Μαρία Κατσουνάκη
Η Καθημερινή, 21/04/2019
Η επόμενη μέρα μιας μεγάλης καταστροφής είναι αποκαλυπτική όχι μόνο για την απώλεια αυτή καθαυτή, αλλά και για τον τρόπο διαχείρισής της. Η πυρκαγιά στον καθεδρικό ναό της Νοτρ Νταμ αποκάλυψε μια κοινωνία ανοικτή και ομονοούσα. Ανοικτή στον διάλογο, ομονοούσα στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Οι πλούσιοι της χώρας δήλωσαν παρόντες στη διαδικασία της αποκατάστασης. Το ποσό που είχε συγκεντρωθεί στα μέσα της εβδομάδας πλησίαζε το ένα δισ. ευρώ. Δεν είναι μόνο ότι η γαλλική μεγαλοαστική τάξη αντέδρασε χωρίς δεύτερη σκέψη. Η πολιτική ηγεσία εμφανίστηκε αποφασισμένη («Θα την ξαναχτίσουμε», είπε ο Μακρόν), η συγκίνηση ήταν μεγάλη και καθολική (απλώθηκε και εκτός Ευρώπης) ενώ παράλληλα, όπως αρμόζει σε μια χώρα που σέβεται την Ιστορία και τον πολιτισμό της, άνοιξε ο δημόσιος διάλογος, ο οποίος επεκτάθηκε και εκτός συνόρων: πρέπει η Παναγία των Παρισίων να επιστρέψει στην ακριβώς προηγούμενη μορφή της ή πρέπει να προστεθούν στοιχεία σημερινά, που θα εξασφαλίζουν καλύτερη θωράκισή της από καταστροφές; Αντιπαρατίθενται ήδη αρχιτέκτονες, μηχανικοί, ιστορικοί της τέχνης, υπεύθυνοι για θέματα πολιτιστικής κληρονομιάς.
«Ο Κουασιμόδος θα συνεχίσει να σκαρφαλώνει στα παλιά δομικά στοιχεία του 12ου αιώνα ή σε κάποια υπερσύγχρονη κατασκευή του 21ου;». Ο Ιταλός αρχιτέκτονας Ρέντσο Πιάνο, για παράδειγμα, όπως διαβάζουμε («Κ» 17/4) τάσσεται υπέρ της ανακατασκευής των ξύλινων αντηρίδων της στέγης, (το γνωστό «forêt-δάσος»). Ο επίσης Ιταλός αρχιτέκτονας Μασιμιλιάνο Φούκσας, που διατηρεί και γραφείο στο Παρίσι, ακολουθεί μια μέση οδό «ανάμεσα στο ακραία σύγχρονο και στην αναστήλωση των παλαιών στοιχείων». Ομως, υποστηρίζει με ζέση πως: «Θα ήθελα τούτη τη φορά να σκεφθούμε ένα έργο όπως εκείνα του Μεσαίωνα, ένα συλλογικό έργο. Η πλειονότητα των καθεδρικών κτίστηκε από πλήθος μαστόρων, όλοι τους ισάξιοι, από τους λαξευτές της πέτρας, τους μαρμαρογλύφους έως τους αρχιτέκτονες». Αλλοι δηλώνουν ότι θα επέλεγαν «υλικά ανθεκτικά στην πυρκαγιά, όπως σίδηρο», άλλοι ότι δεν θέλουν «ξεπατικωτούρα όσων στοιχείων κάηκαν», άλλοι πως «η εικονογραφία της Νοτρ Νταμ είναι τόσο δυνατή», που αρμόζει να αποκατασταθεί «με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πιστότητα». Η δύναμη της συλλογικής μνήμης ακυρώνει κάθε πιθανή μετατροπή ή συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο; Θα θεωρηθεί «ιστορική πλαστογράφηση» οποιαδήποτε παρέμβαση ή πρόκειται για μια αντίληψη συμβατική, φοβική και περιορισμένη; Τα μεγάλα μνημεία της ανθρωπότητας οφείλουν να αποκαθίστανται, ύστερα από μια καταστροφή, ερήμην της εποχής και της αισθητικής της;
Πώς ηχούν όλα αυτά τα ερωτήματα; Εκτός χρόνου και τόπου; Πολυτελείς θεωρητικολογίες πάνω σε ένα τοπίο καταστροφής; Ή αποτυπώνουν μια κοινωνία εκπαιδευμένη στον δημόσιο διάλογο, που ξέρει να τροφοδοτείται, να ασκείται στην αντιπαράθεση, να επιστρατεύει επιχειρήματα και όχι προσωπικές προσβολές, να προτείνει λύσεις ακόμη και ακραίες αλλά τεκμηριωμένες, να αποδέχεται την αντίθετη άποψη ως υλικό για σύνθεση και όχι ως πεδίο για την προβολή (και επιβολή) του εαυτού και μόνο; Για την πολυφωνία υπάρχουν κανόνες, που, αν δεν τηρηθούν, εκτίθεται αυτός που αδυνατεί όχι να αρθρώσει άποψη αλλά να δεχθεί τους ισότιμους όρους που υπαγορεύει η διαφωνία.
Στην Αθήνα κάθε καταστροφή μεταφράζεται σε μεγαλύτερη παρακμή. Σε βαθύτερη και πιο συμπαγή αδιαφορία. Στην ενίσχυση της εικόνας μιας απούσας συλλογικότητας. Στην απαξίωση του δημόσιου. Τα επιμέρους παραδείγματα είναι τόσα, που δεν χρειάζεται να αναζητήσουμε τις αναλογίες –που δεν υπάρχουν– με την Παναγία των Παρισίων. Η μεγάλη απώλεια συσπειρώνει, αλλά οι ενδείξεις για τη διάθεση της κοινωνίας έχουν εκδηλωθεί και στα μικρότερα, που αφορούν την καθημερινότητα μιας πόλης. Δεν χρειάζεται να τραυματιστούν μνημεία της παγκόσμιας κληρονομιάς για να αναδυθεί το προφίλ μιας πρωτεύουσας, μιας χώρας. Δεν είναι οι πύρινοι και φορτισμένοι λόγοι που εμπνέουν ούτε η συγκίνηση που κινητοποιεί. Είναι η εκπαίδευση που ενσωματώνει από το γούστο του ηγεμόνος μέχρι τη μαθησιακή διαδικασία. Η σχέση με τον πολιτισμό είναι ένα είδος γεωλογικού σχηματισμού. Κάθε εποχή εναποθέτει τα χαρακτηριστικά της σε επιστρώσεις, κάθε άτομο το λιθάρι του.