Χρήστος Χωμενίδης
Τα Νέα, 28/04/2018
Πώς αντιμετώπισε η ελληνική κοινωνία τον θάνατο του Αντώνη Μπενάκη τον Μάιο του 1954; Παρόμοια με την εκδημία του διαδόχου του Αγγελου Δεληβορριά.
Οι άνθρωποι που γνώριζαν εκείνους και το έργο τους τούς θρήνησαν. Στάθηκαν πλάι στο ξόδι τους, μίλησαν κι έγραψαν για την προσωπικότητα, για την προσφορά τους, θυμήθηκαν στιγμιότυπα που αποδεικνύουν πόσο ξεχωριστοί, πόσο φωτεινοί υπήρξαν οι δύο μεγάλοι τιμονιέρηδες του Μουσείου Μπενάκη. Πώς ένιωθαν τη ζωή τους ως δώρο και απλόχερα τη χάριζαν, κάθε ώρα.
Η κοινή ωστόσο γνώμη; Στα μάτια πολλών ο Μπενάκης ήταν ένας παραλής, που από παραξενιά ή από ματαιοδοξία ή κατά τον συρμό της τάξης του έφτιαξε κι ένα μουσείο για να τον γράψει η Ιστορία. Τον ταύτιζαν καν με τον «Τρελλαντώνη», τον πρώτο και εμβληματικότερο ήρωα της παιδικής μας λογοτεχνίας; Αμφιβάλλω… Ο δε Αγγελος Δεληβορριάς; Κάποιος απλώς που πέθανε και το έγραψαν οι εφημερίδες. Καθηγητής; Παλιός πολιτικός; Ζωγράφος; Θα σας γελάσω…
Ο Αντώνης Μπενάκης άφησε τον κόσμο σε μια εποχή που οι Ελληνες στην πλειονότητά τους ήταν απερίγραπτα φτωχοί, με πληγές χαίνουσες ακόμα από την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Συνωθούνταν στην Αθήνα για να επιβιώσουν, στριμώχνονταν σε τρένα κι έφευγαν μετανάστες στη Γερμανία, είχαν φάει πάρα πολύ ξύλο κυριολεκτικά και μεταφορικά, το τελευταίο πράγμα που τους ενδιέφερε ήταν η τέχνη και η διάσωση της λαϊκής παράδοσης.
Οι απόγονοί τους, εξήντα πέντε χρόνια αργότερα, έχουν μέχρις αποβλακώσεως εθιστεί στην τηλεόραση και στο Διαδίκτυο. Αναζητούν τους ήρωές τους στα ριάλιτι σόου. Αναπαράγουν ακατάπαυστα εξωφρενικές δήθεν ειδήσεις. Ποζάρουν στα κινητά τους κι ανεβάζουν σέλφις, κορδωμένοι, κεφάτοι, σέξι κατά τη γνώμη τους… Τα πολιτικά πάθη των προηγούμενων ετών έχουν σχετικά υποχωρήσει, έχουν αφήσει όμως πίσω τους μια περιρρέουσα μισαλλοδοξία. Την αίσθηση ότι όποιος ξεχωρίζει σε οποιονδήποτε τομέα έχει λερωμένη τη φωλιά του. Μετριοκρατία λέγεται. Και αποτελεί το αντίθετο της τέχνης.
Ο Αγγελος Δεληβορριάς – όπως και ο Αντώνης Μπενάκης στον καιρό του – κάθε άλλο παρά φιλοδοξούσε να απευθύνεται αποκλειστικά σε μια καλλιεργημένη, ευαίσθητη ελίτ. Ανθρωπος στο μεδούλι του λαϊκός, πίστευε ακράδαντα ότι ο πολιτισμός δεν συνιστά είδος πολυτελείας προοριζόμενο για όσους μονάχα έχουν λύσει τα ακανθώδη τους προβλήματα. Το ακριβώς αντίθετο. Εκείνοι που αγκομαχούν καθημερινά ώστε να εξασφαλίσουν τον επιούσιο εκείνοι έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από το θέατρο, τον κινηματογράφο, τα βιβλία, τα εικαστικά. Για να θυμούνται ότι ο κόσμος είναι κόσμημα. Η επίγεια διαδρομή μας ευλογία και όχι αγγαρεία.
Ανοιχτός από ιδιοσυγκρασία ο ίδιος σε κάθε συναναστροφή – μια τεράστια ζεστή αγκαλιά για όποιον κι αν συναντούσε στον δρόμο του – ο Αγγελος Δεληβορριάς αγωνίστηκε με όλες του τις δυνάμεις να ανοίξει και το μουσείο. Να το κάνει εξωστρεφές και πολυσύχναστο, ηλιόλουστο κομμάτι τού δημόσιου χώρου. Και όχι κάστρο άξενο, προσπελάσιμο μόνο στους μυημένους.
«Θυμάσαι» μού είχε πει κάποτε «μια σκηνή από το «1900» του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι; Χωρικοί αναγγέλλουν κλαίγοντας τον θάνατο του Τζουζέπε Βέρντι. Ο μέγιστος μουσικός ενσαρκώνει το εθνικό ιδανικό, το «Risorgimento», την Ενωση της Ιταλίας. Η υψηλή τέχνη σμίγει με το λαϊκό αίσθημα. Το μπολιάζει και μπολιάζεται από αυτό. Εκεί ακριβώς αποσκοπούμε, όσο ουτοπικό και αν μοιάζει…».
Η παρακαταθήκη του Αγγελου Δεληβορριά – που πέθανε νεότατος στα ογδόντα ένα του, στην ίδια ακριβώς ηλικία με τον Αντώνη Μπενάκη – είναι να αποτελεί το μουσείο κοινό κτήμα εσαεί. Κιβωτό και μπούσουλα για την Ελλάδα.
Καθένας που θα διαβαίνει το κατώφλι του θα ανάβει νοερά ένα κερί στη μνήμη του.