Παύλος Τσίμας
Τα Νέα, 9/9/2017
Κάποιοι πολιτικοί ηγέτες μοιάζουν λαξευμένοι σε μονόλιθο. Συμπαγείς και ευανάγνωστοι, έχουν οπαδούς και αντιπάλους, μα δεν χρειάζονται ερμηνευτές. Η πολιτική τους διαδρομή υμνείται ή επικρίνεται, αλλά δεν αφήνει πίσω της γρίφους που πρέπει να λυθούν. Ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν ανήκει, προφανώς, σε αυτή την κατηγορία. Φτιαγμένος από φως και σκιά, «επιτρέπει» στον κάθε μνηστήρα της κληρονομιάς του να αποσπά ένα κομμάτι από το μωσαϊκό, όποιο του ταιριάζει, και να το μεγεθύνει λέγοντας: αυτός ήταν και εγώ είμαι ο φυσικός του διάδοχος.
Υπάρχει ο Παπανδρέου πριν γίνει ο Ανδρέας, νεωτεριστής οικονομολόγος και εξαιρετικός ακαδημαϊκός μάνατζερ, με ισχυρές διασυνδέσεις με το προοδευτικό αμερικανικό κατεστημένο. Ο Ανδρέας που προσγειώθηκε στην Ελλάδα του ’60 ως πραγματιστής, ευρωπαϊστής, εκσυγχρονιστής για να εξελιχθεί σε πρωταγωνιστή της σύγκρουσης με το παλάτι. Ο Ανδρέας των χρόνων της δικτατορίας και η ριζοσπαστική στροφή του, σε επαφή με τα ρεύματα της νέας Αριστεράς. Ο Ανδρέας της μεγάλης τομής του 1974, ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ, ο Ανδρέας του δρόμου προς την εξουσία και ο Ανδρέας της εξουσίας, που δεν αντιστάθηκε στη φθορά της. Ο Ανδρέας της τετραετίας της Αλλαγής 1981-85 και ο Ανδρέας της ημιτελούς δημοσιονομικής διόρθωσης και της πτώσης τη δεύτερη τετραετία 1985-89. Και υπάρχει και ο Ανδρέας της επιστροφής στην εξουσία, το 1993, μετά την περιπέτεια του Ειδικού Δικαστηρίου. Αλλά αυτή είναι μάλλον η στιγμή της Ιστορίας που από κανέναν επίδοξο διάδοχο δεν διεκδικείται. Κι όμως ήταν σημαντική. Και, οπωσδήποτε, διδακτική.
Φέρτε λίγο στον νου την εποχή. Επειτα από μια περίοδο μεγάλων παθών, το Ειδικό Δικαστήριο, την ανατροπή της κυβέρνησης Μητσοτάκη, στην πολιτική της οποίας το ΠΑΣΟΚ είχε κάνει μαχητική, καθολική αντιπολίτευση, ο Ανδρέας επιστρέφει στην εξουσία τον Νοέμβριο του 1993. Συνοδευόμενος από μια αυτονόητη σχεδόν προσδοκία επιστροφής στο 1981, στην εποχή της μεγάλης αναδιανομής. Αλλά εκείνος πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα και στο πρώτο Υπουργικό Συμβούλιο (2/12/1993) εκφωνεί έναν λόγο που προσγειώνει και διαψεύδει τις προσδοκίες.
Αρχιζε έτσι: «Το δημόσιο χρέος έχει γονατίσει τον προϋπολογισμό του κράτους. Βλάπτεται η εθνική οικονομία στο σύνολό της. Οι μεγάλες δανειακές ανάγκες του προϋπολογισμού έχουν κάνει το χρήμα πανάκριβο. Τα υψηλά επιτόκια στραγγαλίζουν τις επενδύσεις. Οι επιχειρήσεις συρρικνώνονται. Οι εργαζόμενοι χάνουν τις δουλειές τους».
Στην εισήγηση εκείνη, ο Παπανδρέου εξηγούσε πως, μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973 που έφερε το τέλος της μεταπολεμικής οικονομικής ευφορίας, όλες οι ευρωπαϊκές χώρες αύξησαν το χρέος τους «για να διαφυλάξουν το βιοτικό τους επίπεδο, δίχως να προωθήσουν πρόσθετη παραγωγική προσπάθεια στους λαούς τους». Μα στην Ελλάδα – συνέχισε – υπήρχαν πρόσθετοι, ιθαγενείς παράγοντες. Και απαριθμώντας τους ήταν σαν να κάνει μια γενναία αυτοκριτική για τη δεκαετία του ’80 («υπάρχει ιστορικά κι ένα θέμα δικής μας ευθύνης»), αλλά και σαν να διατυπώνει μια διαυγή προφητεία για όσα έμελλε να συμβούν αν δεν… – και πράγματι συνέβησαν, μετά το 2007.
Το ελληνικό πρόβλημα – έλεγε – είναι ότι οι κρατικοί θεσμοί δεν παρακολούθησαν τη γρήγορη οικονομική ανάπτυξη των προηγούμενων δεκαετιών. Το φορολογικό σύστημα δεν προσαρμόστηκε. Φοροαπαλλαγές που δόθηκαν κάποτε για αναπτυξιακούς λόγους (όπως στην οικοδομή) διατηρούνταν χρόνια μετά την εκπλήρωση της αποστολής τους. Οι κάποτε πάμπτωχοι αγρότες συνέχιζαν αδικαιολόγητα να εξαιρούνται των φορολογικών βαρών. Και ενώ η οικονομική ανάπτυξη ανέβασε στο προσκήνιο σε μεγάλους αριθμούς ελεύθερους επαγγελματίες και επιχειρήσεις μικρομεσαίες ή μεγάλες που προσφέρουν υπηρεσίες, ο φορολογικός μηχανισμός «στάθηκε ανίκανος να εντάξει τα στρώματα αυτά στο σώμα των φορολογουμένων κατά τρόπο ανάλογο με το εισόδημά τους». Το σημαντικότερο: Το κράτος «πέρα από το να απορροφά παθητικά ένα μέρος των εργαζομένων που διαφορετικά θα έμεναν άνεργοι», δεν κατόρθωσε να ανταποκριθεί στις αναπτυξιακές ανάγκες.
Κοινοί τόποι τώρα πια, αλλά τότε σήμαναν μια στροφή. Που σηματοδοτήθηκε από το σλόγκαν «είτε το έθνος θα εξαφανίσει την υπερχρέωση της χώρας είτε η υπερχρέωση θα αφανίσει το έθνος». Στην πράξη, ο Αλέκος Παπαδόπουλος πέτυχε να εξασφαλίσει τα άγνωστα ώς τότε, χιλιοτραγουδισμένα τώρα, πρωτογενή πλεονάσματα. Και ο Σάκης Πεπονής εισήγαγε μια εξαιρετικά αντιδημοφιλή στον πολιτικό κόσμο αλλά μεγάλης σημασίας τομή στο κράτος: το ΑΣΕΠ. Η προσπάθεια συνεχίστηκε με δυσκολίες για χρόνια ωσότου εγκαταλειφθεί και η χώρα σαλπίσει όπισθεν ολοταχώς στο 2004 ή ίσως λίγο πριν.
Γνωστές ιστορίες αυτές. Αλλά εκείνον τον Ανδρέα, τον κόντρα στο ρεύμα, του 1993, καλό είναι να τον θυμόμαστε πότε πότε. Και να τον θυμίζουμε ιδίως σ’ εκείνους που εμφανίζονται ως μνηστήρες της πολιτικής του κληρονομιάς μα τον χρησιμοποιούν ως άλλοθι πολιτικαντισμού και αντι-εκσυγχρονιστικού ήθους, υμνώντας ακριβώς όσα ο αείμνηστος πρόλαβε εν ζωή να αποδοκιμάσει και να δοκιμάσει έμπρακτα να διορθώσει.