Μαρία Κατσουνάκη
Καθημερινή, 18/3/2018
Στο μακρινό 1979 ανήκει η ταινία «Να είσαι εκεί κύριε Τσανς» («Being there») με πρωταγωνιστή τον Πίτερ Σέλερς. Ο Τσανς είναι ένας απλοϊκός κηπουρός που έχει περάσει τη ζωή του αποκλεισμένος στο σπίτι του αφεντικού του, ανάμεσα στην τηλεόραση, την οποία παρακολουθεί φανατικά και στα φυτά. Οταν το αφεντικό του πεθαίνει, βρίσκεται να κυκλοφορεί στη μεγαλούπολη, ντυμένος άψογα, ως τζέντλεμαν άλλων εποχών, κρατώντας μια βαλίτσα και ένα τηλεκοντρόλ στο χέρι. Δεν έχει καμία επαφή με την πραγματικότητα, αλλά οι συγκυρίες τον αναδεικνύουν σε γκουρού της πολιτικής.
Λέει για παράδειγμα, «η ανάπτυξη στον κήπο έχει τις εποχές της: πρώτα η άνοιξη και το καλοκαίρι, μετά έρχεται η κάμψη του χειμώνα, αλλά ακολουθούν και πάλι άνοιξη και καλοκαίρι» και ο πρόεδρος των ΗΠΑ αναζητάει εκστατικός με τους συμβούλους του να ερμηνεύσει την αλληγορία του παραδείγματος.
Υπάρχει μια σκηνή – καυστικό σχόλιο για τα δεδομένα εκείνης της εποχής. Ο Τσανς στην πρώτη (νομίζω) επίσκεψή του στη μεγαλούπολη προσπαθεί να αλλάξει ό,τι τον ενοχλεί πατώντας το τηλεκοντρόλ με επιμονή αλλά και απορία, καθώς αντιλαμβάνεται πως η εικόνα παραμένει ως έχει.
Η ταινία μού θυμίζει συχνά την πολιτική ζωή της χώρας. Καμία σχέση, φυσικά, με τη λεπτή ειρωνεία, τη σαρκαστική μελαγχολία των διαλόγων και καταστάσεων και, ασφαλώς, το ερμηνευτικό μέγεθος του Πίτερ Σέλερς. Η σύγκριση της υποκριτικής, καταναλωτικής, κοινωνίας του 1980 με τα σημερινά ελληνικά δεδομένα θα μπορούσε να είναι ένας προσωπικός, ενδεχομένως και άστοχος συνειρμός, αν δεν ταλανιζόμαστε, χωρίς διέξοδο, στην παγίδα του αυτονόητου. Η κυβέρνηση επαναλαμβάνει τις ίδιες διαπιστώσεις, από το 2015 που εξελέγη, χωρίς να κάνει ένα βήμα να τις ανατρέψει ή να τις αναιρέσει. Και, μάλιστα, τις εκφέρει με την αυτοπεποίθηση εκείνου που πιστεύει ότι εισάγει μια καινοτόμο ιδέα, θεωρώντας ότι το ίδιο, ακούγεται διαφορετικό, ανάλογα με τις περιστάσεις. Πατάει το κουμπί του τηλεκοντρόλ, αλλά, φευ, καμία αλλαγή στην πραγματικότητα.
Προχθές, για παράδειγμα, με αφορμή την υπόθεση Σαββίδη και τον κίνδυνο μετατροπής της σε χάσμα μεταξύ «Βορρά» και «Νότου», ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε πως «το παλιό πολιτικό σύστημα έδινε πολύ μεγαλύτερη σημασία στην Αθήνα απ’ ό,τι στη Βόρειο Ελλάδα», αλλά η κυβέρνηση δεν κάνει τέτοιου τύπου διαχωρισμούς. Τι κάνει, λοιπόν, η κυβέρνηση εκτός από το να επαναλαμβάνει το ίδιο ρεπερτόριο περί «παλιού πολιτικού συστήματος» εδώ και τρία χρόνια; Πόσο βοηθάει να γνωρίζουμε ότι… μετά τον χειμώνα, ακολουθούν η άνοιξη και το καλοκαίρι; Υπάρχει, άραγε, ακροατήριο που ναρκώνεται με παρόμοιες διαπιστώσεις; Εκτός από το «εμείς» και οι «άλλοι» που εμπίπτει στα βασικά περί δημαγωγίας μαθήματα, τι άλλο υπάρχει; Από εδώ οι καλοί, από εκεί οι κακοί, και αυτή είναι η μόνη «αλήθεια» που χρειαζόμαστε.
Το «παλιό σύστημα», ο «παλιός κόσμος» παραμένουν, με ευθύνη, σε μεγάλο βαθμό, της κυβέρνησης. Ζει με τα ξέφτια ενός ιστορικού κύκλου που έχει κλείσει ανατροφοδοτώντας τον, ελλείψει άλλων ιδεών, εξαιτίας του φόβου της πτώσης. Η Αμερικανίδα συγγραφέας και καθηγήτρια Πατρίσια Ρόμπερτς – Μίλερ, στο βιβλίο της «Δημαγωγία και δημοκρατία» (εκδ. «Ψυχογιός»), επισημαίνει πως «το γεγονός ότι η ενδο-ομάδα κινδυνεύει από αφανισμό χρησιμοποιείται για να δικαιολογούνται εξολοθρευτικές πολιτικές κατά της εξω-ομάδας». Και συνεχίζει: «Η δημαγωγία είτε δυσφημεί τη Δικαιοσύνη ως άκρως επικίνδυνη είτε επαναπροσδιορίζει τη “Δικαιοσύνη” ούτως ώστε η ενδο-ομάδα να παίρνει περισσότερα».
Στο σαθρό αυτό έδαφος ανθίζει κάθε φασίζουσα συμπεριφορά· κάθε διαπλοκή· κάθε διχασμός· κάθε συσσωρευμένο αίσθημα αδικίας υποθάλπεται και, στο τέλος, οδηγείται σε αντιδημοκρατικές εκλογικές επιλογές. Τα ρήγματα της κρίσης δεν κλείνουν με «σκοτεινούς» επιχειρηματίες και τις επιχειρήσεις τους, με χρήμα που ακολουθεί περίεργες και αθέατες διαδρομές, πρόθυμους υπηρέτες συμφερόντων, «επενδύσεις» που σκοπό έχουν την αρπαχτή ή την κερδοσκοπία και όχι την ανάπτυξη.
Με το τηλεκοντρόλ στο χέρι δεν αλλάζει η πραγματικότητα, γίνεται όλο και χειρότερη, αποχρωματίζεται και προκαλεί μόνο αισθήματα απώθησης και απόρριψης.