Παντελής Μπουκάλας
Η Καθημερινή, 02/12/2018
Μάιος του 1972. Η Ελλάδα στη βαριά σκιά της διδακτορίας, που ακόμα και σήμερα κάποιοι τάχα νηφάλια παραφιλοσοφούντες βρίσκουν άψογα τα οικονομικά της και μέτρια τη βία της, ξεπερνώντας σε ψευδολογία τους ίδιους τους χουνταίους και τους φιλοχουντικούς ακολούθους τους. Στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Αντί», που κυκλοφόρησε με εκδότη-διευθυντή τον καθαρό από καταδίκες Χρήστο Παπουτσάκη και κρυφή ψυχή του τον σταμπαρισμένο Αντώνη Καρκαγιάννη –και το οποίο έμελλε να είναι και το μοναδικό, αφού ο Παπουτσάκης συνελήφθη και βασανίστηκε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ–, ο Γιάννης Θεοδωράκης δημοσιεύει ένα τρισέλιδο πυκνογραμμένο κείμενο, με εφταράκια γράμματα το πολύ. Τίτλος του: «Η επιστροφή του ποιητή». Υπότιτλος: «Ο Μιχάλης Κατσαρός ξαναβρίσκεται ανάμεσά μας». Αφορμή είχε σταθεί η επανέκδοση του εμβληματικού «Κατά Σαδδουκαίων» από τις εκδόσεις «Κείμενα» του Φίλιππου Βλάχου, το 1971, αλλά και η αναζήτηση του Κατσαρού από Έλληνες φοιτητές του εξωτερικού. Πρόκειται, λέει ο Θεοδωράκης, «για φοιτητές που ακολουθούν τα διάφορα ρεύματα της Νέας Αριστεράς» και οι οποίοι «από το 1970 δημοσιεύουν στα έντυπά τους παλιά ποιήματά του. Ενα απ’ αυτά τα έντυπα τον ανακήρυξε “μεγάλο προφήτη”. Οπωσδήποτε, ήταν απολύτως σαφής ο ποιητής όταν πριν από είκοσι χρόνια μάς προειδοποιούσε: “Πάρτε μαζί σας νερό – το μέλλον έχει πολλή ξηρασία”».
Τωρινή αφορμή η κυκλοφορία στις εκδόσεις «Τόπος» του τόμου «Μείζονα ποιητικά», με επιμέλεια του Αρη Μαραγκόπουλου. Στο Α΄ Μέρος περιέχονται οι συλλογές του Κατσαρού «Μεσολόγγι», «Κατά Σαδδουκαίων» και «Οροπέδιο», και στο Β΄, με τον τίτλο «Ανέκδοτα / Αδημοσίευτα / Αθησαύριστα», περί τα εκατό άγνωστα ποιήματά του.
«Συμβαίνει κάτι παράδοξο με τον Μιχάλη Κατσαρό» έγραφα στην «Καθημερινή» στις 15.5.1991, με τοτινή αφορμή την έκδοση του μυθιστορήματός του «Οι συλλέκται της Μονόχρα»: «Είναι πασίγνωστος και κατ’ ουσίαν άγνωστος μέσα στη δόξα του. Ως και το έτος της γέννησής του στην Κυπαρισσία αλλάζει κατά εγκυκλοπαίδεια ή ανθολογία: Το 1919; Το 1921; Το 1923;». Τώρα, με το βιογραφικό που υπογράφει ο γιος του ο Στάθης στα «Μείζονα ποιητικά», σιγουρευόμαστε ότι γεννήθηκε το 1920. Από το ίδιο βιογραφικό μαθαίνουμε το εξής χαρακτηριστικό: «Ισως το πιο σουρεαλιστικό που του συνέβη ήταν που κάποια στιγμή ο παλιός του φίλος Μίκης Θεοδωράκης βρέθηκε στην κυβέρνηση [του Κων. Μητσοτάκη, το 1990] και ο Μιχάλης Κατσαρός διορίστηκε διευθυντής υπουργείου. Κάθισε στο γραφείο του τρεις μέρες. Μετά δήλωσε στον υπουργοποιημένο μουσουργό: “Μίκη μου, βαριέμαι, δεν έχω να κάνω τίποτε εδώ, θα φύγω”». Και οι τρεις μέρες πολλές ήταν.
«Ο Μιχάλης Κατσαρός», συνέχιζα τότε και το υποστηρίζω και σήμερα, μια εικοσαετία ακριβώς μετά τον θάνατό του, «λατρεύεται και συνάμα αγνοείται. Δίδαξε –ήθος, αίρεση, αντίσταση, με λόγο και πράξη– μα δεν διδάσκεται στα σχολεία. Εποίησε έγκαιρα, άρτια και πρωτοπόρα, μα η κριτική στάθηκε φειδωλή μαζί του, αν όχι τσιγκούνα. Λιγοστές οι αποτιμήσεις του έργου του, καταπιάνονται κυρίως με τις ιδεολογικές και πολιτικές διαστάσεις του, τις μετατρέψιμες ενίοτε και σε συνθήματα. Κι έλαβε έτσι ο καιρός, και ο Κατσαρός, την εκδίκησή του· και το “Αντισταθείτε” έγινε πρωτοσέλιδη ιαχή στα έντυπα του κομματικού χώρου κατά του οποίου έβαλλε το ποίημα “Η διαθήκη μου” όταν γράφτηκε, εξ ου και λογοκρίθηκε στον “Δημοκρατικό Τύπο” του 1950 από τους “σφετεριστές που καταπάτησαν τα χωράφια”. Ενα σημείο στον κύκλο των χαμένων ποιητών ο Κατσαρός; Ενδεχομένως. Το βέβαιο είναι ότι δεν έχει γράψει μόνο το “Κατά Σαδδουκαίων”, στο οποίο εξαντλούνται συνήθως οι αναφορές. Και η ποίησή του, ανθεκτικής δραστικότητας, δεν συμποσούται στους καταλυτικούς και προφητικούς στίχους του που απέκτησαν ήδη αξία γνωμικού. Πριν τεχθούν οι “Σαδδουκαίοι”, ο Κατσαρός είχε υπάρξει με το “Μεσολόγγι”, που εκδόθηκε το 1949. Σ’ εκείνους τους πρώτους στίχους του, γραμμένους το ’47 στην πόλη-σύμβολο του Μεσολογγίου, με καυτό το χνότο του Εμφυλίου, η μνήμη του δημοτικού τραγουδιού είναι ισχυρότατη και έλκει τις λέξεις του ποιητή προς τους παλαιούς, δουλεμένους ρυθμούς. Αυτή η μνήμη, έστω και εξασθενημένη, τον παρηγορεί διά βίου: αρκετές φορές στα ποιήματά του παρενθέτει ατόφιους ή παραλλαγμένους δημοτικούς στίχους.
«Ισχυρός είναι επίσης ο ίσκιος του Σολωμού, που δεν έπαψε να επισκέπτεται τον Κατσαρό, πότε επίφοβος και πότε τρυφερός, συντροφευμένος στα στερνά και από τη σκιά του Καβάφη. Μονάχα ο Μαγιακόφσκι πρέπει να στάθηκε διεισδυτικότερος και διαρκέστερος “πρόδρομος” του ποιητή. Από αυτόν πιθανώς κληρονομεί το διογκωμένο εγώ, πάντοτε επιβλητικό, όταν ο λογοτέχνης ποιεί κόσμον ή ουτοπία. Τέσσερα χρόνια μετά, το 1953, ο Κατσαρός εξαπολύει το “Κατά Σαδδουκαίων”, το γενέθλιο ποίημα μιας Νέας Αριστεράς που, δεκαετίες αργότερα, παραμένει εκκρεμές. Απέναντί του οι Σαδδουκαίοι, οι σκουριασμένοι τυπολάτρες. Κι αυτός, διαρκώς φιλύποπτος, ένας “σκοτεινός συνωμότης” (“με τα κουρέλια μου / όπως με γέννησε η Γαλλική Επανάσταση / όπως με γέννησε η μάνα μου Ισπανία”), καταγγέλλει τις “πέτρινες εντολές που περιφέρονται σε λιτανεία”, “υποκρίνεται τον άθεο”, και αναγγέλλει τον “επερχόμενο μεσαίωνα”».
Στο εναρκτήριο «Μεσολόγγι» ο Κατσαρός αποποιείται το πρώτο ενικό πρόσωπο για να στεγαστεί στο «εμείς» και να δηλώσει ότι «με το πλήθος γίνεται σαν ένα σώμα». Στο «Κατά Σαδδουκαίων» όμως «εισβάλλει το κριτικό στοιχείο» (όπως σημείωνε ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος στην «Επιθεώρηση Τέχνης», Μάιο του 1964) και οι σχέσεις του ποιητή με το «έντρομο», «αδιάφορο», «απαίσιο» πλήθος διαταράσσονται. Τώρα ο ποιητής δεν «χύνεται μέσα σε χίλιες μορφές», όπως το 1949, αλλά «χάνεται μέσα του / μόνος του». Παραλλαγές του στίχου αυτού, με το ρήμα «χάνομαι» νοηματικό άξονα, συναντάμε στην αυτόνομη συλλογή «Ποιήματα και Απολογία», συγκαιρινή των μειζόνων έργων του, που δημοσιεύεται τώρα για πρώτη φορά. Κατ’ αρχάς στο ποίημα «Θάνατος του Ανθυπολοχαγού Ερικ Σούμχερ»: «ο ίδιος χάνουμαι μέσα στο πλήθος». Επειτα στο ποίημα «Μαύρο μέσα στο μαύρο»: «χαμένος μέσα στο πλήθος και ήσυχος – αναλίσκομαι». Τέλος, στη συγκλονιστική «Απολογία»:
«Ολοι με τη σειρά να πέφτουνε και να ’μαι μόνος».
Δεν πρόκειται για ναρκισσιστικό λογοτεχνικό επινόημα, αλλά για το βαθύ αποτύπωμα που άφησε στην ψυχή του ποιητή η βία που εισέπραξε. «Οι κομματικοί μηχανισμοί αντέδρασαν διασύροντας και απομονώνοντας τον ποιητή», γράφει ο Στάθης Κατσαρός, ιστορώντας όσα συνέβησαν μετά την έκδοση του ενοχλητικού «Κατά Σαδδουκαίων». «Στα καφενεία των λογοτεχνών, στις παρέες, στα έντυπα, παντού, ο Μιχάλης Κατσαρός συναντούσε γυρισμένες πλάτες και μια ενορχηστρωμένη συνωμοσία σιωπής. Το βιβλίο θάφτηκε για δύο δεκαετίες». Κάτι ανάλογο υπέστη ένας άλλος αιρετικός της Αριστεράς, ο Αρης Αλεξάνδρου, στην εξορία μάλιστα αυτός. Πόσο ν’ αντέξει ένας άνθρωπος, κι ο πιο δυνατός;