Παντελής Μπουκάλας
Η Καθημερινή, 09/10/2018
Ο νεότευκτος τόμος με τα «Μείζονα ποιητικά» του εκ Κυπαρισσίας Μιχάλη Κατσαρού και περί τα εκατό ανέκδοτα ή αθησαύριστα ποιήματά του, που κυκλοφορεί στις εκδόσεις «Τόπος», με προλογικό σημείωμα του Αρη Μαραγκόπουλου και επίμετρο του Στάθη Κατσαρού, μπορεί να διαβαστεί και σαν ένας χάρτης πνευματικής και πολιτικής μοναξιάς. Οχι επιλεγμένης και αποφασισμένης, από αριστοκρατισμό λ.χ. ή αγοραφοβία, αλλά καταναγκαστικής, άλλοθεν επιβεβλημένης. Δεν πρόκειται για κάποια ναρκισσιστική μοναχικότητα, αλλά για την απομόνωση του ποιητή από τους ιδεολογικά «δικούς του». Το τραύμα που προκάλεσε μετουσιώθηκε στο μοτίβο τού ποιητή που πορεύεται μόνος, ένα από τα ισχυρότερα στην ποίηση του Κατσαρού. Ισόβιο το μοτίβο αυτό, δεν χαλαρώνει με τον καιρό αλλά αποδίδεται με όλο και πιο πικρές λέξεις. Το μαρτυρούν στίχοι από συλλογές μεταγενέστερες του εμβληματικού έργου του «Κατά Σαδδουκαίων» (1949) και του «Οροπέδιου» (1957).
Σ’ αυτές τις νέες συλλογές, που εκδόθηκαν στα μεταπολιτευτικά χρόνια, η γλώσσα του ποιητή τσακίζεται όλο και βαθύτερα, θαρρείς και δοκιμάζει να φτάσει στους πυρηνικούς φθόγγους, παρακάμπτοντας ή και περιφρονώντας τους νόμους της γραμματικής και της σύνταξης. «Μόνος ευρέθηκα στο νέο ακρογιάλι. […] Το αρχικό χάθηκε που είχα / να γράψω» λέει στο «Αλφαβητάριον» (1978). Κι αυτός ο στίχος έρχεται σαν οδυνηρή προέκταση του ομόθεμού του που είχε καταβληθεί τριάντα χρόνια πριν, στη συλλογή «Μεσολόγγι»: «Σε τούτο το ακρογιάλι δεν ήρθα να πεθάνω». «Περπάτησα μόνος» ομολογεί και στα «Ονόματα», το 1980. Και το 1982, στα «4 Μαζινό»: «Και τώρα να θρηνώ την πόλιν. / Μόνος χωρίς έναν ιστό το λάβαρον να στήσω».
Ο Κατσαρός βιώνει οδυνηρά την αποξένωση, την αποπομπή του μάλλον, από τον οικείο του πολιτικό και λογοτεχνικό χώρο, από μιαν Αριστερά που την πνίγει ο δογματισμός και η επιθετική αντιμετώπιση -με όρους σχεδόν θρησκευτικούς- της αμφισβήτησης. Και το λέει. Καθαρά και ξάστερα: «Μη με κοιτάτε παράξενα. / Κανένας δεν με γνωρίζει;» Στο «Κατά Σαδδουκαίων» ο ποιητής δοκιμάζει να ξορκίσει την απόγνωση με την τριπλή, τελετουργική επανάληψη της κρίσιμης λέξης: «Μόνος μόνος μόνος / απ’ την αρχή μέχρι το τέλος του κόσμου». Αλλά το ξόρκι δεν έπιασε.
Αυτό που βάρυνε καθοριστικά ήταν ότι ο Κατσαρός εκδιώχθηκε από την πόλη όχι μόνο επειδή ήταν ποιητής, όπως θα το ήθελε ίσως ο Πλάτων, αλλά και επειδή ήταν πολίτης, και σαν πολίτης-ποιητής στάθηκε όρθιος απέναντι στην πνιγηρή κομματική «ορθοδοξία», απαιτώντας κάτι πολύ περισσότερο από την «ανάπηρη ελευθερία». Ετσι εξηγείται η δεκαεπταετής σιωπή του μετά το «Οροπέδιο», έως το 1973, οπότε επανήλθε στη γραφή. Οχι όμως με ποιήματα αλλά με τη φιλοσοφική μπροσούρα «Πας, Λακίς, Μichelet» και με το «Χρονικόν Μορέως μετά Τσοτερπίου χωρίου Λιβεριανού», μια ευκαιρία για να πει, μέσα στη χούντα, ότι «το λάβαρον παραμένει πορφυρούν και μαύρον».
Τα δεκάδες ποιήματα που άντλησαν από το μισοκατεστραμμένο αρχείο του Μιχάλη Κατσαρού ο γιος του ο Στάθης και ο Αρης Μαραγκόπουλος, και τα οποία αποτελούν το Μέρος Β΄ της έκδοσης «Μείζονα ποιητικά», με τον υπότιτλο «Ανέκδοτα / Αδημοσίευτα / Αθησαύριστα», φωτίζουν πλήρως την πνευματική και πολιτική περιπέτεια του ποιητή και πλουτίζουν το υπάρχον κειμενικό σώμα. Χρονολογούνται άλλωστε στην περίοδο της ακμής, των τριών μειζόνων έργων. Εκτός των άλλων, μας επιτρέπουν να διαπιστώσουμε την επιμονή ορισμένων μοτίβων, λ.χ. του εμβληματικού πλέον μοτίβου της ξηρασίας. Το συναντάμε στην «Απολογία», που πρωτοδημοσιεύεται τώρα: «Δεν έχω πια την όρεξη για μιαν επιστροφή. / Τα πάντα πάσχουν από ξηρασία». Απαντά όμως και αρκετά νωρίτερα, το 1943, στο ποίημα «Καινούργια γέννα», επίσης ανέκδοτο μέχρι σήμερα, που ο τίτλος του δανείζεται δύο λέξεις του Κωστή Παλαμά, από τους πασίγνωστους μελαγχολικούς στίχους του Μεσολογγίτη που χρησιμοποιούνται εδώ σαν μότο: «…για την καινούργια γέννα / π’ όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για να ’ρθει / κι όλο συντρίμμια χάνεται στο γύρισμα των κύκλων…» Μελαγχολικός και ο Κατσαρός, παρότι μετέχει με πάθος στην Αντίσταση, διαπιστώνει και ρωτάει: «Είμαστε τόσο απαίσια νέοι / οι ρίζες μας δε βρίσκουν νερό / τα χέρια μας γίνηκαν υποψίες / γιατί μάς προσφέρετε τούτη τη μουχλιασμένη άνοιξη;»
Τα νεοεκδιδόμενα ποιήματα δεν πρέπει να εκληφθούν απλώς ως εξηγητικά ή συμπληρωματικά των ήδη δημοσιευμένων. Θα ήταν κρίμα κι άδικο. Η αξία των περισσότερων είναι αυτοτελής, δεν προκύπτει από τη συνάρτησή τους με το γνωστό κόρπους. Μας προσφέρουν καθαρή τη φωνή του ποιητή σε όλες τις εκδοχές της: σαρκαστική ή λυρικότατα ερωτική, εξωστρεφώς πολεμική ή ενδοστρεφώς καρυωτακική, πικρόχολη ή πικραμένη, όπως στην άρτια συλλογή «Το πνιγμένο στάρι», που γράφτηκε από τον Ιανουάριο έως τον Απρίλιο του 1948. Υπάρχουν στίχοι εδώ τόσο ευθύβολοι που ξεπερνούν σε δηλωτική ισχύ σελίδες και σελίδες ιστοριογραφίας για τον εμφύλιο: «Η πατρίς. / Χα χα. Ευθύνες. / Η πατρίς τιμώσα… / Ευθύνες. Ευθύνες και στυπόχαρτα. // “Σήμερα εκτελεστήκαν είκοσι επτά”». Και: «Νύχτες ολόκληρες κοιμήθηκα πάνω σε κόλλυβα». Αρκούν έξι λέξεις για να ειπωθεί το μέγα εμφύλιο δράμα. Οτιδήποτε άλλο περιττεύει.
Και μόνο η συλλογή αυτή των ένδεκα ποιημάτων αν δημοσιευόταν τώρα, μαζί με την «Απολογία» και το ποίημα «Τους στίχους μας» της συλλογής «Δε θα ’ρθεί», θα δικαιωνόταν απολύτως η απόφαση να εκδοθούν τα άγνωστα ποιήματα. Το ποίημα «Τους στίχους μας» εξεικονίζει με γνωστικό σαρκασμό και χωρίς καταγγελτικές ευκολίες τον κόσμο μιας Αριστεράς αφόρητα ζντανοφικής, που αξιώνει από την ποίηση υμνωδίες, κολακεία και συναξάρια, όχι λόγο ειλικρινή, ευθύ, κριτικό. Το παραθέτω:
«Τους στίχους μας -απ’ την αντίθετη μεριά / τους είχαν απορρίψει- / γιατί χωρίς κανέναν ύμνο προχωρούσανε δίπλα στους άρχοντες. // “Δεν πρέπει / σ’ αυτή μας τη μεγάλη εποχή / που πέφτουν τόσοι ήρωες για την ελευθερία / εσείς να περιπαίζετε…” // Φαίνεται – / Τούτοι δεν κατάλαβαν όλους μας τους υπαινιγμούς / τον Δον Κιχώτη φέρ’ ειπείν / κι αυτόν τον Καρυωτάκη – / απλώς τους λέγαν άρρωστους / γιατί δεν ημπορούσαν / μ’ αυτούς να συμφιλιωθούν. // Οταν υμνούσαμε τους προεστούς/ μ’ ωραία λόγια μάς κολακεύανε / κι απάγγελλαν τους στίχους μας με έμφαση και μουσικές / και τις δημόσιες συγκεντρώσεις. // Τώρα που γίνανε τα χάσματα καταφανή / ζητάνε επιμόνως να στεριώσουμε / με ποίηση την αναπόφευκτή τους πτώση».
Τα χάσματα αυτά απείλησαν να καταπιούν τον Κατσαρό, να εκτοπίσουν τη φωνή του στην περιοχή της άνευ ουσιώδους νοήματος παραδοξολογίας. Δεν τα κατάφεραν. Η ποίησή του, σε όλη τη διαδρομή της, που κάθε άλλο παρά ευθεία και ανεμπόδιστη υπήρξε, παραμένει σημείο αναφοράς. Με τους όρους της καθαυτό λογοτεχνίας αλλά και της πολιτικής. Στον ίδιο τον ποιητή δεν δώρισε ούτε καν τη μικρή παραμυθία που μνημονεύει ο Καβάφης στο «Επέστρεφε». Εμεινε έτσι ολάκερη η παρηγορία σαν δώρο προς τους αναγνώστες του.