Μαρία Κατσουνάκη
Καθημερινή, 19/11/2017
Ούτε πρωτότυπο είναι ούτε σοφό ό,τι λέει. Είναι όμως αφοπλιστικό. Σαρκαστικό, οξυδερκές, περιβάλλεται από ένα κράμα παραδοξότητας και παραξενιάς που συμβαδίζει με την ηλικία του. Ο Λάκι είναι 90 χρόνων, ζει σε μια μικρή πόλη κάπου στην Αριζόνα, μοιάζει με τους κάκτους που τον περιβάλλουν, στεγνός και άνυδρος, ανθεκτικός.
Οι πρώτες κινήσεις της ημέρας είναι να ανοίξει το ραδιόφωνο και να κάνει κάποιες τυποποιημένες ασκήσεις φορώντας τα εσώρουχά του. Τα πολύ λιγνά πόδια του, στα πλάνα της έναρξης της ταινίας, δίνουν το αίσθημα της ευθραυστότητας αλλά και του ρεαλισμού. Εξάλλου το «it’s realism» είναι μια από τις αγαπημένες εκφράσεις του που επαναλαμβάνει τακτικά, συμπληρώνοντας προς επίρρωση: «Υπάρχει».
Ο «Lucky», η 88λεπτη ταινία του Τζον Κάρολ Λιντς (σκηνοθετικό ντεμπούτο ενός από τους σημαντικότερους καρατερίστες του αμερικανικού σινεμά), δεν είναι απλώς ένα hommage στον συνομήλικο με τον ήρωα πρωταγωνιστή του Χάρι Ντιν Στάντον. Είναι ένα βλέμμα σχεδόν ευφορικό σε αυτήν την ηλικία που συνορεύει με έναν άλλον κόσμο. Είναι η ηλικία όπου το, όποιο, παρόν απομένει, βαραίνει από τις επιλογές που δεν έγιναν, από τις διαδρομές ζωής που δεν προτιμήθηκαν. Ο Λάκι δεν κάνει απολογισμούς βαρείς ή μελαγχολικούς. Δεν αφήνει κανένα περιθώριο για δυστυχείς αποτιμήσεις. Βετεράνος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, συστήνεται απλώς ως ο «Λάκι», προσθέτοντας «ήμουν μάγειρας».
Δεν έκανε οικογένεια, η μοναξιά αναβλύζει στο κάθε τι που κάνει, στην κάθε κίνησή του. Εξάλλου, υποστηρίζει πως μόνοι ερχόμαστε, μόνοι φεύγουμε από τη ζωή και πως το «alone» (μόνος) συντίθεται από το all – one (όλα – ένας). Τηρεί απαρέγκλιτα την ημερήσια ρουτίνα του, που δίνει σχήμα στο 24ωρό του. Μετά την πρωινή γυμναστική, φοράει καουμπόικες μπότες και καπέλο, επισκέπτεται το καφέ της περιοχής, λύνει σταυρόλεξα, ανταλλάσσει μερικές φράσεις με τους σταθερούς θαμώνες, επιστρέφει σπίτι, παρακολουθεί ανελλιπώς τηλεπαιχνίδια, πηγαίνει στο μπαρ για να συναντήσει τους δυο φίλους του. Αποφεύγει τις φλυαρίες θεωρώντας ότι «ένα πράγμα είναι χειρότερο από την αμήχανη σιωπή. Η small talk (συμβατική, ψιλοκουβέντα)».
Η –ας πούμε– ανατροπή συμβαίνει με μια αναιτιολόγητη πτώση του μέσα στο σπίτι. Θα πρέπει να αρχίσει να «προετοιμάζεται για το αναπάντεχο», όπως αφήνει να εννοηθεί και ο γιατρός.
Ο σπουδαίος Χάρι Ντιν Στάντον λίγο αφότου γύρισε το «Lucky» έφυγε από τη ζωή (μέσα Σεπτεμβρίου του 2017), πριν δει την ταινία να προβάλλεται στις αίθουσες. Είχαμε την τύχη να την παρακολουθήσουμε στο 58ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, παρουσία του σκηνοθέτη της. Από την ερχόμενη εβδομάδα θα κάνει και την ελληνική πρεμιέρα της στους κινηματογράφους. Είναι σαν μια μικρή, ελλειπτική νουβέλα, για την καθημερινότητα ενός συνηθισμένου ανθρώπου, στην κόψη ζωής και θανάτου. Τίποτα δεν σταματάει, τίποτα δεν επιβραδύνεται ή αναιρείται. Το αντίθετο. Οσο υπάρχει ο Λάκι μπορεί και να μεταμορφώνεται· μπορεί να προσπαθεί να αγκαλιάσει, άγαρμπα γιατί δεν ξέρει πώς, μια κοπέλα που τον νοιάζεται σαν κόρη του· μπορεί να τραγουδήσει ένα δημοφιλές μεξικάνικο τραγούδι σε ένα παιδικό πάρτι που τον προσκαλούν, εντελώς απροσδόκητα, αιφνιδιάζοντας τους πάντες. Γιατί η ραγισμένη φωνή του έχει πάθος και συγκίνηση τόση, που δημιουργεί κοινότητα αισθημάτων. Συμμετέχει· ίσως και για πρώτη φορά στη ζωή του. Οχι ότι δεν ενδιαφέρεται για τους φίλους του ή δεν έχει τις δικές του ιστορίες να εξομολογηθεί. Αλλά «συμμετοχή»; Του είναι ξένη, άγνωστη γλώσσα.
Η ταινία κινείται ανάμεσα στο ύφος του Τζιμ Τζάρμους και του Ντέιβιντ Λιντς (εμφανίζεται μάλιστα ο Λιντς ως, απαρηγόρητος, θαμώνας του μπαρ καθότι υπήρξε κάτοχος προσφάτως απολεσθείσας χελώνας με το όνομα Θίοντορ Ρούζβελτ!). Ομως δεν είναι η σινεφιλική διάσταση που την καθιστά αξιαγάπητη. Ούτε ο –εξαιρετικός– συντονισμός σεναρίου και μουσικής (κυρίως τραγούδια του Τζόνι Κας). Είναι η σχεδόν θεραπευτική θαλπωρή που αναδίνει. Η απενοχοποίηση αυτού που θεωρούμε «ασήμαντο», η απαλλαγή από το φορτίο «τι αποτύπωμα αφήνω φεύγοντας από τον κόσμο αυτό». Γιατί η ερημιά, ο φόβος, η μοναξιά, μπορούν να είναι και η συγκολλητική ουσία, ό,τι μας συνέχει και μας ενώνει. «Είναι ρεαλισμός. Υπάρχει».