Νίκος Βατόπουλος
Η Καθημερινή, 28/04/2018
Σαν ένας υπόκωφος κρότος, η έξοδος του Αγγελου Δεληβορριά ήρθε να υπενθυμίσει ορισμένες αλήθειες. Αλλά σε ποιους; Το πιθανότερο σε όσους ήδη τις γνώριζαν ή έστω σε όσους είχαν στη διάρκεια της δικής τους ζωής συναισθανθεί, αντιληφθεί και κατανοήσει (έστω εν μέρει) το μέγεθος της προσφοράς του Αγγελου Δεληβορριά. Σκέφτομαι ότι είναι άδικο, αν και απολύτως συμβατό με το παράλογο της ζωής, να φεύγει ο Αγγελος Δεληβορριάς σε μια ιστορική συγκυρία συνθλιπτικής παρακμής. Είναι, επίσης, περίπου σαφές ότι όσα πρέσβευε σε όλη τη ζωή του ο Αγγελος Δεληβορριάς βρίσκονται σε απογοητευτική αναντιστοιχία με το ευρύτερο εθνικό περιβάλλον. Η ευρυχωρία πνεύματος και ιδεών μέσα στην οποία μπορούσαν να αναπαραχθούν τα πνευματικά δίκτυα που γέννησε το Μουσείο Μπενάκη επί σειρά δεκαετιών, αποτελεί σήμερα μια παραδοξότητα και οπωσδήποτε δεν είναι μία συνθήκη ευρέως κατανοητή αλλά δυστυχώς ούτε και αποδεκτή σε όλες τις παραμέτρους της.
Ο ανοικτός ορίζοντας του Αγγελου Δεληβορριά ήταν ο όρος επιβίωσης, κατανόησης και άνθησης της ιδέας του ελληνισμού. Η ελληνικότητα όπως εν τέλει εκπροσωπήθηκε και εκπροσωπείται από το Μουσείο Μπενάκη αναβλύζει από μία βαθιά δεξαμενή χωρίς τίτλους ιδιοκτησίας αλλά με μια ορισμένη πολιτισμική συνεκτικότητα. Και αυτή η αντίληψη, που διατρέχει όσα φωτεινά κεφάλαια έχει να επιδείξει η νεότερη Ελλάδα, μοιάζει σήμερα να είναι εκτός δημοσίου διαλόγου, μοιάζει σήμερα εκτός εποχής ή έστω μακριά από όσα «αφορούν την κοινωνία». Η μεγαλύτερη βλάβη που μπορεί να συμβεί σε ένα εθνικό σύνολο είναι να περιοριστεί η ζύμωση των ιδεών που προχωρούν μια χώρα, μόνο σε κλειστούς κύκλους ιδεολογικών, πνευματικών και κοινωνικών ελίτ.
Ο Αγγελος Δεληβορριάς υπήρξε αριστοκράτης του πνεύματος, καθώς ανθολογούσε τις κορυφές από διάφορες στάσεις της ιστορίας των ιδεών και της τέχνης, ακριβώς επειδή τις κατανοούσε, αλλά παρέμεινε ένα πνεύμα μιας σπάνιας δημοκρατικής αντίληψης με εκείνη τη συμφιλιωτική και συσπειρωτική δύναμη που δίνει η επαφή με ζείδωρες πηγές. Ο τρόπος που κατανόησε τη διαχρονία, την ποικιλία, την εσωτερική δύναμη του ελληνισμού, σε εποχές που ελάχιστοι συζητούσαν με τέτοιους όρους, ήταν ενδεικτικός της τεράστιας δύναμης του πνεύματός του. Και το εξαίρετο ήταν η ισχυρή επιθυμία του να διευρύνει, να μοιραστεί αυτή τη συγκίνηση. Αξέχαστη η μορφή του όπως και ο λόγος του στις ξεναγήσεις στην Πινακοθήκη Γκίκα, ένα πνευματικό παιδί του.