Θοδωρής Γεωργακόπουλος
Η Καθημερινή, 07/09/2018
Το προηγούμενο Σαββατοκύριακο ο φιλοκυβερνητικός Τύπος κατηγόρησε συγγενή του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι ήταν δικηγόρος καταδικασμένου που πρόσφατα αποφυλακίστηκε με σχετικό νόμο της κυβέρνησης και με πλαστές βεβαιώσεις. Στην πραγματικότητα, ο συγγενής είχε πάψει να είναι δικηγόρος του καταδικασμένου, και μάλιστα είχε καταθέσει εναντίον του στη δίκη, βοηθώντας την καταδίκη του. Η εφημερίδα πρακτικά κατηγορούσε τον συγγενή του «αντιπάλου» για συμμετοχή σε ένα σκάνδαλο το οποίο ο ίδιος ο συγγενής είχε βοηθήσει να φτάσει στη Δικαιοσύνη.
Η ουσία της συγκεκριμένης υπόθεσης όμως δεν είναι το πιο σημαντικό. Στη χώρα μας, όπως και στις περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου, μαίνεται πια ένας πόλεμος ανάμεσα στη φιλελεύθερη δημοκρατία και στους λαϊκιστές εχθρούς της. Ο πόλεμος αυτός παίρνει διάφορες μορφές, και οι εχθροί δεν είναι όλοι ίδιοι. Τις προηγούμενες δεκαετίες, κατά τον θρίαμβο της φιλελεύθερης δημοκρατίας, οι πολιτικές και ιδεολογικές διαμάχες στις περισσότερες δημοκρατικές χώρες διεξάγονταν στο επίπεδο της πολιτικής, καθώς τα εμπλεκόμενα μέρη δέχονταν ότι κάποιοι βασικοί κανόνες ισχύουν για όλους. Η πολιτική αντιπαράθεση ήταν σαν ένα παιχνίδι – σκληρό ενίοτε, ακόμα και στημένο κάποιες φορές, αλλά πάντως παιχνίδι στο οποίο οι παίκτες βασικά αποδέχονταν ότι παίζουν με κάποιους κοινούς κανόνες.
Αυτό δεν ισχύει πια και πάντως, σε παγκόσμιο επίπεδο, ο πόλεμος μαίνεται. Πέρυσι κυκλοφόρησε το «On Tyranny», ένα βιβλιαράκι του καθηγητή του Γέιλ Τίμοθι Σνάιντερ, ο οποίος δείχνει πεπεισμένος ότι ο κίνδυνος ενός νέου φασισμού είναι υπαρκτός για τις σύγχρονες κοινωνίες. Το βιβλίο αποτελείται από 20 μικρά κεφάλαια-συμβουλές για δημοκράτες πολίτες που θέλουν να αντισταθούν. «Υπερασπιστείτε τους θεσμούς», είναι ο τίτλος ενός κεφαλαίου, «Ζήστε μια πλούσια προσωπική ζωή», ενός άλλου. Το κεφάλαιο 10, που λέγεται «Πιστέψτε την αλήθεια», έχει τον εξής υπότιτλο: «Το να εγκαταλείπει κανείς τα στοιχεία και τα γεγονότα είναι σαν να εγκαταλείπει την ελευθερία. Όταν τίποτε δεν είναι αληθινό, κανείς δεν μπορεί να ασκήσει κριτική στην εξουσία, καθώς δεν υπάρχει καμία βάση πάνω στην οποία μπορεί να ασκηθεί κριτική».
Το φαινόμενο εμφανίζεται σε όλες τις χώρες με παρόμοιο τρόπο. Όταν ένας παίκτης αμφισβητεί το ίδιο το δικαίωμα κάποιου άλλου να παίζει, το παιχνίδι έχει τελειώσει. Όταν ο κάθε Τραμπ υπόσχεται προεκλογικά να βάλει φυλακή την αντίπαλό του, δεν υπάρχει πια παιχνίδι. Όταν ο κάθε Ορμπαν προσπαθεί να αλλάξει τη σύσταση του Ανωτάτου Δικαστηρίου καταργώντας τη διάκριση των εξουσιών, όταν οι Σαλβίνι, Φάρατζ, Βίλντερς και οι Λεπέν του κόσμου μοιάζουν να χρησιμοποιούν τα γραπτά του Βίκτορ Κλέμπερερ ως εγχειρίδιο, το παιχνίδι έχει τελειώσει.
Όταν από τη μια έχεις εκπροσώπους (καλούς, κακούς, οτιδήποτε) μιας κάποιας δημοκρατικής κανονικότητας και από την άλλη λαϊκιστές, δεν υπάρχει πεδίο μάχης. Όταν οι δεύτεροι εξαπολύουν κατασκευασμένες κατηγορίες, προπαγάνδα, ψέματα και λάσπη, ακόμα κι αν οι επιθέσεις τους απαντηθούν ακαριαία, ακόμα κι αν στερούνται οποιασδήποτε σοβαρότητας, οι λαϊκιστές κερδίζουν. Γιατί με κάθε fake news κατηγορία, με κάθε φτυαριά λάσπης, η εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων στο πολιτικό σύστημα, στα ΜΜΕ, στην ίδια την έννοια της αλήθειας, φθείρεται. Και οι λαϊκιστές αυτό αποζητούν: την κατάρρευση της εμπιστοσύνης στη φιλελεύθερη δημοκρατία, ως προαπαιτούμενο για την κατάρρευση της φιλελεύθερης δημοκρατίας εν γένει.
Το 10ο κεφάλαιο του βιβλίου του Τίμοθι Σνάιντερ τελειώνει με την εξής φράση: «Η μετα-αλήθεια είναι προ-φασισμός».