Κώστας Σημίτης
Το Βήμα, 17/12/2017
Η πρωτιά των Χριστιανοδημοκρατών στις τελευταίες εκλογές στη Γερμανία αποδόθηκε, μεταξύ άλλων, στο ότι εκφράζουν το «κυρίαρχο πολιτισμικό πρότυπο». Ο ασυνήθιστος αυτός όρος στην πολιτική συζήτηση εκφράζει μια πραγματικότητα. Οι παραστάσεις των ατόμων για την κοινωνική αλλά και την ατομική τους ζωή καθορίζονται από ένα σύνολο αντιλήψεων και υποδείξεων που τους διδάσκει το περιβάλλον για να εξασφαλίσουν την ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία. Το κυρίαρχο πολιτισμικό πρότυπο επηρεάζει αποφασιστικά τη συμπεριφορά των πολιτών. Το πρότυπο αυτό διαμορφώθηκε και διαμορφώνεται στη διάρκεια της κοινωνικής εξέλιξης. Συνήθως έχει ιστορικό αιώνων, αλλά και πολλές φορές μόνο δεκαετιών. Στο πολιτισμικό πρότυπο ανήκουν, μεταξύ άλλων, τόσο η ύπαρξη εθνικών κρατών, που πραγματοποιήθηκε στη διάρκεια δύο και επιπλέον αιώνων, όσο και η ευρωπαϊκή συνεργασία, αποτέλεσμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το κυρίαρχο πολιτισμικό πρότυπο παίζει στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και στις πολιτικές εξελίξεις σημαντικό ρόλο. Πρόσφατα παραδείγματα της επιρροής του είναι: η εκστρατεία της Εκκλησίας υπέρ της αναγραφής της θρησκείας στις ταυτότητες και η κινητοποίηση χιλιάδων για το θέμα αυτό, όπως και η συνεχής παρέμβασή της για τη διδασκαλία του μαθήματος Θρησκευτικών στα σχολεία. Η επιχειρηματολογία της Εκκλησίας βασίζεται στο πολιτισμικό πρότυπο και όχι στη χριστιανική διδασκαλία, που ούτε διδάγματα για τις ταυτότητες περιέχει ούτε ορίζει πως διδάσκεται στα σχολεία.
Η συντεχνιακή νοοτροπία, η προσήλωση στο πελατειακό σύστημα, ο βουλευτής ως μεσολαβητής διορισμών είναι επίσης παραδείγματα νοοτροπιών που κυριαρχούν στους συλλογισμούς των πολιτών, γιατί απορρέουν από το πολιτισμικό πρότυπο. Η τυπολατρία, η πεποίθηση ότι οι κρατικές αποφάσεις πρέπει να υπογράφονται από ένα πλήθος αρμοδίων, με αποτέλεσμα μια ανασχετική στην αποτελεσματικότητα γραφειοκρατία, ή και η πεποίθηση ότι οι νόμοι οφείλουν να ρυθμίζουν και την πιο ασήμαντη λεπτομέρεια, μην αφήνοντας περιθώρια για έλλογες ερμηνείες, είναι συνέπειες πάλι ενός πολιτισμικού προτύπου. Επιδιώκει να περιορίσει στο ελάχιστο την ατομική ευθύνη σε ένα περιβάλλον όπου κυρίαρχο ρόλο παίζει η κυβερνητική εξουσία και όχι οι ελεύθεροι σκεπτόμενοι πολίτες και οι τυχόν μη εγκεκριμένες πρωτοβουλίες των υπαλλήλων.
Απορούμε γιατί η πολιτική αναμέτρηση, ακόμη και σήμερα στη Βουλή, πραγματοποιείται με συνεχείς συγκρούσεις. Ο πραγματικός διάλογος λείπει. Τούτο συμβαίνει γιατί ο πολιτιστικά αποδεκτός κανόνας είναι ότι μόνον η ακραία επιθετικότητα εξασφαλίζει την προσοχή και την αποδοχή της κοινής γνώμης. Στο κυρίαρχο πολιτισμικό πρότυπο που ακολούθησε και επέβαλε η Δεξιά στην Ελλάδα ανήκει και η συμπεριφορά που απαξιώνει και μειώνει τον αντίπαλο. Αλλά και η σημερινή «αριστερή» κυβέρνηση έχει μέλη που μόνο με αυτόν τον τρόπο εκφράζονται δημόσια. Πιστεύουν ότι η προσβλητική στάση υποκαθιστά αποτελεσματικά τα επιχειρήματα που λείπουν.
Το κυρίαρχο πολιτισμικό πρότυπο στην Ελλάδα έχει τις ρίζες του στην εποχή διαμόρφωσης της ελληνικής κοινωνίας, στο τέλος του 19ου αιώνα και στο πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα. Η χώρα, αν και είχε σχέση με τον ευρωπαϊκό χώρο, ήταν τότε απόμερη. Ηταν μια πρώην επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που προσπάθησε να διαμορφώσει ένα λειτουργικό κράτος, στηριζόμενη σε παρεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής και στα χρήματα που διέθεταν. Τα πρότυπά της επηρεάστηκαν τόσο από τις κυρίαρχες συνήθειες των τοπικών κοινωνιών, όσο και από τους κανόνες που επέβαλαν οι προστάτιδες δυνάμεις. Αποφασιστική επιρροή στις κοινωνικές αντιλήψεις είχαν και οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι.
Ο έντονος εθνικισμός που κυριάρχησε στις αρχές του 20ού αιώνα λόγω των Βαλκανικών Πολέμων και των αναμετρήσεων με την Τουρκία επηρεάζει ακόμη και σήμερα τη στάση μας. Το Κυπριακό δεν μπόρεσε να λυθεί, αν και δύο φορές ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών προσπάθησε να συμβιβάσει τα συμφέροντα των εμπλεκομένων. Το θέμα των Σκοπίων παραμένει ανοιχτό, γιατί και σε αυτή την περίπτωση απορρίψαμε βατές λύσεις. Τα ελληνοτουρκικά προβλήματα – όσον αφορά τα θαλάσσια σύνορα – συζητήθηκαν ουσιαστικά για ένα σύντομο μόνο διάστημα, σε μια κοινή ελληνοτουρκική επιτροπή, μετά το 1996. Ο ουσιαστικός διάλογος σταμάτησε από το 2004 και μετά γιατί θεωρήθηκε ότι ενέχει κίνδυνο υποχώρησης.
Η αλαζονεία όλων εκείνων που πιστεύουν ότι εμείς κατέχουμε την αλήθεια και μπορούμε να αδιαφορήσουμε για τους άλλους λαούς δεν είναι παρά έκφραση ημιμάθειας και ανασφάλειας απέναντι στο καινούργιο. Προέρχεται από δυσπιστία απέναντι στο διαφορετικό και μερικές φορές από ιδιοτέλεια. Στην κοινωνία μας, όπως και σε άλλες κοινωνίες, υπάρχουν δυνάμεις αλλά και θεσμοί που δεν επιθυμούν να ακολουθήσουμε τον βηματισμό των αλλαγών, του περιβάλλοντός μας, διότι έτσι θα χάσουν τα προνόμιά τους ή τους μηχανισμούς εξουσίας τους. Μπροστά στη νέα εποχή που τους απειλεί, αμύνονται και αντιδρούν.
Δεν υπάρχει χώρα στον κόσμο που να μπορεί να ζήσει σε καθεστώς πλήρους αυτονομίας. Το διεθνές περιβάλλον, ιδίως όσον αφορά την Ελλάδα, παίζει καθοριστικό ρόλο στις εσωτερικές εξελίξεις. Η οικονομία μας, για παράδειγμα, είτε το θέλουμε είτε όχι, επηρεάζεται από τις αποφάσεις που λαμβάνονται στα διεθνή κέντρα και στις διεθνείς αγορές, από τις τιμές του πετρελαίου, τη σχέση του ευρώ προς το δολάριο, τις αποφάσεις του Διεθνούς Οργανισμού Εμπορίου, τις διακυμάνσεις στις διεθνείς κεφαλαιαγορές κ.ά. Είναι λοιπόν στρουθοκαμηλισμός να ισχυριζόμαστε ότι μπορούμε να επιβάλουμε τους όρους μας, αρκεί να το θελήσουμε. Ο αναγκαίος ρυθμός εξέλιξης επιβάλλεται από τις αναπτυγμένες χώρες, δεν επιλέγεται από εμάς. Η άρνηση να προσαρμοστούμε δεν διατηρεί τα κεκτημένα, απλώς χειροτερεύει την κατάσταση.
Στη διάρκεια της κοινωνικής εξέλιξης είναι αυτονόητο ότι πραγματοποιούνται προσπάθειες αναμόρφωσης του πολιτισμικού προτύπου και πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις για την αλλαγή αυτή. Κατά τη δικτατορία της χούντας είχε επιβληθεί το πρότυπο της «Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών». Σήμερα υπάρχει έντονη συζήτηση για τον εμφύλιο πόλεμο 1944-1949. Για ορισμένο τμήμα της κοινωνίας, προκλήθηκε από τους κομμουνιστές που ήθελαν να επιβάλουν στην Ελλάδα το σοβιετικό πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης. Για πολλούς άλλους, όμως, πέρα από την επιμονή του ΚΚΕ για σοβιετοποίηση της χώρας, έπαιξε σημαντικό ρόλο και η στάση της ακραίας συντηρητικής ομάδας της ελληνικής κοινωνίας. Εκμεταλλεύτηκε χωρίς δισταγμό την ευκαιρία να αποκλείσει λύσεις μιας δημοκρατικότερης οργάνωσης στην οποία θα συμμετείχε και η Αριστερά. Λύσεις όπως εκείνες που εφαρμόστηκαν στην Ιταλία, στη Βρετανία και στη Γαλλία. Μόλις μετά την πτώση της χούντας, το 1974, πραγματοποιήθηκε βαθμιαία ένα καθεστώς σύμφωνο με τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα, το οποίο και αποτελεί πια το αναγνωρισμένο πολιτισμικό πρότυπο για την τεράστια πλειοψηφία του ελληνικού λαού.
Αμφισβήτηση για το πολιτισμικό δημοκρατικό πρότυπο υπάρχουν από ακραίες πολιτικές παρατάξεις. Θα σταθώ, όμως, εδώ κυρίως σε ένα φαινόμενο που ενέχει πραγματικούς κινδύνους και είναι ο εθνικολαϊκισμός. Ο εθνικολαϊκισμός απλοποιεί. Απευθύνεται όχι στο λογικό επιχείρημα, αλλά στο πηγαίο συναίσθημα. Χρησιμοποιεί διάφορα θέματα που συγκινούν για να διεγείρει. Επιστρατεύει ανάλογα με τις συγκυρίες την ξενοφοβία, τις διεθνείς και εσωτερικές συνωμοσίες, τις εκμεταλλευτικές διαθέσεις των μονοπωλίων, την αδηφαγία των βιομηχάνων και την ανικανότητα των πολιτικών. Δεν ενοχλείται από λογικές ασυνέπειες. Δεν ενδιαφέρεται για μια συγκροτημένη επιχειρηματολογία. Ενδιαφέρεται για την υπεραπλούστευση που συσπειρώνει τις αρνήσεις, ώστε να προκαλέσει διαμαρτυρίες και να συγκεράσει τις απογοητεύσεις σε μια καθολική αντιπαράθεση. Ενδιαφέρεται να κινητοποιηθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι, ασχέτως των πεποιθήσεών τους, κατά του εχθρού που υποδεικνύει.
Ο εθνικολαϊκισμός με τον τρόπο αυτόν μεταθέτει τα προβλήματα από το επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων, της λειτουργίας της οικονομίας και των θεσμών σε ένα επίπεδο σχέσεων των πολιτών προς τους κυβερνώντες. Κατά τον εθνικολαϊκιστικό λόγο, οι εξηγήσεις για το πώς λειτουργεί η οικονομία και η κοινωνία είναι παραπλανητικές. Εκείνοι που φταίνε κρύβουν την αλήθεια. Οι πολίτες πρέπει να στρέφονται αδιαμεσολάβητα στους ηγέτες και να απαιτούν να λύσουν τα προβλήματα συγκεντρώνοντας όλο και περισσότερη εξουσία στα χέρια τους. Αυτοί τότε μπορεί και πρέπει να αντιδρούν αποφασιστικά, π.χ. «να σκίσουν τα Μνημόνια» ή «να αρνηθούν τα χρέη της Ελλάδας».
Βρισκόμαστε τώρα σε μια περίοδο κατά την οποία η χώρα είναι υποχρεωμένη, λόγω της ένταξής στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, να υπερβεί την υστέρησή της. Γενικά παραδεκτό είναι πια ότι το εύκολο παραγωγικό πρότυπο της χαμηλής τεχνολογίας, της χαμηλής ειδίκευσης και, για αυτό, των χαμηλών αμοιβών δεν μπορεί να εξασφαλίσει ανάπτυξη. Πρέπει να απαλλαγούμε από τις ιδεολογίες και τις πρακτικές που βολεύουν αλλά μας καθηλώνουν. Αν, για παράδειγμα, συνεχίσουμε να παρέχουμε παιδεία που δεν εξασφαλίζει υψηλή εξειδίκευση, αν ιδρύουμε ΤΕΙ με κριτήριο την ανταπόκριση σε αιτήματα διαφόρων επαρχιών, αν αποδεχόμαστε πανεπιστήμια μαζικής παραγωγικής διπλωμάτων και όχι γνώσεων, θα παραμείνουμε με βεβαιότητα στην τελευταία ομάδα των ευρωπαϊκών κρατών, στο περιθώριο των εξελίξεων, χωρίς προοπτική να φτάσουμε σε ένα ανώτερο επίπεδο ζωής και εισοδήματος.
Είναι ανάγκη να προσαρμόσουμε το πολιτιστικό πρότυπο στα δεδομένα και στις ανάγκες της εποχής. Να απαλλαγούμε από διάφορες ιδεολογίες ασύμβατες με την πραγματικότητα, ιδεολογίες που υπόσχονται θαυμάσιες λύσεις που οδήγησαν και οδηγούν σε αδιέξοδα. Να λάβουμε υπ’ όψιν μας την παγκοσμιοποίηση και την έκθεσή μας στη διεθνή ανταγωνιστικότητα. Να συνειδητοποιήσουμε ότι η αποτελεσματικότητα των προσπαθειών μας προϋποθέτει γνώση, συστηματική προετοιμασία και σχεδιασμένη υλοποίηση. Να αντιληφθούμε ότι η ειλικρίνεια, ο ρεαλισμός, η τεκμηριωμένη κρίση είναι προϋποθέσεις δημιουργικής δουλειάς. Να ορίσουμε με σαφήνεια τις επιδιώξεις μας, τους στόχους που θα εξασφαλίσουν σταθερή ανάπτυξη στη χώρα και να τους επιδιώξουμε χωρίς δισταγμούς και αμφιβολίες.