Στάθης Ν. Καλύβας
Καθημερινή, 3/12/2017
Σε παλαιότερο κείμενό μου («Στα υπόγεια είναι η θέα», 14.3.2010) έγραφα πως η υπόγεια Αθήνα διαφέρει ριζικά από την υπέργεια: το μετρό είναι μια όαση ασφάλειας, ευταξίας, καθαριότητας και λειτουργικότητας. Οι ίδιοι άνθρωποι που συμπεριφέρονται με «τριτοκοσμικό» τρόπο υπέργεια, μετατρέπονται σε «Eυρωπαίους» υπόγεια. Το μετρό, με άλλα λόγια, είναι η απόδειξη πως το πλαίσιο επιδρά στη συμπεριφορά των ανθρώπων και πως δεν είμαστε δέσμιοι της ιστορίας και του δήθεν εθνικού μας χαρακτήρα. Αναζητώντας τα αίτια που διαμόρφωσαν το πλαίσιο αυτό, σημείωνα τρεις σημαντικούς παράγοντες: τη μορφή του οργανισμού διαχείρισής του (ένα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, όχι μια δημόσια υπηρεσία), την εφαρμογή μιας διακριτικής αλλά συστηματικής αστυνόμευσης και τη συνεπή και συνεχή εφαρμογή των κανόνων.
Θεωρώντας το μετρό ως μέτρο των δυνατοτήτων μας, το παρακολουθώ ως δείκτη αντοχής τους μέσα στην τρικυμία που ακολούθησε. Η πτώση της ποιότητας των υπηρεσιών του είναι εμφανής. Η συμπεριφορά των ανθρώπων χειροτερεύει αισθητά, ενώ ο Ηλεκτρικός που είχε ωφεληθεί θετικά από τη λειτουργία του παρουσιάζει πλέον τραγική εικόνα. Το πολύπλευρο φιάσκο του ηλεκτρονικού εισιτηρίου δεν είναι παρά η πιο πρόσφατη έκφραση μιας σαφούς παρακμής, ενώ η οικονομική τρύπα που δημιουργήθηκε την τελευταία διετία υπονομεύει το μέλλον του.
Παρά τον ορθό σχεδιασμό του, το μετρό μολύνθηκε από δύο φορείς της σύγχρονης ελληνικής κακοδαιμονίας. Από τη μία, το πελατειακό κράτος που διόριζε ανθρώπους δίχως προσόντα (διαβάστε το πόρισμα του γενικού επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης Λ. Ρακιντζή, τον Φεβρουάριο 2010) και από την άλλη, ο συνδικαλισμός που επιτρέπει στους ανθρώπους αυτούς να προσπορίζονται ιδιωτικά οφέλη εκβιάζοντας την κοινωνία μέσω της απεργίας. Στους αρχικούς αυτούς παράγοντες θα πρέπει να προσθέσουμε την ενσωμάτωση της εταιρείας ΑΜΕΛ σε έναν ενοποιημένο και προβληματικό οργανισμό αστικών συγκοινωνιών (ΣΤΑΣΥ), την αντικατάσταση πετυχημένων μάνατζερ με κομματικούς εγκαθέτους το 2015, την καλλιέργεια από την κυβέρνηση της λογικής του τζάμπα που συντηρούν ευρύτερες πρακτικές εισιτηριοαποφυγής, την έμμεση προστασία των τραμπούκων-βανδάλων που καταστρέφουν συστηματικά υποδομές και απειλούν τους ελεγκτές με βία και τέλος το κόστος της απάτης των πλαστών εισιτηρίων. Ομως, η πορεία προς την παρακμή δεν ήταν γραμμική. Την περίοδο 2013-15 υπήρξε μια αισθητή βελτίωση στην οικονομική απόδοση των μαζικών συγκοινωνιών μαζί με παράλληλη μείωση της τιμής του εισιτηρίου, ενώ δόθηκε μια προσωρινή λύση στο πρόβλημα των απεργιών μέσω της πολιτικής κινητοποίησης των απεργών, μέτρο που καταργήθηκε νομοθετικά από την κυβέρνηση Τσίπρα το 2015, με αποτελέσματα τη σημερινή θλιβερή εικόνα της γενικευμένης παράλυσης της πρωτεύουσας από τις απεργίες.
Η περίπτωση του μετρό μάς υπενθυμίζει την ουσία του λαϊκισμού. Θα περίμενε κανείς από μια αριστερή κυβέρνηση την προστασία και βελτίωση των μαζικών μεταφορών, ενός κατεξοχήν δημόσιου αγαθού, καθημερινού εργαλείου απαραίτητου στους οικονομικά αδύναμους. Και όμως, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να στηρίξει τους διορισμένους και τους βολεμένους (τα ρουσφέτια μάλιστα του «παλιού» πολιτικού συστήματος, όπως άλλωστε και στην ΕΡΤ) και όχι τους αδύναμους και τους πολίτες της πρωτεύουσας για τους οποίους δημιουργήθηκε το μετρό. Επέλεξε επίσης να προωθήσει τη μυωπική πολιτική τού τζάμπα και της ανοχής της λαθρεπιβίβασης που όμως υπονομεύει το μέλλον ολόκληρου του συστήματος μέσω των ελλειμμάτων που δημιουργεί, όπως ακριβώς τα ελλείμματα που δημιουργούσαμε την εποχή της ανέμελης ευημερίας οδήγησαν στη χρεοκοπία.
Υπάρχει και όμως μια άλλη πλευρά στο θέμα αυτό, κάπως πιο αισιόδοξη. Παρά τις τεράστιες πιέσεις που δέχθηκε, το μετρό άντεξε. Και η ύπαρξή του είναι σημαντική γιατί μας θυμίζει καθημερινά το πραγματικό μέτρο των δυνατοτήτων μας. Στόχος μας πρέπει να είναι η προσαρμογή της πραγματικότητας της χώρας μας στο επίπεδο που ορίζουν αυτές οι δυνατότητες και όχι το αντίθετο, η υποβάθμιση δηλαδή των δυνατοτήτων μας στο επίπεδο της σημερινής πραγματικότητας.