Νίκος Κωνσταντάρας
Η Καθημερινή, 14/07/2019
Η περίπτωση του Κυριάκου Μητσοτάκη μπορεί να βραχυκυκλώσει όσους προσπαθούν να ερμηνεύσουν την ελληνική πραγματικότητα μέσα από απλοϊκά δίπολα, όπως εκσυγχρονισμός-παράδοση, πρόοδος-συντήρηση, δυτικότροποι-εσωστρεφείς, κοσμοπολιτισμός-τοπικισμός.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός και η σύνθεση της κυβέρνησής του, αλλά και η προηγούμενη κυβέρνηση, είναι απόδειξη ότι αυτά τα δίπολα, και άλλα, είναι τόσο ισχυρά στην κοινωνία και στην πολιτική μας που είναι σαν να μην υπάρχουν – είναι τόσα τα ρεύματα που οι περισσότεροι βρίσκουν κάτι κοινό μεταξύ τους, αλλά και κάτι που τους χωρίζει. Γι’ αυτό είδαμε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, κόμματα αντίθετων άκρων ενωμένα από την έχθρα τους προς την εγχώρια και ευρωπαϊκή ελίτ. Γι’ αυτό βλέπουμε μια κυβέρνηση που έχει στόχο τον εκσυγχρονισμό της χώρας να ορκίζεται σε θρησκευτική τελετή. Γι’ αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο, ούτε πρωτοφανές, να ακούμε υποσχέσεις για εκσυγχρονισμό με όχημα κόμμα που εκπροσωπεί το παλιό.
Ο Κώστας Σημίτης πέτυχε πολλά ως εκσυγχρονιστής πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, του κόμματος που μετέδωσε τον ιό του λαϊκισμού σε κάθε κύτταρο του πολιτικού σώματος σε βαθμό που ακόμη αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση από την Αριστερά έως τη Δεξιά. Άλλοι εκσυγχρονιστές που έστησαν δικά τους κόμματα απέτυχαν. Ο ΣΥΡΙΖΑ, που πρέσβευε την πιο προοδευτική πτέρυγα της πολιτικής από άποψη κοινωνικών ελευθεριών, κυβέρνησε με τον Πάνο Καμμένο και με τα παραδοσιακά εργαλεία της χειραγώγησης των θεσμών, των υποσχέσεων και της καλλιέργειας πολιτικής πελατείας. Όπως έκαναν και το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία στο παρελθόν.
Τώρα ήρθε η σειρά του Κυριάκου Μητσοτάκη να χρησιμοποιήσει το βάθος και την οργάνωση της Ν.Δ. για να εισαγάγει μεταρρυθμίσεις. Εάν πετύχει έστω μερικά απ’ όσα θέλει, το συμπέρασμα θα είναι ότι ο εκσυγχρονισμός στην Ελλάδα είναι πιο εφικτός όταν ο αρχηγός ενός μεγάλου κόμματος τολμάει να πάρει αποφάσεις που υπερβαίνουν τη νοοτροπία του κόμματός του. Νέα κόμματα που προτείνουν μεταρρυθμίσεις μαραζώνουν, ενώ αυτά που πωλούν παραμύθια βρίσκουν οπαδούς, όπως οι πιο πρόσφατες περιπτώσεις των κ. Βελόπουλου και Βαρουφάκη.
Ο Μητσοτάκης είναι σαν ξένο κεφάλι πάνω στο σώμα της Ν.Δ., όπως ήταν ο Σημίτης στο ΠΑΣΟΚ. Ο πρωθυπουργός του 1996-2004 εξελέγη διάδοχος του Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ δεν ήταν το φαβορί, επειδή οι σύντροφοί του κατάλαβαν ότι μόνον αυτός μπορούσε να τους εξασφαλίσει την παραμονή στην εξουσία. Όσο και αν γκρίνιαζαν πολλά μέλη του ΠΑΣΟΚ, ο Σημίτης διέθετε αυτό το κεφάλαιο.
Η εκλογή του Μητσοτάκη επίσης ήταν απρόσμενη και επιτεύχθηκε με τις ψήφους ανθρώπων που πίστευαν ότι χρειαζόταν ένας κεντρώος, ένας φιλελεύθερος εκσυγχρονιστής για να μπορεί η Ν.Δ. να ελπίζει σε επιστροφή στην εξουσία. Ο Αλέξης Τσίπρας έκανε τη χάρη του Μητσοτάκη να του επιτίθεται συνεχώς, ώστε η νίκη της Ν.Δ. στις ευρωεκλογές να πιστωθεί εξ ολοκλήρου στον αρχηγό της, δίνοντάς του κεκτημένη ταχύτητα και νέο κύρος στην πορεία προς τις εθνικές εκλογές. Έτσι, έχουμε μια σπάνια ευνοϊκή διάταξη: εκσυγχρονιστής ηγέτης με αναμφισβήτητη αξιοπιστία στο κόμμα του· κόμμα με βάθος, μηχανισμούς και παραδοσιακά ερείσματα στην κοινωνία· νωπή εντολή με αυτοδυναμία.
Με αυτά τα δεδομένα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει την ευκαιρία να υπερβεί την εικόνα που οι πολιτικοί αντίπαλοι προσπάθησαν να του επιβάλουν και να αποδείξει ότι στόχος του είναι ο εκσυγχρονισμός της Ελλάδας προς το συμφέρον όλων. Η επιτυχία είναι η μόνη επιλογή, αλλιώς γρήγορα θα κατηγορηθεί ότι αυτός είναι «σαν τους άλλους» και το κόμμα του ανήκει στο παρελθόν. Η επιτυχία απαιτεί την ανοχή και τη συμμετοχή του μεγαλύτερου δυνατού μέρους του πληθυσμού. Το ότι ο ίδιος και η κυβέρνησή του (η οποία όφειλε να έχει περισσότερες γυναίκες) εκφράζουν πολλά από τα χαρακτηριστικά και αμφίρροπα ρεύματα της κοινωνίας και της πολιτικής, μας επιτρέπει να ελπίζουμε ότι θα τα ενώσει πίσω του και θα οδηγήσει την κυβέρνηση και τη χώρα προς τα εμπρός.