Χρήστος Χωμενίδης
Τα Νέα 04/08/2018
«Για ποιο ηρωικό φρόνημα μου μιλάτε; Αυτοί είχαν διαρκώς τον νου τους στο φαΐ και στο πιοτό!». Έτσι κατακεραύνωσε ένας γερμανός φιλόλογος του περασμένου αιώνα τα έπη του Ομήρου. Και προκειμένου να αποδείξει τον ισχυρισμό του, μέτρησε τα τσιμπούσια που παρατίθενται στην «Ιλιάδα» και στην «Οδύσσεια». Τις εκατόμβες των βοδιών που θυσιάζονται με κάθε ευκαιρία για να εισπνεύσουν οι θεοί την τσίκνα και να χιμήξουν οι θνητοί στο ψαχνό, να ξεκοκαλίσουν τα μπριζολίκια, να λιώσει μες στο στόμα τους η τραγανή πέτσα και να ξεπλύνουν έπειτα τον ουρανίσκο τους με άφθονο δροσερό κρασί.
«Το ίδιο το θέμα της «Ιλιάδας»», θα μπορούσε να προσθέσει ο φιλόλογος, «όπως ορίζεται από τον ποιητή στους πρώτους στίχους είναι μήπως η υπεράσπιση της πατρίδας; Η θυσία για τα ανώτερα ιδανικά; Κάθε άλλο. Ο γκομενοκαβγάς είναι του Αχιλλέα με τον Αγαμέμνονα για τη Βρισηίδα» – τη ροδόσταχτη Βρισούλα, όπως τη λέει στη μετάφρασή του ο Αλέξανδρος Πάλλης – «που με το έτσι θέλω την έκλεψε ο αρχιστράτηγος απ’ τον αρχιπαλικαρά! Για μια γυναίκα, την Ελένη, ξεκίνησε ο πόλεμος στην Τροία. Για μια γυναίκα κόντεψαν να αλληλοσφαχτούν οι Αχαιοί…».
Το ελληνικό εκείνο πνεύμα – το οποίο συναντάμε στον Όμηρο κι ακόμα περισσότερο στον Αρχίλοχο και σε όλους τους λυρικούς ποιητές έως την Παλατινή Ανθολογία – έχει στον πυρήνα του τη χαρά της ζωής. Τις απτές απολαύσεις που ο άνθρωπος μπορεί και πρέπει να τις κυνηγά και να τις υμνεί κατά τα λίγα χρόνια που διαρκεί το επίγειο πέρασμά του. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης μάς το λέει καθαρά: οι αρχαίοι Έλληνες δεν επένδυαν στο επέκεινα του θανάτου. Και αν ακόμα έδιναν μια πιθανότητα να μεταβαίνει κάπου άλλου η ψυχή όταν εγκαταλείπει το σαρκίο, πίστευαν ακράδαντα ότι το «βασίλειο των σκιών» αποτελεί μια χλωμή, θλιβερή αντανάκλαση του εδώ κόσμου. Ο Αχιλλέας τον επιβεβαιώνει απόλυτα. «Χίλιες φορές θα προτιμούσα», λέει στον Οδυσσέα, «να είμαι ο πιο ταλαίπωρος δούλος πάνω στη γη, παρά ο αυτοκράτορας του Άδη…».
Η άρνηση της παραπάνω αντίληψης φουντώνει με κάθε ευκαιρία.
Προχθές μόλις, κατακεραύνωσαν πολλοί και διάφοροι τους παραθεριστές που επέστρεψαν στο Κόκκινο Λιμανάκι για να επαναλάβουν τις βουτιές τους, να στρώσουν τις πετσέτες τους έστω πάνω στη στάχτη. «Δεν έχει κλείσει μία εβδομάδα που εδώ οι άνθρωποι καίγονταν… Πνίγονταν… Κι εσείς, ιερόσυλοι, πιάσατε πάλι τις ρακέτες;». Θα έπρεπε – κατά τη γνώμη τους– ο χώρος να μετατραπεί σε κενοτάφιο. Ο κόσμος να μαζεύεται εκεί αποκλειστικά για να θυμηθεί τη συμφορά.
Μας θέλγει –αιώνες τώρα– το πένθος. Φρονούμε ότι μοναχά θρηνώντας, χύνοντας ποταμούς δακρύων, τιμάμε τους νεκρούς μας. Οι εθνικές μας αφηγήσεις βρίθουν από ηρωικές θυσίες – Κούγκια, Χορούς του Ζαλόγγου. Τα προσωπικά μας βιώματα –όπως αντανακλώνται στη λαϊκότερη μορφή αφήγησης, στο τραγούδι– απηχούν κατά κανόνα την απώλεια. Τον θάνατο, την ερωτική εγκατάλειψη, τον καημό της ξενιτειάς. Οι ταινίες, οι τηλεοπτικές σειρές, οι θεατρικές παραστάσεις που χειροκροτούνται, όταν δεν είναι φαρσοκωμωδίες, είναι σπαραξικάρδια δράματα. Σπανίως το κοινό αποθεώνει έναν χαρακτήρα ο οποίος – αφού πέρασε του λιναριού τα βάσανα – τελικά τα κατάφερε. Έκανε το όνειρό του πραγματικότητα. Τους ήρωές μας τους θέλουμε στο φινάλε του έργου νεκρούς. Ανεπανόρθωτα, έστω, τσαλακωμένους.
Κάποιοι αιτιώνται τον χριστιανισμό, ο οποίος πράγματι πρεσβεύει ότι η ζωή αποτελεί εν πολλοίς δοκιμασία. Πως εάν εδώ κάτω δείξουμε καλή διαγωγή, εάν διάγουμε ευσεβώς και μετρημένα, τότε –και μόνον τότε– θα μας ανοίξει ο Άγιος Πέτρος θύρα Παραδείσου. Ο ίδιος πάντως ο Ιησούς πουθενά στα Ευαγγέλια δεν φαίνεται να περιφρονεί τα εγκόσμια. Το λέει εξάλλου καθαρά: «Αφήστε τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους».
Είναι – νομίζω – κάτι άλλο, πολύ βαθύτερο. Γνωρίζοντας ο άνθρωπος το άφευκτο του θανάτου του, τη μοιραία κατάληξη όλων του των προσπαθειών πάνω στη γη, πενθεί προκαταβολικά τον εαυτό του. Βιώνει τον χαμό των άλλων σαν προαναγγελία τού δικού του χαμού. «Θα μπορούσα να βρίσκομαι –τι λέω, θα βρεθώ, αργά ή γρήγορα– στη θέση τους!» σκέφτεται και ανατριχιάζει. Ο σπουδαίος ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος το έχει κάνει γλαφυρότατα εικόνα: «…όλες μας ετούτες μας τις μούτες, τις χειρονομίες (τα σκουξίματα), σαν όλους – φευ – τους ανθρώπους γύρω μας, τις κάναμε ασάλευτοι στο χείλος της μαύρης τρούπας που έχασκε στα πόδια από την πρώτη μέρα που είδαμε το φως. Της μαύρης τρούπας – λέω – του τάφου μας…».
Υπήρξε όμως και ένας άλλος ποιητής, τον τρίτο προ Χριστού αιώνα. Ο Σείκιλος. Ο Σείκιλος μας άφησε πάνω σε μια επιτύμβια στήλη χαραγμένο το πρώτο τραγούδι στην Ιστορία, στίχοι και μουσική. Θρηνούσε την αγαπημένη του γυναίκα Ευτέρπη. Τι της έγραψε: «Όσο ζεις, φαίνου. Μηδέν όλως συ λύπου. Προς ολίγον εστί το ζην, το τέλος ο χρόνος απαιτεί».
«Όσο ζεις, να λάμπεις! Καθόλου μη λυπάσαι. Γιατί λίγο διαρκεί η ζωή, ο χρόνος απαιτεί την πληρωμή του…».
Όσο ζεις, φαίνου!
Χαρείτε τον Αύγουστο.