Γιάννης Μεϊμάρογλου
Τα Νέα, 9/10/2017
Κλείνοντας το δημόσιο σχόλιό του, ο «επικηρυγμένος» καθηγητής κ. Συρίγος διατυπώνει με τον πιο εύγλωττο τρόπο το ουσιαστικό ερώτημα στο οποίο πρέπει ν’απαντήσει σήμερα κάθε υπεύθυνος πολίτης της χώρας καθορίζοντας ταυτόχρονα και τη στάση του απέναντι στο μέλλον της: «Τι κοινωνία θέλουμε;»
Ο καθηγητής υπέστη ο ίδιος τις συνέπειες του «θράσους» του να κάνει το αυτονόητο. Να υπερασπίσει δηλαδή τη δημόσια περιουσία από την αυθαιρεσία των περιθωριακών ομάδων που αλωνίζουν μέσα στα πανεπιστήμια καλυπτόμενες πίσω από το κακοποιημένο άσυλο.
Το συμπέρασμα είναι ότι η ακαδημαϊκή κοινότητα φαίνεται πλέον εθισμένη – ακόμα και όταν καταδικάζει – στην ανοχή παρόμοιων φαινομένων βίας που πολλαπλασιάζονται καθημερινά, ενισχυμένα από την ανοχή της επίσημης πολιτείας. Το πανεπιστήμιο, ως πηγή γνώσης και επιστημονικής έρευνας μοιάζει οριστικά εγκλωβισμένο στην αυθαιρεσία και την ιδεοληψία.
Τελικά, τι πανεπιστήμιο χρειαζόμαστε;
Την ίδια στιγμή η συζήτηση για το δικαίωμα επιλογής προσδιορισμού του φύλου, έφερε ξανά στην επιφάνεια τη δυναμική του κοινωνικού συντηρητισμού στα ζητήματα που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ανέδειξε επίσης, για μια ακόμα φορά, την ιεροεξεταστική εμμονή της εκκλησίας να καθορίζει η ίδια το «φυσιολογικό» στη σεξουαλική ζωή των ανθρώπων.
Τελικά, ποια ατομικά δικαιώματα ανεχόμαστε;
Η ανεξέλεγκτη πετρελαιοκηλίδα που ρύπανε τον Σαρωνικό απέδειξε ότι η πολιτεία, ανεξάρτητα από το χρώμα της εξουσίας, δεν έχει ούτε τη θέληση ούτε τη δύναμη να τα βάλει με το λαθρεμπόριο των καυσίμων, και όχι μόνο. Η δικαιοσύνη έδεσε ακόμα πιο σφιχτά το μαντήλι στα μάτια της και έδειξε την διασταλτική της επιείκεια όπου χρειάστηκε.
Τελικά, τι δικαιοσύνη έχουμε;
Τη στιγμή που η οικονομία και η κοινωνία έχουν γονατίσει από την πολύχρονη κρίση, η πλειοψηφία των πολιτών αρνείται πεισματικά να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Τα φαντάσματα των συντεχνιών πλανόνται απειλητικά πάνω από κάθε προοδευτική μεταρρυθμιστική απόπειρα. Δαιμονοποιείται η αξιολόγηση, εξορκίζεται η νέα τεχνολογία, αφορίζεται κάθε προσπάθεια περιορισμού της μαύρης οικονομίας. Η ιδιωτική πρωτοβουλία και οι επενδύσεις παραδίδονται καθημερινά στο πυρ των πιο απίθανων ιδεοληπτικών εμποδίων.
Τελικά, τι είδους ανάπτυξη περιμένουμε;
Το πολιτικό σύστημα, βυθισμένο στη βολή του, δεν μοιάζει να νοιάζεται ιδιαίτερα για τις απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα. Του αρκεί μια κοινωνία που ακόμα και με την αδιαφορία και την αποχή της, το ανέχεται και το συντηρεί. Το πελατειακό κράτος καλά κρατεί, η ιδεολογία του Γατόπαρδου θριαμβεύει, οι πολιτικά κοστοβόρες αλλαγές και ρήξεις αναβάλλονται συνεχώς, η χώρα βαλτώνει.
Αν η «πρώτη φορά Αριστερά» προσέφερε μια υπηρεσία στη χώρα, αυτή δεν είναι άλλη από την διάλυση της αριστερής αυταπάτης και των ψευδαισθήσεων. Απέδειξε ότι ο λαϊκισμός είναι διακομματικός, όπως και η σύγκρουση της προόδου με τη συντήρηση. Δεν έχουμε άλλη διέξοδο από το να επιλέξουμε εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις που οραματίζονται να οικοδομήσουν μια ανοιχτή, προοδευτική κοινωνία, που θα στηρίξουν τα ζωντανά παραγωγικά κύτταρα και είναι αποφασισμένες να συγκρουστούν με τη στασιμότητα, τη συντήρηση και τον λαϊκισμό.