Παύλος Τσίμας
Τα Νέα, 14/07/2018
Πότε θα γίνουν οι επόμενες εκλογές;
Το ερώτημα αυτό σπανίως διατυπώνεται σε άλλη γλώσσα πλην της ελληνικής. Ισως και της ιταλικής. Ο χρόνος των εκλογών δεν είναι θέμα συζήτησης σε άλλες Δημοκρατίες. Γίνονται πάντα στην ώρα τους και, αν προκύψουν πρόωρα, προκύπτουν από έκτακτη ανάγκη, από κοινοβουλευτική αδυναμία, όχι από σχέδιο, από επιλογή. Στην καθ’ ημάς Ανατολή, όμως, το πράγμα διαφέρει.
«Αυτό που με ξαφνιάζει μ’ εσάς» – μου έλεγε ένας ξένος συνάδελφος που προσπαθεί χρόνια τώρα να εγκλιματιστεί στις απαιτητικές ιδιαιτερότητες του ελληνικού πολιτικού βιοτόπου – «είναι που σχεδόν κάθε βράδυ έχετε τις εκλογές ως θέμα συζήτησης, είναι που κάθε μέρα προσπαθείτε να ερμηνεύσετε τους οιωνούς και να μαντέψετε τον χρόνο των επόμενων εκλογών».
Το συνηθίσαμε πια, σ’ εμάς δεν κάνει εντύπωση. Αλλά ο τρόπος που, μόλις περάσουν λίγοι μήνες από τις εκλογές, ανοίγουμε τη συζήτηση, βάζουμε στοιχήματα και ρίχνουμε τα χαρτιά για να βρούμε την ημέρα των επόμενων εκλογών, αυτή η μικρή λεπτομέρεια στα ελληνικά πολιτικά έθιμα, μαρτυρά ίσως περισσότερα απ’ όσα φαντάζεται κανείς για τον τρόπο της πολιτικής στα μέρη μας.
Επιβεβαιώνει, πρώτον, ότι οι κανόνες του παιχνιδιού δεν είναι χαραγμένοι στην πέτρα, είναι γραμμένοι στην άμμο. Τηρούνται εφόσον συμφέρει να τηρούνται. Οι εκλογές, για παράδειγμα, κατά παράδοση, γίνονται στο τέλος της τετραετίας μόνον όταν η κυβέρνηση χάσει κάθε ελπίδα να τις κερδίσει. Αλλιώς βρίσκει ένα πρόσχημα, το οποίο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποδύεται ότι βρίσκει πειστικό. Και σκηνοθετεί έναν μικρό αιφνιδιασμό για να φέρει τον χρόνο των εκλογών στο χρονικό σημείο που πιστεύει ότι την εξυπηρετεί. Και όπως με τον χρόνο των εκλογών, έτσι και με τα υπόλοιπα, ακόμη και τα πιο σημαντικά. Οι κανόνες κόβονται στα μέτρα εκείνου που έχει την εξουσία να τους εφαρμόζει. Τα αντίβαρα είναι ασθενικά, εκτός και αν είναι εξωτερικά, ευρωπαϊκά, επιβάλλονται έξωθεν.
Φανερώνει, δεύτερον, τον τρόπο που τα κόμματα αντιλαμβάνονται και οργανώνουν την εσωτερική του καθενός ζωή και τον μεταξύ τους πολιτικό ανταγωνισμό. Τα κόμματα υπάρχουν ως μηχανές εκλογικής επικράτησης και μόνον. Αρχηγός της πλειοψηφίας που δεν οργανώνει, από την πρώτη μέρα, την επανεκλογή και αρχηγός της αντιπολίτευσης που δεν σαλπίζει, από την πρώτη μέρα, εκλογές και δεν υπόσχεται εκλογικό θρίαμβο, θα δυσκολεύονταν να κρατήσουν την πειθαρχεία στο στράτευμα. Θα είχαν την τύχη εκείνων των αρχηγών των μεσαιωνικών κοντοτιέρων στην Ιταλία, που αν δεν είχαν έναν επόμενο πόλεμο να υποσχεθούν, μια πόλη που θα πολιορκηθεί και θα λαφυραγωγηθεί, το κεφάλι τους θα βρισκόταν καρφωμένο στη λόγχη κάποιου φιλόδοξου διαδόχου.
Παραφράζοντας τον Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η ελληνική κρίση, αυτή που έβραζε ήδη και εκδηλώθηκε ανοιχτά στα τέλη του 2008, δεν είναι παρά μια συνέπεια του «εκφυλισμού του κομματικού συστήματος».
«Τα σημερινά κόμματα είναι, προπάντων, μηχανές εξουσίας και πελατείας» έλεγε ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, τον Ιούλιο του 1981, σ’ εκείνη τη θρυλική συνέντευξή του στον Σκάλφαρι της «Ρεπούμπλικα». Είναι «ομοσπονδίες ρευμάτων και τάσεων, με έναν boss και διάφορους υπο-boss», που καταλαμβάνουν το κράτος και όλους τους θεσμούς του. Κι «έχουν ελάχιστη ή στρεβλή γνώση της ζωής και των προβλημάτων της κοινωνίας και των ανθρώπων, έχουν λίγες και θολές ιδέες, ιδανικά ή προγράμματα, δεν έχουν καθόλου αισθήματα και πάθος για τα κοινά. Διαχειρίζονται ετερόκλητα, αντιφατικά, κάποιες φορές και ύποπτα συμφέροντα, σίγουρα χωρίς καμία σχέση με τις ανθρώπινες απαιτήσεις και ανάγκες, ή διαστρεβλώνοντάς τες, χωρίς να επιδιώκουν το κοινό καλό».
Η ασθένεια δεν είναι νέα και δεν είναι μόνον ελληνική. Μα η Ελλάδα που χρεοκόπησε καθρεφτίζεται τέλεια σε αυτήν την περιγραφή. Και η Ελλάδα που βγαίνει, τυπικά, από την περιπέτεια της χρεοκοπίας πόσο διαφέρει; Τα κόμματα που διεκδικούν να την οδηγήσουν στην επόμενη μέρα, πόσο μακριά βρίσκονται από το πρότυπο που περιέγραφε ο Μπερλινγκουέρ;
Επιστρέφω στο αρχικό μου ερώτημα, λοιπόν: Πότε θα γίνουν οι επόμενες εκλογές;
Ακούω στελέχη της σημερινής πλειοψηφίας να υποστηρίζουν ότι η καλύτερη στιγμή για κάλπες είναι ο ερχόμενος Σεπτέμβριος ή Οκτώβριος. Ο Αλέξης Τσίπρας θα μπορεί να πει ότι εκπλήρωσε την εντολή που ζήτησε τον Σεπτέμβριο του 2015, ολοκλήρωσε την εφαρμογή του προγράμματος, έβγαλε τη χώρα από την ταπεινωτική εποχή των Μνημονίων. Θα μπορεί, επίσης, να υποσχεθεί κάτι αισιόδοξο για την επόμενη ημέρα. Αν ο χρόνος κυλήσει, το αφήγημα θα εξατμιστεί και οι αισιόδοξες υποσχέσεις θα είναι όλο και λιγότερο πειστικές. Με εκλογές το φθινόπωρο, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα αποφύγει την ήττα, θα διεκδικήσει όμως από καλύτερη θέση την επόμενη μέρα – είναι το επιχείρημα.
Πιθανόν. Το βέβαιο είναι ότι αυτό που μοιάζει πιο συμφέρον για τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι μάλλον και συμφέρον για τη χώρα συνολικά. Τελειώνοντας τυπικά το τρίτο και τελευταίο της πρόγραμμα η χώρα έχει ανάγκη να κάνει ένα καθαρό νέο ξεκίνημα. Με καθαρό και σαφή πολιτικό ορίζοντα. Ωστε να κερδίσει πειστικότερα την εμπιστοσύνη των πολιτών της. Αλλά και των συντελεστών της οικονομίας, από τον ορίζοντα της οποίας θα έχει απομακρυνθεί η πολιτική αβεβαιότητα που εμποδίζει επενδύσεις και πρωτοβουλίες. Αν, λοιπόν, οι εκλογές έρχονταν, με γενική πολιτική συμφωνία προφανώς, αυτό το φθινόπωρο, θα είχαμε μια πρώτη αισιόδοξη ένδειξη ότι τα κόμματα, αυτές οι αδυσώπητες «μηχανές εξουσίας και πελατείας», μπορεί, ύστερα από όλα αυτά, να έχουν μια θέση στην ατζέντα τους και γι’ αυτό που αποτελεί το «κοινό καλό».