Νικόλας Σεβαστάκης
Το Βήμα, 23/06/2019
Για τη ριζοσπαστική αριστερά ή τη σοσιαλδημοκρατική κεντροαριστερά η φιλολογία γεμίζει βιβλιοθήκες. Αντιθέτως, η κεντροδεξιά, τα συντηρητικο-φιλελεύθερα κόμματα και οι αντίστοιχοι χώροι δεν συγκινούν τους πολιτικούς θεωρητικούς, αν και ενδιαφέρουν πάντα τους πιο πρακτικά προσανατολισμένους μελετητές της εκλογικής πολιτικής. Ως ένα βαθμό αυτό εξηγείται από την απόσταση της πολιτικής κεντροδεξιάς από θεωρητικά και ιδεολογικά ζητήματα. Κατά κάποιο τρόπο αυτός ο χώρος υπάρχει ως κατεξοχήν «κόμμα της εμπειρίας». Έχει παραχωρήσει στην Αριστερά το πεδίο της θεωρίας και της κριτικής, προτιμώντας ο ίδιος να βρίσκεται σε επαφή με τις πιο πεζές όψεις της ελληνικής ζωής.
Αυτό το ρίζωμα στην ελληνική ζωή και σε τρόπους ζωής διαδεδομένους στον ‘πολύ κόσμο’, κάνουν την κεντροδεξιά περισσότερο ανθεκτική στις κρίσεις και στις αναπόφευκτες φάσεις ήττας. Και στις άσχημες μέρες (εκτός κυβέρνησης), η κεντροδεξιά δεν θα σπεύσει να οργανώσει συνέδρια συλλογικής ψυχανάλυσης ούτε θα πενθήσει μέσα στη θεωρία. Η πολιτική της παρουσία δεν εξαρτάται από κάποιο θεωρητικό στοίχημα, ούτε από κάποια διανοητική μόδα (ριζοσπαστικός λαϊκισμός, πολιτικές της ταυτότητας κλπ). Η κεντροδεξιά κρατάει ουσιαστικά από τον συντηρητισμό την εμπιστοσύνη σε κληρονομημένα κοινωνικά ήθη ενώ από τον φιλελευθερισμό αντλεί κυρίως μια οικονομικο-τεχνοκρατική αισιοδοξία.
Αυτό που αποκαλούμε εδώ κόμμα της εμπειρίας μοιάζει με πλεονέκτημα σε καιρούς αναστατώσεων και πυκνών μεταβολών. Προσφέρει αναγνωρίσιμα σήματα, αποστάζει οικείους κώδικες και δίνει σχήμα σε διάχυτες προσδοκίες, κυρίως των τραυματισμένων αλλά πάντα ανήσυχων μεσαίων στρωμάτων. Ωστόσο, αυτός ο εμπειρισμός μεταφέρει και αδυναμίες και κινδύνους. Αφήνει, ας πούμε, όλο το παιχνίδι της ιδεολογίας στην παραδοσιαρχική, «κοινοτική» Δεξιά ή και σε μορφές της ριζοσπαστικής ακροδεξιάς. Η ελληνική ζωή, εξάλλου, είναι ένα διφορούμενο πεδίο παθών, συγκινήσεων και συλλογικών αναμνήσεων. Διαθέτει αποθέματα αντιφιλελευθερισμού και εθνορομαντικά στερεότυπα που διεκδικούν είτε αφελείς, είτε αντιδραστικές απαντήσεις σε προβλήματα της σημερινής εποχής. Δεν είναι τυχαίο που στη συμβατική, «καραμανλική» του σμίλευση, ο κεντροδεξιός εμπειρισμός αντιλαμβάνεται τα σύγχρονα περιβαλλοντικά ή τα θέματα δικαιωμάτων ως «αριστερές» πολυτέλειες ή αστικές παραξενιές . Άλλα ζητήματα επίσης, όπως τα σχετικά με μια κοσμική φιλελεύθερη δημοκρατική ηθική είχαν και έχουν μειοψηφική απήχηση στην ελληνική κεντροδεξιά.
Σε αντίθεση όμως με τον πανικό πολλών στην Αριστερά και στον φιλοσύριζα χώρο για την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού, το πρόβλημα με την ελληνική κεντροδεξιά και τη νεοδημοκρατική της παγίωση είναι άλλο: η όσμωση που έχει με τα βαθύτερα πολιτισμικά γνωρίσματα της ελληνικής ζωής γεννάει ένα κίνδυνο στασιμότητας, θεσμικής δειλίας και υποταγής στα ειωθότα. Η προσήλωση του συντηρητικού χώρου στις οικογενειακές και τοπικές αξίες συμβάλει, με τον τρόπο της, στην αναπαραγωγή μιας πολιτικής κουλτούρας όπου το οικείο και το «οικογενειακό» απορροφούν όλη την ενέργεια των ατόμων εις βάρος του πολιτειακού δεσμού και του δημόσιου χώρου.
Έτσι, ενώ η πολιτική μετριοπάθεια και η τέχνη του συμβιβασμού είναι αρετές για όλους τους δημοκράτες (αριστερούς, κεντρώους ή δεξιούς), η συμφιλίωση με παραδοσιακές νοοτροπίες μπορεί να αφοπλίσει και να ακυρώσει κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια.
Η ελληνική δεξιά δεν είναι προφανώς η εθνικοφροσύνη του ΄50 ή κάποιος σιδηρέριος θατσερισμός που θα φέρει την «καπιταλιστική παλινόρθωση». Όλες αυτές οι κατηγορίες και οι σχετικές αναλύσεις συνθέτουν έναν παραλογισμό ακατάλληλο ακόμα και για την πιο απλοϊκή αντιπολίτευση. Είναι αδιάψευστο φυσικά ότι μέσα στον λαό και στα στελέχη του χώρου που, όπως φαίνεται, θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, φωλιάζουν και στάσεις ελληνοχριστιανικής δημαγωγίας, φολκλορικού ελληνοκεντρισμού ή πελατειακών βλέψεων. Ένας καρπός αυτών των τελευταίων συριζαϊκών χρόνων είναι επίσης και μια ξύλινη αντι-αριστερά με παλαιολιθικά συνθήματα- αυτό όμως είναι περισσότερο εφέ των social media και των αφιονισμένων τους ανταλλαγών παρά κάποια σοβαρή μεταβλητή της τωρινής πραγματικότητας.
Το ερώτημα είναι εάν ο εμπειρισμός της κεντροδεξιάς μπορεί να λειάνει ή να καταστήσει ακίνδυνες τις όποιες αρνητικές τάσεις. Νομίζω πως η αλλεργία των κεντροδεξιών στα ιδεολογικά ζητήματα και η ξέχειλη πολυσυλλεκτικότητα δεν είναι καλοί σύμβουλοι. Όσο είναι κανείς στην αντιπολίτευση οι αντιφάσεις και οι αντινομίες εξημερώνονται ή σκεπάζονται από την κοινή αντίθεση προς τον αντίπαλο. Όταν όμως έρχεται η ώρα της διακυβέρνησης, οι αυθόρμητες συμπαρατάξεις και οι πρόχειροι συμβιβασμοί συνήθως δεν αρκούν.
Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι στην Ευρώπη δεν βρίσκεται σε κρίση μόνο η σοσιαλδημοκρατία αλλά και πολλές δυνάμεις της θεσμικής δεξιάς. Οι ταυτότητες πλέον δεν είναι δεδομένες ούτε αδιατάρακτα αναπαραγόμενες σε ένα περιβάλλον άνεσης. Μπορεί στην Ελλάδα να βρισκόμαστε σε άλλη φάση και πολιτικό χρόνο, όμως τα κύματα της δυσφορίας διαπερνούν τα σύνορα και τις πολιτικές επικράτειες.
Στην διανοούμενη Αριστερά υποτιμούσαν πάντα τον λαό της συντηρητικής παράταξης. Όπως η θεωρία ρίχνει ένα περιφρονητικό βλέμμα στα πράγματα που αναδύονται χωρίς την έγκρισή της, έτσι και ο ριζοσπαστισμός αντιμετώπιζε ένα σημαντικό κομμάτι του λαού ως μη λαό, ως ‘ιδιώτες’ που δεν έχουν συναίσθηση του συλλογικού. Ο κεντροδεξιός εμπειρισμός παραδόξως πριμοδοτούσε αυτή την κατανομή αρμοδιοτήτων. Τώρα όμως που η Αριστερά κυβέρνησε τη χώρα και έστω με τη συριζαϊκή της μορφή γνώρισε το κράτος, αυτός ο διαχωρισμός δεν μπορεί να σταθεί και η αντίστοιχη περιφρόνηση είναι τελείως άτοπες. Κατά κάποιο τρόπο, η κεντροδεξιά θα κληθεί μοιραία να ενδιαφερθεί και για τις ιδέες όπως η Αριστερά υποχρεώθηκε να κυβερνήσει και να πάρει αποφάσεις (άλλο πράγμα η ποιότητα των αποφάσεων αυτών). Αυτό που χρειαζόμαστε είναι αίσθηση των ορίων, αποφυγή της τοξικής γλώσσας και απαλλαγή από την ηθικολογία όπου ο ένας κατασκευάζει το εφιαλτικό πρόσωπο του άλλου και οι δυο μαζί έναν ιστορικό αναχρονισμό.
Δεν είναι εύκολο με όσα έχουν προηγηθεί μα δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Η κεντροδεξιά θα κυβερνήσει και ο Σύριζα θα πρέπει να αποφύγει την αισθητική της ήττας και τον αρχαϊκό αντι-μητσοτακισμό μεταμφιεσμένο πρόχειρα σε αντινεοφιλελευθερισμό. Δύσκολα πράγματα για ένα μέλλον που, έτσι κι αλλιώς, θα έχει πολιτική πυκνότητα όπως καθετί που συμβαίνει αυτό τον καιρό.