Παύλος Τσίμας
Τα Νέα, 2/12/2017
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο ένας από τους δύο πόλους του εθνικού διχασμού, περιβεβλημένος τη σχεδόν θρησκευτική λατρεία των οπαδών του, είχε ερωμένη. Κάποιαν Paola Lottero, ηθοποιό, σύζυγο για λίγο ενός έκπτωτου γερμανού πρίγκιπα. Της έγραφε φλογερά γράμματα ακόμη και κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, εκμυστηρευόμενος μάλιστα, αμέριμνα, διπλωματικά και στρατιωτικά μυστικά του κράτους. Η σχέση δεν ήταν ακριβώς κρυφή και, πάντως, φρόντισε εκείνη να την καταστήσει πασίγνωστη. Αμέσως μετά τον θάνατό του, η Paola εκμεταλλεύτηκε, όσο μπορούσε, τον μικρό αυτό θησαυρό εκδίδοντας τις επιστολές σε τρεις γλώσσες, αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά.
Την ιστορία καταγράφει ο Γιώργος Μαυρογορδάτος σ’ ένα εξαιρετικά σημαντικό βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε, με τίτλο «Μετά το 1922 – Η παράταση του διχασμού». Σημειώνει, εντυπωσιασμένος, ο συγγραφέας ότι παρά το αβυσσαλέο μίσος και το αίμα που χώριζε τις δύο παρατάξεις, οι βενιζελικοί δεν έκαναν ποτέ χρήση αυτής της υπόθεσης για να πλήξουν το ίνδαλμα των αντιπάλων τους. Κι ας δεχόταν ο δικός τους προφήτης, ο Βενιζέλος, καθημερινές, χυδαίες adpersonam επιθέσεις με πραγματικές (όπως ο γάμος του με την Ελενα Σκυλίτση) ή εντελώς κατασκευασμένες και ανυπόστατες αφορμές.
Κατά τον Μαυρογορδάτο – όπως έλεγε στην παρουσίαση του βιβλίου -, πρόκειται για μία ακόμη, μικρή απόδειξη της πολιτικής και ηθικής υπεροχής των βενιζελικών έναντι των κωνσταντινικών. Πιθανόν. Το βέβαιο είναι ότι τα μέσα που χρησιμοποιεί μια παράταξη, ένας πολιτικός οργανισμός, για να δώσει τις πολιτικές του μάχες, το τι επιτρέπει και τι δεν επιτρέπει στον εαυτό του, είναι κάτι περισσότερο από θέμα καλών τρόπων ή πολιτικής ορθότητας – όρος που δεν είχε, άλλωστε, εφευρεθεί στον Μεσοπόλεμο.
Η Αριστερά, για παράδειγμα, στα σκληρά μετεμφυλιακά χρόνια, αλλά και μετά τη δικτατορία, στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, απέφυγε συστηματικά τις προσωπικού χαρακτήρα επιθέσεις κατά αντιπάλων της, ακόμη και έναντι των διωκτών της. Μπορεί στο εσωτερικό της να είδε να χρησιμοποιούνται άγριες, ανθρωποφαγικές μέθοδοι εξόντωσης εσωκομματικών αντιπάλων. Μα στη δημόσια πολιτική αντιπαράθεση ήταν (με ελάχιστες εξαιρέσεις) πολύ διστακτική να καταφύγει στο όπλο των «σκανδάλων» και απέφευγε τελείως (δίχως εξαιρέσεις) το όπλο των προσωπικών επιθέσεων, την απόπειρα ηθικής μείωσης του προσώπου του πολιτικού αντιπάλου. Ακόμη κι όταν είχε την ευκαιρία.
Από αυτή την άποψη, με αυτή την προϊστορία, ο τρόπος με τον οποίο ο Πρωθυπουργός και ο εκπρόσωπός του επέλεξαν να υπερασπιστούν τον κυβερνητικό τους εταίρο στην υπόθεση της πώλησης όπλων στη Σαουδική Αραβία έρχεται σε ρήξη με μια ισχυρή παράδοση. Αποτελεί μία ακόμη ένδειξη της ροπής προς την πολιτιστική «αποαριστεροποίηση της Αριστεράς», την «ανελοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ».
Δεν αναφέρομαι στην ουσία της υπόθεσης, στις κατηγορίες και την αντίκρουσή τους, στο βάσιμο ή το αβάσιμο των επιχειρημάτων. Αναφέρομαι στην ευκολία με την οποία οι κατηγορίες αντιγυρίζονται με κατηγορίες και οι καταγγελίες που αφορούν πολιτικές υποθέσεις, το «δημόσιον πράγμα», απαντώνται με κατηγορίες που ανάγονται στην προσωπική ή επαγγελματική ζωή, όχι του αντιπάλου, μα της συζύγου του.
Στην ουσία της υπόθεσης, ο Πρωθυπουργός δεν είχε άλλη επιλογή από το να υπερασπιστεί τον εταίρο του. Θα μπορούσε, ίσως, να το κάνει κρατώντας κάποιες αποστάσεις ασφαλείας, μια «πισινή». Αλλά η υπεράσπιση του εταίρου ήταν υποχρεωτική. Τι, όμως, υποχρέωνε τον Πρωθυπουργό να ταυτιστεί και με το στυλ του εταίρου του, να δανειστεί τη γλώσσα του, τα όπλα του;
Τον ΣΥΡΙΖΑ, ως κυβερνητικό σχήμα, τον βαραίνει ένα προπατορικό αμάρτημα. Διεκδίκησε την εξουσία όχι ως κόμμα της Αριστεράς, αλλά ως «αντιμνημονιακό» όχημα διαμαρτυρίας. Οχι με την ορθολογική γλώσσα της Αριστεράς, μα με την ανορθολογική γλώσσα των ΑΝΕΛ. Αντί να έχει πυξίδα στην τρικυμία της κρίσης, μια προοδευτική κριτική στις αιτίες που την προκάλεσαν, στο μοντέλο που χρεοκόπησε, στο Μνημόνιο ως ανεπαρκή και άδικη απάντηση στη χρεοκοπία, άνοιξε τα πανιά του στους ούριους ανέμους της ευκολίας, ακριβώς όπως και ο μελλοντικός (προαποφασισμένος) εταίρος του. Κι είπε τα ίδια με αυτόν: πως ο κίνδυνος χρεοκοπίας είναι «παραμύθι με δράκο», πως το χρέος είναι ένα ψέμα, θα διαγραφεί, πως το Μνημόνιο δεν είναι μια (προβληματική έστω) απάντηση στη χρεοκοπία, αλλά η αιτία των δεινών μας, πως οι πολιτικοί αντίπαλοι είναι προδότες, γερμανοτσολιάδες που εφαρμόζουν το Μνημόνιο επειδή οι ξένοι τούς «κρατάνε» με σκάνδαλα και ούτω καθεξής.
Είναι, πράγματι, εντυπωσιακή η ταχύτητα με την οποία όλη αυτή η αποσκευή εξουσίας πετάχτηκε
στο καλάθι των αχρήστων όταν η σύγκρουση με την πραγματικότητα επέβαλε τη «βραβευμένη» πλέον στροφή. Αλλά φαίνεται πως κάτι έμεινε, δυστυχώς, από αυτό το προπατορικό αμάρτημα. Μια ώσμωση.
Κάτι στο ύφος, κάτι στη γλώσσα – κάτι και στο ήθος, φοβάμαι.