Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος
Καθημερινή, 17/9/2017
Το διαπιστώσαμε, για πολλοστή φορά, με τον θάνατο της Ζωής Λάσκαρη: οτιδήποτε έχει γεννηθεί και προέρχεται από την Ελλάδα της δεκαετίας του ’60 εξακολουθεί να διατηρεί την ισχύ του σήμερα, πάνω από μισόν αιώνα μετά. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι τούτο αφορά τόσο τα δημιουργήματα της υψηλής τέχνης όσο και της μαζικής κουλτούρας. Εξ ου και η λατρεία για τους ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου εκείνης της εποχής, ο οποίος, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, δεν ήταν με αυστηρά καλλιτεχνικά κριτήρια, υψηλής αισθητικής, ούτε καταπιάστηκε με μεγάλα θέματα.
Δεν χρειάζεται καν να μιλήσουμε για την αναπαραγωγική δύναμη της υψηλής τέχνης που παρήχθη το ’60 στο θέατρο, στη μουσική, στη λογοτεχνία, στη ζωγραφική, στην αρχιτεκτονική. Ζούμε ακόμη στον αστερισμό της, τουλάχιστον φαντασιακά. Ο Κουν, ο Τσαρούχης, ο Μόραλης, ο Πικιώνης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος, ο Τσίρκας αντιμετωπίζονται από τους επιγόνους τους ως θεμελιώδεις αναφορές. Ακόμη κι αν θέλουν να τους ξεπεράσουν, θα πρέπει να αναμετρηθούν μαζί τους. Ειδικά το έντεχνο αλλά και το λαϊκό τραγούδι της εποχής –που άλλωστε τροφοδοτήθηκε από τη μεγάλη ελληνική ποίηση και πολιτικοποιήθηκε έντονα– γνώρισε, και γνωρίζει ακόμη, πρωτοφανή αποδοχή. Οι δύο μεγάλοι συνθέτες της εποχής μοιάζει σαν να μην έχουν χάσει καθόλου τη φρεσκάδα τους εν έτει 2017. Ο Μίκης Θεοδωράκης, 92 ετών σήμερα, συνεχίζει να γεμίζει ασφυκτικά τα στάδια, και τη «Ρωμιοσύνη» του να την τραγουδούν ακόμη 20χρονοι. Ο δε Μάνος Χατζιδάκις δεν μας κάνει μόνο να υποκλινόμαστε στην αιθέρια μουσική του αλλά και στη διαρκώς επίκαιρη πολιτικο-κοινωνική σκέψη του. Είναι το πρότυπο του προοδευτικού διανοουμένου.
Τι είναι αυτό άραγε που μας θέλγει τόσο σ’ αυτήν τη δεκαετία της περίφημης «πολιτιστικής άνοιξης» που, κατά τα άλλα, ήταν περίοδος μεγάλης πολιτικής αναταραχής, φτώχειας για το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας και μαζικής μετανάστευσης; Υπάρχουν, κατά την άποψή μου, τρεις λόγοι γι’ αυτό.
Πρώτον, επρόκειτο για μια εξαιρετικά δυναμική κοινωνία, νεανική και σφύζουσα, που αναπτυσσόταν δημογραφικά παρά τις υλικές ελλείψεις της και που αγαπούσε τη ζωή και τις χαρές της παρά τον διάχυτο συντηρητισμό. Εχοντας αφήσει πίσω της πολέμους, εμφυλίους και εθνικές καταστροφές, είχε πλήρη συνείδηση για το πού έπρεπε να κοιτάξει: προς τα εμπρός, όχι προς τα πίσω. Γι’ αυτό και τούτη την προωθητική δύναμη του κοινωνικού εκσυγχρονισμού που ξεπηδούσε αυθόρμητα από τα κάτω, δεν μπόρεσε να την ανακόψει ούτε καν η δικτατορία του ’67, η οποία ήταν ακριβώς μια απελπισμένη απόπειρα ενός υπερσυντηρητικού τμήματος του μετεμφυλιακού ηγεμονικού συστήματος να ξαναγυρίσει την κοινωνία στο διχαστικό και στρατοκρατικό παρελθόν.
Κατ’ επέκταση, ήταν μια κοινωνία που πίστευε στο μέλλον. Ηταν δηλαδή πεπεισμένη πως όσα θα έρθουν, για την ίδια και τα παιδιά της, θα είναι καλύτερα, αρκεί να σπουδάζουν, να μοχθούν στη δουλειά τους και να αντέχουν τις συγκυριακές δυσκολίες. Φυσικά, το έκανε με όρους οικογενειακού ατομισμού, όπως ήξερε παραδοσιακά, αυτό όμως της επέτρεπε, από την άλλη, να ξεπερνά την απουσία του κράτους, οικοδομώντας ακόμη και με ταπεινά υλικά την πρόοδό της. Ετούτη η στρατηγική δεν αφορούσε μόνο τα ανερχόμενα κατώτερα στρώματα αλλά και το βιομηχανικό ή εφοπλιστικό κεφάλαιο, που υποτασσόταν επίσης στην οικογενειοκρατική δομή. Αυτά όλα ενίσχυαν μεν τον κοινωνικό συντηρητισμό, προσέφεραν όμως ασφάλεια και κοινωνική ειρήνη σε ανθρώπους με πολύ λίγα μέσα στη διάθεσή τους.
Επρόκειτο, τέλος, για μια διανόηση και καλλιτεχνική πρωτοπορία που αναζητούσε και προβληματιζόταν για την ταυτότητά της, για το ποια ήθελε να είναι μέσα στο δυτικό πλαίσιο όπου ανήκε. Για να είμαστε δίκαιοι, η αναζήτηση αυτή είχε ξεκινήσει από την προηγούμενη γενιά, εκείνη του Μεσοπολέμου, η οποία επίσης προσδιόρισε καταλυτικά το ελληνικό φαντασιακό. Στην πραγματικότητα, η πολιτιστική άνοιξη του ’60 εμπλούτισε και διεύρυνε ακριβώς αυτή την προβληματική, και ήταν η αιτία για το διεθνές ενδιαφέρον που άρχισε να συγκεντρώνει τότε η Ελλάδα ως ένα ευρωπαϊκό έθνος που είχε να παρουσιάσει έναν αυθεντικό εαυτό και να συνεισφέρει κάτι δικό της στο δυτικό μωσαϊκό.
Για κάθε κοινωνία, μετά το σοκ μιας «καταστροφής», αρχίζει να αναδύεται το ερώτημα ενός νέου αυτοπροσδιορισμού, μιας νέας επανεκκίνησης. Είμαστε ακριβώς σε αυτό το μεταίχμιο, έπειτα από σχεδόν μια δεκαετία καθίζησης. Η διαφορά είναι ότι το δικό μας μέλλον σ’ έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο θα φτιαχτεί ως ένα αμάλγαμα εγχώριων και διεθνών υλικών. Πρέπει δηλαδή περισσότερο να ανοιχτούμε στον έξω κόσμο παρά να κλειστούμε σε ομφαλοσκόπηση. Αυτό θα βοηθούσε, εξάλλου, να ξεπεραστεί η δημογραφική μας συρρίκνωση, εντάσσοντας στο εθνικό φαντασιακό τις εμπειρίες ενός ελληνισμού που ζει στα πέρατα του κόσμου. Κρίσιμη θα αποδεικνυόταν και η εμπέδωση μιας νέας ηθικής της εργασίας που θα αντικαθιστούσε τη γενικευμένη προσοδοθηρία της Μεταπολίτευσης. Η συνειδητοποίηση, πάντως, ότι αυτό το μικρό έθνος έχει να επιδείξει στην πορεία του όψεις αυθεντικής δημιουργίας, είναι το καλύτερο μάθημα που έχουν να δώσουν στους νέους οι απαισιόδοξοι σήμερα γονείς τους. Που κάποτε οι ίδιοι πίστεψαν τόσο πολύ στο μέλλον.
* Ο κ. Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας