Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης
Τα Νέα, 20/10/2017
Ανεξάρτητα από τον κυβερνητικό συνασπισμό που θα προκύψει τελικά στην Αυστρία, τα εκλογικά αποτελέσματα στη χώρα αυτή επιβεβαιώνουν τη δραματική μετατόπιση της Ευρώπης προς τα δεξιά. Ολλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία ακολούθησαν τη δεξιά στροφή με νίκες για τα συντηρητικά, δεξιά κόμματα ή και, το χειρότερο, με εντυπωσιακή αύξηση των ψήφων για τις ακροδεξιές, λαϊκιστικές, ευρωσκεπτικιστικές δυνάμεις. Εξαίρεση μέχρι στιγμής στον κανόνα αυτό το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου το Εργατικό Κόμμα αύξησε σημαντικά τις ψήφους του, η Πορτογαλία και το τελευταίο εκλογικό αποτέλεσμα στην Κάτω Σαξονία στη Γερμανία, όπου το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) κατέγραψε εκλογική επιτυχία ύστερα από διαδοχικές ήττες. Βέβαια, σημαντικό είναι ότι τα ακροδεξιά, λαϊκιστικά κόμματα απέτυχαν να καταλάβουν την εξουσία, όπως αρχικά ήλπιζαν, κυρίως σε Ολλανδία και Γαλλία (αν και μπορεί να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση στην Αυστρία). Οι παράγοντες που τροφοδότησαν την ενίσχυση της Δεξιάς και κυρίως της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη είναι λίγο – πολύ γνωστοί: Οι δυνάμεις αυτές κέρδισαν λαϊκή υποστήριξη με την προβολή τεσσάρων «αντί» – αντίθετες στη μετανάστευση, αντίθετες στην (υποτιθέμενη) ισλαμοποίηση της Ευρώπης, αντίθετες στην ευρωζώνη και αντίθετες προς τις κυρίαρχες ελιτ και το πολιτικό σύστημα. Με την εξαίρεση του τελευταίου «αντί», τα υπόλοιπα τρία υπερβαίνουν το πλαίσιο του εθνικού κράτους και συνδέονται κυρίως με την Ευρωπαϊκή Ενωση και τις πολιτικές που υλοποιούνται από την τελευταία.
Αναπόφευκτα ανακύπτει επομένως το ερώτημα: πώς απαντά η Ενωση στα «αντί» αυτά; Υπάρχουν ουσιαστικά δύο σχολές διαφορετικών προσεγγίσεων. Η πρώτη διατείνεται ότι η απάντηση βρίσκεται στην επιβράδυνση της ενοποίησης, στην επιστροφή της διαχείρισης όλων των θεμάτων στα εθνικά συστήματα και κυβερνήσεις. Η δεύτερη προσέγγιση επιχειρηματολογεί προς την αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση, ότι δηλαδή απαιτείται επιτάχυνση της ενοποίησης προκειμένου η Ενωση να αποκτήσει τις θεσμικές και πολιτικές ικανότητες (capabilities) για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα τις προκλήσεις της μετανάστευσης, οικονομίας, ασφάλειας εσωτερικής και εξωτερικής, προκλήσεις που τροφοδοτούν την άνοδο της Ακροδεξιάς. Στην προσέγγιση αυτή υπάρχει η έμμεση παραδοχή ότι πράγματι η Ενωση απέτυχε στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των θεμάτων αυτών. Αλλά απέτυχε γιατί δεν είχε τα μέσα και πολιτικές ικανότητες για ένα διαφορετικό αποτέλεσμα. Επομένως η πρόκληση του ακροδεξιού λαϊκισμού δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με την επιστροφή στο εθνικό κράτος. Οικονομία, μετανάστευση, ασφάλεια είναι θέματα που από μόνο του ένα κράτος δεν μπορεί να κάνει πολλά, πέρα από το «να υψώνει τείχη», να στραγγαλίζει ανθρωπιστικές αξίες και να παραβιάζει το κράτος δικαίου. Η πρόκληση του λαϊκισμού δεν αντιμετωπίζεται με λιγότερη αλλά περισσότερη Ευρώπη. Και αυτή είνα π.χ. «η στρατηγική Μακρόν» που ελπίζεται ότι θα ενστερνισθεί τελικά και η Ανγκελα Μέρκελ για τη νέα και πιθανότατα τελευταία θητεία της. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί εμφατικά ότι από τη στρατηγική Μακρόν απουσιάζει ένα κεντρικό στοιχείο – πρόταση, απόλυτα αναγκαίο για την ακύρωση των κοινωνικών αιτίων που γεννούν τον λαϊκισμό: η πρόταση για μια πολύ πιο επιθετική πολιτική για την επίτευξη κοινωνικής και οικονομικής σύγκλισης και απολέμησης των νέων (και παλαιών) ανισοτήτων.