζα; Μην δίνετε βάση στις φωτογραφίες, την πρόσοψη όλες δείχνουν του Πολυτεχνείου, άντε και τους γύρω δρόμους. Ως την Παρασκευή το απόγευμα, η ζωή στην Αθήνα κυλούσε κανονικά.
Το ζητούμενο -κατά την άποψή μου τουλάχιστον- ήταν εμείς να αποτελέσουμε τον καταλύτη ενός γενικού ξεσηκωμού. Να γίνουμε έναυσμα για τους εργάτες, τους υπαλλήλους, τον λαό γενικά… Τίποτα τέτοιο δεν συνέβη. Τούς καλούσαμε απ’ το ραδιόφωνό μας να βγουν στους δρόμους κι εκείνοι κλειδαμπαρώνονταν για μάς ακούνε ασφαλείς απ’ τα αδιάκριτα αυτιά των γειτόνων τους. Περνούσαν απ’ την Πατησίων, κοντοστέκονταν -για συμπαράσταση; από περιέργεια;- και έπειτα συνέχιζαν τον δρόμο τους, μην και καθυστερήσουν στις δουλειές τους…
Στη θέση της Χούντας, δεν θα κατέβαζα στρατό. Θα άφηνα την ιστορία να ξεθυμάνει. Ή θα έστηνα εκ των ενόντων στο Καλλιμάρμαρο κανένα φεστιβάλ ελαφρού τραγουδιού, να δούμε ποιός θα συγκινούσε τα πλήθη. Η Δαμανάκη ή ο Οικονομίδης;
Ακούγομαι πικρόχολος; Κατηγορώ εμμέσως τους Έλληνες ότι στέκονταν στο πλευρό τού Παπαδόπουλου; Μην με παρεξηγήσετε – για ανοχή μιλάμε, όχι για υποστήριξη. Για το δόγμα «ου μπλέξεις» που επικράτησε μετά τον Εμφύλιο, μετά τα Ιουλιανά του 1965 ολοκληρωτικά σχεδόν. Πίστευε ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Μίκης Θεοδωράκης πως άμα οι σκοτεινοί κύκλοι επιχειρούσαν πραξικόπημα, ο κόσμος θα προέτασσε τα στήθη του. Κι ήρθε η 21η Απριλίου και επιβλήθηκε σχεδόν αναίμακτα. Ντροπιαστικά εύκολα…
Δεν κουνάω το δάχτυλο σε κανέναν. Ο πατέρας μου. Γεννημένος το 1925. Επονίτης στην Κατοχή. Φαντάρος στη Μακρόνησο. Κοντεύοντας τα πενήντα το 1973, είχε μπουχτίσει, είχε τσακιστεί από τα “γεγονότα”. Το μόνο που λαχταρούσε πλέον ήταν να πηγαίνει πρίμα το φαναρτζίδικο -μάστορας ήταν στην οδό Λένορμαν- και να προκόβουν τα παιδιά του. Αν μάθαινε ότι βρισκόμουν μέσα στο Πολυτεχνείο, θα με τσάκιζε στο ξύλο. Ή θα του ερχόταν κόλπος. Η μάνα μου με κάλυψε…
Δεν μετανιώνω ασφαλώς, δεν ισχυρίζομαι ότι το Πολυτεχνείο κακώς συνέβη. Κι αν τα τριήμερα μνημόσυνα κάθε χρόνο και τα στεφάνια των κομμάτων και οι σχολικές γιορτές μού φέρνουν αναγούλα, δικό μου πρόβλημα. Οι νεότερες γενιές χρειάζονται παραδείγματα. Ορόσημα. Έστω και ρετουσαρισμένα…»-