Νίκος Κωνσταντάρας
Η Καθημερινή, 02/12/2018
Με τα πολιτικά πάθη να κορυφώνονται και τις αντιπαραθέσεις μεταξύ πολιτικών και πολιτών να εντείνονται, διαφαίνεται ολοένα περισσότερο ο κίνδυνος η κοινωνία να διχαστεί σε σημείο που θα δώσει νέα ώθηση στην Ακροδεξιά. Έως προσφάτως αυτή η πρόβλεψη, που είχε γίνει στην αρχή της κρίσης, δεν επιβεβαιωνόταν ούτε από εκλογές ούτε από τις έως τώρα δημοσκοπήσεις, οι οποίες έδειχναν στασιμότητα στην απήχηση της άκρας Δεξιάς. Όμως ο κυβερνητικός πόλεμος εναντίον της δήθεν «ελίτ», ο τρόπος που ο Αλέξης Τσίπρας διαχειρίστηκε τις συνομιλίες με τα Σκόπια με στόχο να προκαλέσει ρήγμα στη Ν.Δ., η «κανονικοποίηση» της ανομίας, και η ολομέτωπη επίθεση στο πολιτικό κέντρο, ενισχύουν μόνο την άκρα Δεξιά. Επειδή ο χώρος αυτός έχει το μεγάλο «προνόμιο» το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ και το ευρύτερό του περιβάλλον δεν διαθέτουν: είναι πράγματι αντισυστημικός, δεν βρίσκεται στην εξουσία (αντιθέτως, θεωρεί εαυτόν μονίμως υπό διωγμόν), δεν συμβιβάζεται με τους δανειστές ούτε η ηγεσία του χαριεντίζεται με ξένους ηγέτες, οι απόψεις του δεν είναι οι κυρίαρχες, όπως αυτές των αριστερών και κεντρώων δυνάμεων. Η Ακρα δεξιά, όπως η άκρα Αριστερά σε χώρες όπου αυτή δεν έχει καταστεί κατεστημένο, δεν ντρέπεται γι’ αυτό που είναι: όσα εγκλήματά της και αν αποκαλυφθούν, αυτά δεν τη βαραίνουν, ενώ ό,τι βαραίνει τις άλλες πολιτικές δυνάμεις ενισχύει το δικό της αφήγημα ότι αυτή διώκεται από ένα φαύλο καθεστώς που θέλει να κρύψει τις δικές του αμαρτίες. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με άλλα λόγια, ξέχασε ότι είναι κυβέρνηση, ότι όταν ενθαρρύνει τον πόλεμο εναντίον της ελίτ, όταν χτυπά κεντρώους πολιτικούς και πρώην πρωθυπουργούς, ο ίδιος θα βρεθεί στο στόχαστρο.
Στην αρχή της κρίσης διαπιστώσαμε τον κατακερματισμό του πολιτικού κέντρου. Το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ., που έως τότε μοιράζονταν το 80% των ψήφων, είδαν τα ποσοστά τους να κατακρημνίζονται, προς όφελος των δυνάμεων της διαμαρτυρίας. Μέσα από τη συνύπαρξη στις μαζικές διαδηλώσεις των «Αγανακτισμένων», ο ΣΥΡΙΖΑ απέκτησε ένα ρεύμα και έναν όγκο που δεν διέθετε πριν και η Χ.Α. κέρδισε την ανοχή και τη νομιμοποίηση που έως τότε φαινόταν αδύνατη. Σήμερα βλέπουμε τον διχασμό των δυνάμεων της διαμαρτυρίας. Οι κινητοποιήσεις μαθητών για το Μακεδονικό δικαίως προκαλούν ανησυχία στην κοινωνία. Η κουλτούρα του παραπόνου και του τσαμπουκά που καλλιεργήθηκε στα χρόνια της μεταπολίτευσης είχε ολέθριες συνέπειες για το εκπαιδευτικό σύστημα και για την κοινωνία, συμβάλλοντας στον εξοστρακισμό των εννοιών της προσωπικής ευθύνης, της κοινωνικής συνείδησης και της πειθαρχίας. Οσο, όμως, οι διαμαρτυρόμενοι βρίσκονταν στην ίδια πλευρά, με τους υπολοίπους να αδιαφορούν, ο ακτιβισμός τους (είτε σε σχολεία και ΑΕΙ είτε σε «κινήματα») γινόταν καθεστώς και οι συνέπειες κάπως προβλέψιμες. Εάν το σημερινό κύμα εθνικιστικής διαμαρτυρίας μαθητών δεν αποδειχθεί πρόσκαιρο, τότε τα σχολεία ίσως μετατραπούν σε πεδίο σκληρών αντιπαραθέσεων, με επικίνδυνες συνέπειες για την υπόλοιπη κοινωνία. Η Αριστερά αμφισβητούσε το κρατικό μονοπώλιο στη βία, τώρα αμφισβητείται το δικό της μονοπώλιο στη διαμαρτυρία, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτες αντιπαραθέσεις. Ορθώς ο κ. Μητσοτάκης εξέφρασε την αντίθεσή του στις καταλήψεις – όλες, χωρίς να τις διαχωρίζει σε καλές και κακές.
Ο πρωθυπουργός, έχοντας αναδειχθεί μέσω τέτοιου ακτιβισμού, αδυνατεί να πράξει το ίδιο.
Όταν ο κ. Τσίπρας παρουσιάζει τη Ν.Δ. ως εκπρόσωπο κάποιας ανάλγητης ελίτ, ενισχύει τη Χρυσή Αυγή. Όταν, αντί να επιδιώξει συνεννόηση με τον Κυρ. Μητσοτάκη χρησιμοποιεί το Μακεδονικό για να διχάσει τη Ν.Δ., όταν υιοθετεί τις ύβρεις των ακροδεξιών εναντίον του Κ. Σημίτη, ενθαρρύνει την Ακροδεξιά. Την ίδια ώρα, προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση όσων βρίσκονται στο στόχαστρο, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα πλέγμα ετερόκλητων δυνάμεων. Η σύγκρουση αυτή πάλι ωφελεί τις ακραίες δυνάμεις. Ενώ η χώρα έχει απόλυτη ανάγκη τη σταθερότητα και τη συνεννόηση, αυτό υποσκάπτεται κυρίως από τους κυβερνώντες, χωρίς κανένα όφελος για τους ίδιους, με ανυπολόγιστο κόστος για την κοινωνία.