Θοδωρής Γεωργακόπουλος
Η Καθημερινή, 30/03/2018
Και αυτή, όπως και όλες οι προηγούμενες κρίσεις της ελληνικής ιστορίας, εκφράστηκε με μία (σε κάποιο βαθμό ειρηνική, ευτυχώς) σύγκρουση των μυθικών “δύο Ελλάδων”. Της Ελλάδας της “προόδου” και της Ελλάδας της “εσωστρέφειας” και της “συντήρησης”. Ή, όπως θα έλεγαν οι άλλοι, της Ελλάδας της εθνικής υπερηφάνειας και της αυτάρκειας και της Ελλάδας των ξενόδουλων και των υποταγμένων.
Ένα πεδίο μάχης πολυσυζητημένο και κομβικό ήταν, βεβαίως, το αξέχαστο δημοψήφισμα του 2015. Σύμφωνα με το εκατέρωθεν κυρίαρχο αφήγημα, εκεί αναμετρήθηκαν η συντήρηση με την πρόοδο, η υπερηφάνεια με την υποταγή, ο διαφωτισμός με το σκοτάδι, ο Μπόλεκ με το Λόλεκ, όπως θέλετε πείτε το. Υποτίθεται ότι οι μεν με τους δε, οι “Όχι” και οι “Ναι”, οι “αδούλωτοι” και οι “γερμανοτσολιάδες μενουμευρώπηδες” ήταν δυο διακριτές, ξεχωριστές ομάδες του πληθυσμού, ετερόκλητες μεν, αλλά με ένα αγεφύρωτο χάος να τις χωρίζει. Ότι από εδώ έχεις τους οπαδούς των ευρωπαϊκών αξιών, από εκεί τους ακραίους (ένθεν κι ένθεν), συντηρητικούς, φοβικούς, υπερπατριώτες ή όποιους άλλους απορρίπτουν τις ευρωπαϊκές αξίες και τη Δύση εν γένει. Έτσι έλεγε ο μύθος, τουλάχιστο. Μέχρι τώρα.
Φέτος στη μεγάλη πανελλαδική έρευνα “Τι Πιστεύουν Οι Έλληνες” της διαΝΕΟσις κάναμε κάτι διαφορετικό: Εκτός από την ταξινόμηση στις τυπικές δημογραφικές ομάδες του πληθυσμού, ρωτήσαμε τους πολίτες να μας πουν και τι ψήφισαν στο δημοψήφισμα του 2015. Έτσι, σε κάθε ερώτηση μπορεί κανείς να δει πώς απάντησαν αυτοί που δηλώνουν πως εκείνο το δραματικό καλοκαίρι ψήφισαν “Ναι” και πώς απάντησαν αυτοί που δηλώνουν ότι ψήφισαν “Όχι”.
Κοιτάζοντας τις απαντήσεις, καθένας διαπιστώνει ότι υπάρχουν κάποιες στις οποίες εμφανίζεται, όντως, χάσμα. Σε κάποιες η πλειοψηφία των μεν απαντά “άσπρο” και η πλειοψηφία των δε απαντά “μαύρο”. Για παράδειγμα, στην ερώτηση για το αν η Ελλάδα βγαίνει κερδισμένη ή ζημιωμένη από τη συμμετοχή της στην ΕΕ στο θέμα της ανάπτυξης και της ευημερίας, οι περισσότεροι από αυτούς που ψήφισαν “Όχι” λένε πως βγήκε ζημιωμένη, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς που ψήφισαν “Ναι” λένε πως βγήκε κερδισμένη. Στην ερώτηση για το αν ήταν σωστή ή λανθασμένη η είσοδος της χώρας μας στην ευρωζώνη, το 63% των “Ναι” λένε πως ήταν σωστή, και το 69% των “Όχι” λένε ότι ήταν λανθασμένη. Οι δυο ομάδες διαφωνούν στο αν θα “μπορούσαμε μόνοι μας, χωρίς μνημόνια, να ξεπεράσουμε την κρίση της χώρας” (οι “όχι” το πιστεύουν), στο αν τα μνημόνια βοήθησαν τη χώρα να γλιτώσει τη χρεοκοπία (οι “ναι” το πιστεύουν) αλλά συμφωνούν στο ότι “τα μνημόνια ήταν εφεύρημα των Ευρωπαίων για να εκμεταλλευτούν τη χώρα μας”, μολονότι με διαφορετικά ποσοστά: 80% των “όχι” και 58% των “ναι” το πιστεύουν. Τριπλάσιοι ψηφοφόροι του “ναι” πιστεύουν ότι “φταίνε οι ξένοι” για την κρίση, αλλά το ποσοστό και στις δύο ομάδες είναι πολύ μικρό, κάτω του 15%.
Από την άλλη, υπάρχουν επιμέρους διαφοροποιήσεις και σε άλλα θέματα. Διπλάσιοι ψηφοφόροι του “ναι” αυτοπροσδιορίζονται ως “φιλελεύθεροι” ή “νεοφιλελεύθεροι”, σχεδόν διπλάσιοι ψηφοφόροι του “όχι” αυτοπροσδιορίζονται ως “εθνικιστές”. Διπλάσιοι ψηφοφόροι του “όχι” θεωρούν τις “αποκρατικοποιήσεις” και τις “μεταρρυθμίσεις” κάτι κακό. Οι δύο ομάδες διαφωνούν στο αν οι “πολυεθνικές” και οι “τράπεζες” είναι καλό ή κακό πράγμα, αλλά συμφωνούν στο “συμβιβασμό” (καλό) και το “συνδικαλισμό” (κακό). Διαφωνούν, επίσης, στο αν “οι πολίτες απολαμβάνουν όλων των ελευθεριών που χαρακτηρίζουν μια δημοκρατία”. Το 55% των “όχι” διαφωνεί, ενώ το 55% των “ναι” συμφωνεί. Μεγαλύτερο ποσοστό των ψηφοφόρων του “ναι” θα έστελνε το παιδί του σε ιδιωτικό σχολείο, περισσότεροι ψηφοφόροι του “ναι” συμφωνούν με τη λειτουργία μη-κρατικών πανεπιστημίων (μολονότι και η πλειοψηφία των ”όχι” συμφωνεί). Οι ψηφοφόροι του “όχι”, δε, εμπιστεύονται σε πολύ μικρότερα ποσοστά όλους τους θεσμούς.
Κάπου εκεί, όμως, οι διαφορές παύουν. Ξεφεύγοντας από τις ερωτήσεις περί Ευρώπης, μνημονίων και γενικών ιδεολογικών αντιλήψεων, το χάσμα φθίνει. Ή μάλλον, αυτό δεν είναι απόλυτα ακριβές. Ακόμα και σε επιμέρους θέματα της Ευρώπης και των μνημονίων υπάρχει ταύτιση.
Όλοι συμφωνούν σε εξαιρετικά υψηλά ποσοστά ότι σε 10 χρόνια η Ελλάδα θα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα είναι και μέλος της ευρωζώνης. Και οι μεν και οι δε συμφωνούν στο ότι “τα μνημόνια της Ελλάδας ήταν λάθος σχεδιασμένα” ή στο ότι “οι ξένοι είχαν εντονότερο συμφέρον να κρατήσουν τη χώρα μας στα μνημόνια” (με ποσοστό 71% οι “ναι”, 90% οι “όχι”). Και οι δύο συμφωνούν ότι “το κράτος επεμβαίνει υπερβολικά και δεν επιτρέπει στον ιδιωτικό τομέα να δημιουργήσει πλούτο” (60% το “όχι”, 69% το “ναι”). Σε άλλα θέματα: Διπλάσιο ποσοστό των “Όχι” θα επιθυμούσε να συμμαχήσουμε με τη Ρωσία, αλλά και σε αυτούς η δημοφιλέστερη επιλογή είναι να παραμείνουμε σύμμαχοι της Ευρώπης. Διαφωνούν στο αν οι Γερμανοί οι Αμερικάνοι και οι Εβραίοι είναι καλοί ή κακοί -η πλειοψηφια των “Όχι” τους θεωρεί όλους κακούς, η πλειοψηφία των “Ναι” απαντά πως είναι καλοί. Όμως οι δύο ομάδες απαντούν με σχεδόν ολόιδιο τρόπο στο αν οι μετανάστες, οι πρόσφυγες, οι μουσουλμάνοι, οι Τούρκοι και οι Ρώσοι είναι καλοί ή κακοί. Μόνο μία από τις λέξεις αυτές θεωρείται καλή από τους ερωτηθέντες -και είναι και η μόνη λέξη για την οποία έχουν θετική γνώμη οι ψηφοφόροι του “Όχι”: Οι Ρώσοι. Διπλάσιοι ψηφοφόροι του “ναι” θεωρούν τον καπιταλισμό κάτι καλό, αλλά κι αυτοί μειοψηφούν. Η πλειοψηφία και των “όχι” και των “ναι” θεωρούν την “Αριστερά”, τον “Ριζοσπαστισμό” και τον “Κομμουνισμό” κακά πράγματα. Η πλειοψηφία και των μεν και των δε θεωρούν τον “φιλελευθερισμό” και τον “σοσιαλισμό” καλά πράγματα. Διαφωνούν μόνο στο “νεοφιλελευθερισμό” και στη “δεξιά”. Το ποσοστό των ψηφοφόρων του “ναι” που θεωρούν ότι ο ιδανικός ηγέτης για την Ελλάδα θα έμοιαζε Άνγκελα Μέρκελ είναι διπλάσιο από το αντίστοιχο των “όχι”. Δημοφιλέστερη επιλογή και για τους μεν και για τους δε, όμως, είναι ο Βλάντιμιρ Πούτιν.
Κι όταν περνάμε στα κοινωνικά και τα οικονομικά θέματα οι διαφοροποιήσεις εξαφανίζονται εντελώς και οι δύο ομάδες κατά κανόνα απαντάνε λες και πρόκειται για μία ομάδα.
Απαντούν πρακτικά τα ίδια στο αν η Ελλάδα είναι μια μοντέρνα χώρα (ναι), στο αν οι μετανάστες στη χώρα μας είναι “υπερβολικά πολλοί” (ναι), στο αν οι μετανάστες αυξάνουν την εγκληματικότητα (ναι) και την ανεργία (ναι), στο αν η παρουσία τους έχει θετική οικονομική επίπτωση (όχι), στο αν εμπλουτίζει τον πολιτισμό μας (όχι) και στο αν βοηθούν να λυθεί το δημογραφικό (όχι). Σε ίδιο ποσοστό συμφωνούν με το να ενσωματωθούν στην κοινωνία μας οι παράνομοι μετανάστες (περίπου 20% και οι μεν και οι δε), το ίδιο ποσοστό διαφωνεί με τη χορήγηση ιθαγένειας στα παιδιά των νόμιμων μεταναστών (ένας στους τρεις) και με το να δικαιούνται παιδιά μεταναστών να είναι σημαιοφόροι σε παρελάσεις (ένας στους τρεις), σχεδόν ολόιδιο ποσοστό διαφωνεί με τους γάμους ομόφυλων ζευγαριών (57%), με την υιοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια (80%) και με τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου (53%). Πανομοιότυπο ποσοστό θα συμφωνούσε με την επαναφορά της θανατικής καταδίκης (50%), παρόμοιο ποσοστό διαφωνεί με τη νομιμοποίηση της ινδικής κάνναβης για προσωπική χρήση (περί το 75%), παρόμοιο ποσοστό πιστεύουν στο Θεό (84% – 89%), σχεδόν ίδιο ποσοστό πηγαίνουν στην εκκλησία τουλάχιστο 1-2 φορές το μήνα (45% – 49%), ίδιο ποσοστό διαφωνεί με την ανέγερση τζαμιών στην Ελλάδα (45% περίπου), παρόμοιο ποσοστό πιστεύουν ότι μας ψεκάζουν (31% οι “όχι”, 24% οι “ναι”), σε πανομοιότυπα ποσοστά πιστεύουν ότι τους επηρεάζει ήδη η κλιματική αλλαγή (38,6% ακριβώς). Σε παρόμοιο ποσοστό συμφωνούν ότι “Έλληνας γεννιέσαι” (56,2% οι “όχι”, 52,5% οι “ναι”), σε παρόμοιο ποσοστό απορρίπτουν οποιαδήποτε σύνθετη ονομασία με τον όρο “Μακεδονία”, σε σχεδόν ολόιδια ποσοστά έχουν πέσει θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης, σε σχεδόν ολόιδια ποσοστά ταξιδεύουν στο εξωτερικό, συμφωνούν εξίσου με την άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, συμφωνούν εξίσου ότι η φορολογία πρέπει να είναι χαμηλή “έστω και με λιγότερη κρατική μέριμνα”, συμφωνούν ότι χρειαζόμαστε μικρότερο δημόσιο τομέα, διαφωνούν εξίσου με τη φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας ή με το να πληρώνουν περισσότερους φόρους οι αγρότες.
Σε όλες τις ερωτήσεις περί φορολογίας και φοροδιαφυγής απαντάνε τα ίδια, στις ερωτήσεις περί ξένων επενδύσεων απαντάνε τα ίδια (πλην μιας περί εργασιακών θεμάτων). Σε πανομοιότυπο ποσοστό (63,5%) δηλώνουν ότι θα προτιμούσαν μια σίγουρη δουλειά με χαμηλές αποδοχές από μια δουλειά με αβεβαιότητα αλλά προοπτικές και υψηλό μισθό, σε ίδια ποσοστά επιλέγουν το επάγγελμα που θα προτιμούσαν (περίπου 30% θέλει δουλειά στο Δημόσιο και στις δυο ομάδες), σε ίδιο ποσοστό φοβούνται την αποτυχία στην εργασιακή τους ζωή, σε ίδιο ποσοστό συμφωνούν με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών (πάνω από 95%), σε ίδιο ποσοστό πιστεύουν ότι οι άνθρωποι πρέπει να παίρνουν σύνταξη μετά τα 65 (7% -όλοι οι υπόλοιποι επιλέγουν μικρότερες ηλικίες), σε παρόμοια ποσοστά συμφωνούν ότι ζουν σε ασφαλές περιβάλλον, ότι το δικαστικό σύστημα αντιμετωπίζει τους πολίτες ως ίσους και ότι στην κοινωνία μας αναγνωρίζονται και επιβραβεύονται οι άξιοι (1 στους 5 το πιστεύει αυτό, και στις δύο ομάδες). Ίδιο ποσοστό δηλώνει ότι έχουν διαβάσει πάνω από 10 βιβλία τον προηγούμενο χρόνο (24%). Και στις δυο ομάδες, ο δημοφιλέστερος ιδεολογικός αυτοπροσδιορισμός είναι το “κέντρο”. Και, βέβαια, σε ίδιο ποσοστό συμφωνούν ότι οι Έλληνες είναι ένας λαός με μεγάλη ιστορία που παρά τη σημερινή κρίση ξεχωρίζει για την ευφυΐα και τον πολιτισμό του.
Για όσους θυμούνται τις συνθήκες διχασμού και πόλωσης που επικρατούσαν το καλοκαίρι του 2015, τα αποτελέσματα αυτά μοιάζουν αδιανόητα. Τότε ήταν σα να μάχονταν δυο διαφορετικές Ελλάδες που δεν βρίσκονταν πουθενά, εντελώς ξένες μεταξύ τους, που καταφέρονταν η μια εναντίον της άλλης με λύσσα και αδιανόητους χαρακτηρισμούς. Αλλά αυτά τα αποτελέσματα δεν παραπέμπουν σε δύο Ελλάδες. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι, που απλά διαφωνούν σε κάποια επιμέρους θέματα για την Ευρώπη και το ρόλο του κράτους στην οικονομία. Κοινωνιολόγοι και πολιτικοί επιστήμονες αξίζει να τα πάρουν και να τα μελετήσουν περισσότερο, βεβαίως, αλλά η πρώτη δικιά μου σκέψη για αυτά τα ευρήματα είναι πως υποδεικνύουν κάτι καλό και κάτι κακό. Το καλό είναι πως τα τραυματικά χρόνια της κρίσης δεν έχουν ανοίξει τη χώρα στα δύο, και πως η κρίση δεν έχει μετατρέψει τον περιβόητο διαχρονικό πολιτισμικό “δυισμό” της ελληνικής κοινωνίας σε σχίσμα. Το κακό είναι πως φαίνεται πως συμβαίνει κάτι που μοιάζει με το ανάποδο: πως τα ”στρατόπεδα”, αντί να συγκρούονται, αναμειγνύονται. Κι από τη ζύμωση βγαίνει κάτι αλλοπρόσαλλο, ετερόκλητο, γεμάτο αντιφάσεις και παραλογισμούς, μια συγχυσμένη κοινωνική συνισταμένη η οποία όμως έχει εμφανή συντηρητικά χαρακτηριστικά.