Γιώργος Σκαμπαρδώνης
Τα Νέα, 22/12/2018
Οι περισσότερες κυβερνήσεις, σε καθεστώς δημοκρατίας, ελέγχουν προς το τέλος της θητείας τους τα περισσότερα ΜΜΕ, κι όμως πέφτουν παταγωδώς. Κι αυτό γιατί οι κυβερνώντες πιστεύουν πως εκείνο που σκέφτεται ο κόσμος είναι αυτά που βλέπει στο γυαλί – ενώ η πραγματικότητα είναι πάντα εντελώς διαφορετική. Η κάθε εξουσία που αποτυγχάνει μέσα στην όντως, την πραγματική ζωή, θέλει να έχει φίλια ΜΜΕ που να της λένε πως τα πάει μια χαρά και να βαυκαλίζεται πως τα κατάφερε – ε, μετά γίνονται οι εκλογές και έρχεται ο νταμπλάς κατακέφαλα.
Να το πούμε απλά: αν δεν δουλέψει η αγορά, αν δεν κυκλοφορούν χρήματα στην πιάτσα και δεν αγοράζει ο κόσμος, αν ζορίζεται να τα βγάλει πέρα, αν δεν υπάρχουν επενδύσεις, αν βογκούν οι επιχειρήσεις, ό,τι και να λέει το γυαλί είναι εις μάτην. Φούμαρα. Και ακροβατικά να κάνουνε τα ευνοϊκά προς την εκάστοτε κυβέρνηση Μέσα, ο πολίτης που ξέρει και ζει τα ζόρια του και την ταπείνωσή του θα πάει και θα το ρίξει δαγκωτό εναντίον. Για να μην πω ότι όσο η πραγματικότητα ωραιοποιείται απ” τα φιλικά στην εξουσία ΜΜΕ τόσο ο ψηφοφόρος που πάσχει εξοργίζεται πιο πολύ, τόσο γίνεται πιο έξαλλος – διότι η ζωή δεν βιώνεται με πλασαρισμένες ιδέες και παρλαπίπες, αλλά ο καθείς ξέρει και νιώθει τον βίο και την καθημερινότητά του συγκριτικά: πώς είναι τώρα και πώς ήταν πριν. Εκτός από ορισμένους, βέβαια, που ψηφίζουν μονοκαλλιέργεια ερήμην της όποιας πραγματικότητας. Αλλά αυτοί συνήθως είναι τραβηγμένα χειρόφρενα και ενίοτε ανήκουν στα μισθολόγια της ψυχανάλυσης.
Επομένως προς τι οι βόμβες και οι απειλές κατά ΜΜΕ; Βέβαια υπάρχει και μια άλλη σχέση, η οποία συμβολοποιεί το παίγνιο. Δηλαδή, αν ένας τηλεοπτικός σταθμός ή μια εφημερίδα που αντιπολιτεύονται έχουν μεγάλη αποδοχή και επιρροή στον κόσμο, τηλεθεατές ή αναγνώστες, αυτό σημαίνει πως πολλοί, για λόγους πραγματικούς, της ζωής τους, των δυσκολιών που περνούν, ή και για άλλους, δικούς τους λόγους, τρέπονται προς αυτά τα Μέσα που αντιπροσωπεύουν την κατάσταση, την αισθητική και τις διαθέσεις τους. Δεν θα είχαν δηλαδή αποδοχή αυτά τα Μέσα αν δεν υπήρχε ο πελάτης που τον εκφράζουν. Και οι πελάτες αυξάνονται όταν αποτυγχάνει η κυβέρνηση. Και η εξουσία επειδή ποτέ δεν πιστεύει ότι είναι ανίκανη, άχρηστη, μεταθέτει το ζήτημα στα εν λόγω ΜΜΕ. Αλλού κοιτάει κι αλλού βαράει. Της κοντής κυβέρνησης τα μαλλιά τής φταίνε.
Κατά συνέπεια, οι βομβιστές, είτε είναι παρακρατικοί, είτε συνοδοιπόροι, είτε ευγενούς αυταπάτης, είτε οτιδήποτε, όταν χτυπούν ένα Μέσο, κάνουν ένα συμβολικό χτύπημα – κατ” ουσίαν χτυπούν τον κόσμο που το παρακολουθεί, αυτού θέλουν να χειραγωγήσουν βίαια το μυαλό, αυτόν, υποτίθεται, να τρομοκρατήσουν ή πιστεύουν πως αν λείψει το Μέσο, θα αλλάξει άποψη και ο θεατής. Τόσο κορόιδα είναι. Περιφρονούν δηλαδή βαθύτατα τον κόσμο, τον λαό που επικαλούνται, πιστεύοντας πως είναι ζαγάρι το οποίο μπορούν οι ίδιοι να βγάλουν για βοσκή, να του αλλάξουν τα μυαλά με ολίγον σανό και να το κατευθύνουν στη δική τους στρούγκα με το ζόρι. Μιλάμε, δηλαδή, για άποψη δημοκρατίας σε βαθμό κακουργήματος.
Στο μεταξύ, το πιο νόστιμο είναι πως σύμφωνα με όσα προκύπτουν απ” την πλούσια ιστορική εμπειρία, από δεκάδες βιβλία, μελέτες, εγχειρίδια και ομολογίες δραστών, πάντα τέτοιες τρομοκρατικές ενέργειες καταλήγουν σε ιδεολογικά μπούμερανγκ – το είχε πει καταρχήν ο Αρης, όταν έμαθε τη δολοφονία του Ψαρρού από ομοϊδεάτη του: «Αντε, τώρα, ραντεβού στα γουναράδικα». Θα μας πάνε για γδάρσιμο, δηλαδή. Στο ίδιο κατέληξαν και οι γνωστές οργανώσεις εν Ελλάδι, και οι Ερυθρές Ταξιαρχίες με τη δολοφονία Μόρο, και ο Κόκκινος Στρατός (RAF) στη Γερμανία και παντού: στα γουναράδικα. Η κοινωνία δεν ριζοσπαστικοποιήθηκε ποτέ έτσι, απεναντίας: έγινε πιο κλειστή, πιο συντηρητική, πιο αυστηρή. Το κράτος πολύ πιο ανελέητο. Η νομοθεσία εξοντωτική. Και τα γουναράδικα αύξησαν την ποικιλία τους σε γουναρικά. Και είναι κρίμα που αναλώνομαι να θυμίσω πάλι τέτοιες κοινοτοπίες και πεθαμένα λικέρ. Βαριέται κανείς και να τα σκέφτεται. Τόσα χρόνια τα ίδια και τα ίδια. Η σχετική πολιτική επαναστατική συλλογιστική ήδη αποδείχθηκε πολλαπλώς νεαντερτάλεια – πέραν του ότι όταν ανακάλυψαν το πρώτο κρησφύγετο του δήθεν φοβερού Μπάαντερ, βρήκαν μέσα ότι ο ηγέτης διάβαζε μόνο Μίκι Μάους.
Πολιτικές απόψεις εφηβικής νοημοσύνης. Αποδεδειγμένα αυτοκτονικές. Και το θέμα είναι πως όταν επιτίθεσαι σε έναν τηλεοπτικό σταθμό, αν αφαιρέσεις τις ζημιές στα ντουβάρια, τελικώς μόνο διαφήμιση του κάνεις. Τον ενισχύεις θυματοποιώντας τον, κάνεις πιο φανατικούς τους τηλεθεατές του και βέβαια τους αυξάνεις. Τους σπρώχνεις προς αυτόν. Μπορεί κάποιοι λίγοι, μοχθηροί, δαγκωμένοι, να χαρούν επ” ολίγον, να βαυκαλιστούν από χαιρεκακία, αλλά μετράει το τελικό πολιτικό αποτέλεσμα – συν το ότι οι εκάστοτε δράστες οφείλουν να ετοιμάζονται για διά βίου κυνηγητό (μπήκαν και οι ΗΠΑ στο παιχνίδι;) πιθανή εκδορά (τα γουναράδικα δουλεύουν all day) και θα ζούνε τα επόμενα χρόνια με αυτόν τον φόβο. Νύχτα και μέρα. Περιμένοντας το σπάσιμο της πόρτας κάποια μεσάνυχτα, την προδοσία, το κάρφωμα ή τη σύλληψη στον δρόμο, άσχετα αν έχουν φορέσει ξανθιά περούκα α λα Ξηρό. Αρα, ποιο το κέρδος; Τίποτα. Χωρίς σεξ, κέρατα.
Επιπλέον, ενδέχεται να χειραγωγούνται και δεν το ξέρουν – κάτι όχι ασυνήθιστο. Συνέβη με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες και τον Μορέτι. Και όχι μόνον. Πάντα, λίγο – πολύ, συμβαίνει. Τουλάχιστον συνήθως. Πάντως ο καπιταλισμός δεν έπεσε, και ούτε φαίνεται να ξεκουνιέται τα επόμενα πεντακόσια χρόνια. Ο δε Πετσίτης δεν ξεχάστηκε διά του ενδεχόμενου αποπροσανατολισμού. Ο Sky θα συνεχίσει ανανεωμένος. Κι ο Καρανίκας δεν θα πάψει να αμείβεται, ούτε ο Φούφουτος. Στο χρονοντούπαλο (κατά Τσακαλώτο) της υστερίας θα μπαινοβγαίνουν πουκάμισα αδειανά και οι σκελετοί θα κροταλίζουν μάταια και για πάντα.