Νίκος Κωνσταντάρας
Καθημερινή, 4/2/2018
Η Ελλάδα αδυνατεί να κρατήσει τα παιδιά της κοντά της, με πάνω από 400.000 να έχουν φύγει σε αναζήτηση καλύτερης τύχης τα τελευταία χρόνια. Αυτοί που μένουν ή δεν βρίσκουν δουλειά ή το εισόδημα τους δεν θα αρκεί για να σχεδιάσουν το μέλλον τους. Κι όμως, αντί να επιστρατευθούν όλες οι δυνάμεις της χώρας για να αποτραπούν τα λάθη που οδήγησαν στην πιο πρόσφατη ταπεινωτική έκκληση για ξένη βοήθεια, οι πολιτικές δυνάμεις, έμπλεοι εθνικής υπερηφάνειας, μας καθηλώνουν στην αέναη επανάληψη μαχών του παρελθόντος. Αντί να επιδιώκουν εθνική ομόνοια για την κατάκτηση του μέλλοντος, χρησιμοποιούν τα επιχειρήματα του χθες για να επικρατήσουν σήμερα.
Η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, από τη σύνθεσή της και μόνο, έπρεπε να είχε σηματοδοτήσει την κατάργηση κάθε έννοιας ιδεολογικής διαφοράς στην ελληνική πολιτική σκηνή. Ο κυνικός και επιτυχημένος γάμος συμφερόντων όφειλε να αποδείξει ότι ο διχασμός μεταξύ αριστερών και δεξιών, διεθνιστών και εθνικιστών ωχριά μπροστά στην υπέρτατη εθνική αξία, την κατάκτηση της εξουσίας με κάθε κόστος. Κι όμως, και πριν από τη σημερινή άνοδο του πολιτικού πυρετού, ήταν σαφές ότι αυτή η κυβέρνηση ήθελε να εκδικηθεί την ήττα της Αριστεράς στον Εμφύλιο. Η ρητορική της βασιζόταν πάνω σε αυτό τον διχασμό. Χρησιμοποιώντας, όμως, το «μνημόνιο» ως τη νέα διαχωριστική γραμμή, δεν ήταν δύσκολο για τη «ριζοσπαστική αριστερά» να ενσωματώσει τον «πατριωτισμό» των Ανεξάρτητων Ελλήνων. Οι κληρονόμοι των κομμάτων του «ευρωκομμουνισμού» έφθασαν να χρησιμοποιούν ως εσχάτη ύβριν το «Μενουμευρώπηδες» για όσους διαφωνούσαν με την εθνική αυτοκτονία.
Τώρα οι αντίπαλοι της κυβέρνησης υιοθετούν και τον απλοϊκό λόγο που η ίδια χρησιμοποίησε για να κερδίσει εκλογές και το κριτήριο της εθνικοφροσύνης – αυτή τη φορά στο μακεδονικό ζήτημα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται να ενδίδει στη γοητεία μιας ισχυρής αντικυβερνητικής θέσης που του προσφέρει η σκληρή στάση στο θέμα της ονομασίας των γειτόνων. Αφενός, η Νέα Δημοκρατία δεν μπορεί να στηρίξει μια κυβέρνηση που καλλιεργεί την ένταση και ζητεί συναίνεση μόνον όταν τη συμφέρει· αφετέρου, ο κ. Μητσοτάκης πρέπει να διαχειριστεί τις διαφορετικές τάσεις εντός του κόμματός του, οι οποίες αντανακλούν τις διαφορές στην ευρύτερη κοινωνία, χωρίς να προκαλέσει ζημιές σε αυτό. Ετσι, φουντώνει ένα κύμα λαϊκής δυσαρέσκειας που δεν τιθασεύεται εύκολα. Ο κίνδυνος να μη λυθεί το Μακεδονικό είναι δευτερεύων δίπλα σε αυτόν του συνεχιζόμενου εσωτερικού διχασμού μεταξύ «πατριωτών» και «ενδοτικών». Η ευκολία με την οποία αυτές οι ταμπέλες χρησιμοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια είναι ενδεικτική της επιπολαιότητας στον πολιτικό διάλογο και τους κινδύνους που απορρέουν απ’ αυτήν.
Είναι μακροχρόνια η έλλειψη ανθρώπων με το πολιτικό και ηθικό ανάστημα, το θάρρος να επισημαίνουν τα προβλήματα στην πορεία, να προτείνουν λύσεις, να δείχνουν στην πράξη ότι μπορούμε να διαφωνούμε χωρίς να απαιτούμε τον αφανισμό του άλλου. Στερούμαστε φωνές που να λένε αλήθειες, όσο και αν αυτές δεν είναι αρεστές σε πολλούς. Και όταν υπάρχουν τέτοιες φωνές, είτε αγνοούνται είτε «τοποθετούνται» στη μία ή την άλλη πλευρά, αναλόγως με τον διχασμό των ημερών. Μερικές σκόρπιες, εντυπωσιακές περιπτώσεις: ο Μίκης Θεοδωράκης το 1999, όταν με μια δήλωση έβαλε φρένο στο εθνικό παραλήρημα αυτομαστιγώματος μετά το φιάσκο της αποτυχημένης φυγάδευσης του Αμπντουλάχ Οτσαλάν· το μάθημα πολιτισμού του Μανώλη Γλέζου στο Δίστομο πέρυσι· η πρόσφατη ομιλία του Γιάννη Μπουτάρη για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης. Εάν τέτοιες παρεμβάσεις ήταν ο κανόνας και όχι η εξαίρεση, η κοινή γνώμη θα εμπλουτιζόταν και οι πολιτικοί θα σοβαρεύονταν.
Ετσι, ίσως να καταλαβαίναμε ότι εθνικός στόχος πρέπει να είναι μια κοινωνία συναίνεσης και ανάπτυξης, που μπορεί να προσφέρει στους νέους τις προοπτικές για να ζήσουν και να δημιουργήσουν. Να μην επαναλαμβάνουμε συνεχώς τα ίδια λάθη, πιστεύοντας ότι η οργή και η αγανάκτηση οδηγούν στο μέλλον.