Παύλος Τσίμας
Τα Νέα, 28/07/2018
Σ’ ένα χωριό της Ηλείας, το Παλαιοχώρι, στις 24 Αυγούστου 2007, γύρω στις δύο το μεσημέρι, με θερμοκρασίες 40ο C, μια ηλικιωμένη γυναίκα άναψε το πετρογκάζ στην αυλή της για να βράσει κόλλυβα. Eτσι ξεκίνησε το πιο φονικό από τα μέτωπα φωτιάς που έκαψαν εκείνο το καλοκαίρι τον Nομό Ηλείας, σκότωσαν 44 ανθρώπους, κατέστρεψαν 147 χωριά και απείλησαν την Aρχαία Ολυμπία.
Αλλά αυτά τα μάθαμε αργότερα. Οι πραγματικές αιτίες και κάποιες από τις ευθύνες για την καταστροφή κατεγράφησαν σε έρευνες ειδικών, πορίσματα της Πυροσβεστικής και μια αμετάκλητη απόφαση του Αρείου Πάγου, το 2015. Στο μεταξύ, είχαμε καταναλώσει τόνους θεωριών συνωμoσίας. Είχαμε χορτάσει υπονοούμενα ή βεβαιότητες για εμπρηστές και πράκτορες σκοτεινών δυνάμεων, που έκαιγαν χωριά και ανθρώπους, μόνο και μόνο για να κάνουν κακό στην κυβέρνηση. Είχαμε απολαύσει εκείνον τον αλησμόνητο υπουργό που μονομαχούσε με τον «στρατηγό άνεμο». Είχαμε καμαρώσει τον πρωθυπουργό, που φόρεσε αεροπορικό τζάκετ μέσα στη ζέστη του κατακαλόκαιρου, για να φανεί πολεμιστής.
Και να που η Iστορία επαναλαμβάνεται, σε πολύ χειρότερη εκδοχή. Το βράδυ της περασμένης Δευτέρας, την ώρα που άνθρωποι που είχαν σωθεί από τη φωτιά πνίγονταν αβοήθητοι στη θάλασσα, εμείς ακούγαμε ξανά ασύμμετρες δηλώσεις και ευτελή υπονοούμενα για «ύποπτες» πυρκαγιές. Η επικοινωνιακή γραμμή, ευτυχώς, εγκαταλείφθηκε την επομένη. Αλλά επιστρέφει, ακαταμάχητη. Γιατί είναι γραμμένη στο βασικό εγχειρίδιο της πολιτικάντικης πολιτικής: Αν συμβεί κάτι κακό, πρέπει να φταίει κάποιος άλλος, αν κινδυνεύεις να χρεωθείς ευθύνες, βρες ή κατασκεύασε έναν εχθρό. Θα ήταν, ίσως, κατανοητή, ακόμη και ανεκτή αυτή η πυρίμαχη αυτοπροστασία, αν δεν ήταν τόσο ασύμμετρη προς το μέγεθος της καταστροφής. Αν δεν υπερέβαινε κάθε ηθικό ή αισθητικό μέτρο. Αν δεν ήταν τόσο βαρύ το πένθος. Κι αν δεν ήταν τόσο μεγάλη η ευθύνη.
Θα χρειαστεί χρόνος, μελέτη, ειδική γνώση και ψύχραιμη αποτίμηση για να μετρηθεί με ακρίβεια τι έγινε ή δεν έγινε την ώρα που χτυπούσε το κακό. Γιατί και πώς μια εξαιρετικά δύσκολη, εξαρχής, κατάσταση αφέθηκε να εξελιχθεί σε κατάσταση εκτός ελέγχου. Ή, για να απαντηθεί το ερώτημα, αν ένα κάπως ανέμελο και πολύ «πολιτικό» και «επικοινωνιακό» στυλ διακυβέρνησης χρεώνεται, ενδεχομένως, με παραλείψεις στην έγκαιρη επιχειρησιακή προετοιμασία ή τον σχολαστικό έλεγχο των υπηρεσιακών λεπτομερειών.
Αλλά υπάρχουν μερικά ερωτήματα που δεν χρειάζονται χρόνο ή απόσταση για να τεθούν. Γιατί η Πολιτική Προστασία είναι μια αμέτοχη, δευτερεύουσα γενική γραμματεία ενός υπουργείου, αντί ένα ισχυρό, ανεξάρτητο συντονιστικό κέντρο; Γιατί ο επικεφαλής της να είναι ένα πολιτικός φίλος του υπουργού, με βασικό προσόν για την επιλογή του την πολιτική του τοποθέτηση; Γιατί είναι τόσο δύσκολο, στον τομέα τουλάχιστον της διαχείρισης κρίσεων, εκεί όπου παίζονται, μέσα σε δευτερόλεπτα, ανθρώπινες ζωές, να γίνεται μια εξαίρεση στα κομματικά ήθη, να κάμπτονται οι βαθιές και πάγιες αδυναμίες της πολιτικά υποταγμένης Δημόσιας Διοίκησης; Γιατί είναι τόσο δύσκολο, τουλάχιστον στη διαχείριση κρίσεων, να κόβεται ο γόρδιος των συναρμοδιοτήτων και να υπάρχει ένα κέντρο αναφοράς, ένα κέντρο συντονισμού, ένας υπηρεσιακός, μη πολιτικός φορέας στον οποίο υποτάσσονται οι διαφορετικές υπηρεσίες και οι εγωισμοί των υπουργών, την ώρα της κρίσης; Και γιατί είναι τόσο δύσκολο, απαγορευμένο σχεδόν, μια κυβέρνηση να συνεχίζει κάτι από τις πρωτοβουλίες των προκατόχων της;
Παράδειγμα: στα χρόνια της προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων είχαν καταστρωθεί σχέδια, είχε ενσωματωθεί γνώση και εμπειρία κορυφαίων ειδικών στην πρόληψη και διαχείριση κρίσεων, είχαν γίνει προμήθειες σε μέσα και τεχνολογίες. Το αποτέλεσμα ήταν ότι στα χρόνια 2002 – 2005, ενώ είχαμε τον ίδιο αριθμό πυρκαγιών, όπως και τα προηγούμενα ή τα επόμενα χρόνια, το μέγεθος των ζημιών, σε καμένα στρέμματα δάσους, ήταν δραματικά μικρότερο. Έπειτα, οι Αγώνες πέρασαν, οι προσπάθειες χαλάρωσαν, οι διαδικασίες εγκαταλείφθηκαν σιγά σιγά, οι νέοι υπουργοί αδιαφορούσαν για την κληρονομιά του «παλαιού καθεστώτος» και διόριζαν αγροφύλακες. Κι έτσι μας προέκυψε το 2007. Αργότερα, νέες προσπάθειες αναλήφθηκαν. Το 2013 αναγγέλθηκε η προμήθεια νέων τεχνολογιών έγκαιρης διάγνωσης και διαχείρισης πυρκαγιών. Αλλά, καθώς οι κυβερνήσεις βρίσκουν, συνήθως, ευκολότερο να αντιπολιτεύονται την αντιπολίτευσή τους παρά να κυβερνούν, όλα έμειναν στη μέση, ατελή. Με πόσες ανθρώπινες ζωές μετριέται το τίμημα αυτής της ασυνέχειας;
Το πένθος για τη συμφορά στο Μάτι, οι στάχτες και το πένθος για την εκατόμβη των νεκρών έχουν ακυρώσει, απ’ ό,τι φαίνεται οριστικά, τα κάπως αμετροεπή σχέδια για αυγουστιάτικες γιορτές εξόδου από τα Μνημόνια. Μα θα ήταν ίσως μια καλή ιδέα να οργανωθεί μια μικρή, σεμνή, ουσιαστική εκδήλωση. Όχι στις 20 Αυγούστου, στο Καστελλόριζο. Μα στις 24 Αυγούστου, στη Ζαχάρω. Εκεί όπου το 2007 είδαμε καθαρά, πυρακτωμένες και φονικές, τις βαθιές, δομικές αδυναμίες της ελληνικής Δημόσιας Διοίκησης – δηλαδή της κομματικής και πολιτικής της διεύθυνσης – που έμειναν αγιάτρευτες και αναφάνηκαν ξανά, με τα ίδια και χειρότερα, πιο δραματικά και πιο φονικά αποτελέσματα, την περασμένη Δευτέρα, στην Αττική.
Θα βοηθούσε να θυμηθούμε και συμβολικά να αναγνωρίσουμε, πως οι πραγματικές αιτίες της χρεοκοπίας και της μνημονιακής δοκιμασίας μας είναι ίδιες με τις αιτίες της συμφοράς, στη Ζαχάρω ή στο Μάτι. Να αναγνωρίσουμε, δηλαδή, πως η Ελλάδα, σε διάκριση από τις άλλες χώρες των Μνημονίων, χρεοκόπησε εξαιτίας των αδυναμιών του κράτους της. Των ίδιων αδυναμιών που, πιο καθαρά εκδηλώνονται ενίοτε με αποτυχίες στη διαχείριση κρίσεων. Να το αναγνωρίσουμε, μήπως και αρχίσουμε κάπως να το αλλάζουμε.