Δημήτρης K. Ψυχογιός
Τα Νέα, 23/07/2018
Ο Σταύρος Τσακυράκης πίστευε, ήλπιζε, αγαπούσε, διαλεγόταν.
Πίστευε βαθιά στην ελευθερία, στα πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα, στη δημοκρατία που μόνο αυτή μπορεί να τα εξασφαλίσει. Στην αυταξία της ανθρώπινης ιδιότητας, στην αξιοπρέπεια που δικαιούται κάθε πρόσωπο, στο πολιτικό, ηθικό, υλικό «ευ ζην» που πρέπει να εξασφαλίζει κάθε κοινωνία στα μέλη της. Ήταν γλυκύτατος αλλά έβγαζε αγκάθια για όσους καταπατούσαν ή περιφρονούσαν τα πιστεύω του.
Αγαπούσε το πανεπιστήμιο, τους φοιτητές του, τη νομική επιστήμη, την πατρίδα του τον Μόλυβο, τα παιδιά όλου του κόσμου. Και φυσικά την Πόπη του, τον Κλεάνθη, την κυρία Ηρώ. Ήταν γενναιόδωρος στις αγαπητικές του σχέσεις και για τούτο έβρισκε πάντα ανταπόδοση. Ηταν της περιπατητικής και προφορικής σχολής, συζητητής που αγαπούσε να επιχειρηματολογεί και ήξερε να ακούει και να αποδέχεται επιχειρήματα. Μου φαίνεται τίποτα δεν απολάμβανε περισσότερο από την καλή συζήτηση – και μια από τις καλύτερές του ήταν αυτή με τον Απόστολο Δοξιάδη που καταγράφηκε στο τελευταίο βιβλίο του: «Από πού κι ως πού όλοι οι αγώνες είναι δίκαιοι;».
Ηλπιζε πως τα πράγματα μπορούσαν να γίνουν καλύτερα μέσα από την πολιτική δράση, πως μπορούσε να υπηρετήσει μέσω της στράτευσης αυτά που πίστευε και να απολαύσει αυτά που αγαπούσε. Για τούτο αγωνίστηκε κατά της χούντας μέσα από τις γραμμές του Ρήγα Φεραίου και πλήρωσε βαρύ τίμημα· εντάχθηκε μετά στο ΚΚΕ εσωτερικού, υπήρξε θερμός υποστηρικτής του εκσυγχρονιστικού προγράμματος του Κώστα Σημίτη. Πρωτοστάτησε στη δημιουργία του Ποταμιού αλλά αποχώρησε και από τους πρώτους. Δεν ήταν φτιαγμένος για παιχνίδια εξουσίας, είναι ξένη προς τη φύση του σωκρατικού συζητητή η άσκηση εξουσίας. Ανήκε σε εκείνη την παλιά ρομαντική γενιά που εντάχθηκε στην Αριστερά για να υπηρετήσει τις ιδέες της, όχι για να αποκτήσει τα προνόμια του κομματικού στελέχους και του επαγγελματία πολιτικού.
Με τη βοήθεια του Νώντα Σαμαντά και της ομάδας του στους «Αγιους Ανάργυρους», ο Σταύρος πάλεψε τρία χρόνια τον καρκίνο. Εξάντλησε κάθε ψήγμα «προσδόκιμου χρόνου ζωής», προσφέροντάς τα σε αυτούς και αυτά που αγαπούσε. Έφυγε, αφού πρόλαβε την άνοιξη να δώσει και το τελευταίο απολαυστικό συζητητικό μάθημά του στο πανεπιστήμιο, αφού πρόλαβε να επιστρέψει στον Μόλυβο για να ενωθεί με το τοπίο των παιδικών του χρόνων. Θα τον θυμόμαστε και θα τον τιμάμε, τιμώντας αυτά που πίστευε, που αγάπησε, που ήλπιζε να γίνουν.