Παύλος Τσίμας
Τα Νέα, 26/8/2017
Για μια στιγμή, λίγο μετά τους πρώτους καύσωνες, λίγο πριν τις πυρκαγιές και πολύ πριν ανέβει στην εσωτερική πολιτική σκηνή η ατζέντα της εσθονικής προεδρίας με όρους παλαιού ημερολογίου, ο Βαρουφάκης, με τις δηλητηριώδεις αποκαλύψεις του, έμοιαζε να δίνει το ανάλαφρο λάιτ μοτίφ αυτού του ελληνικού καλοκαιριού. Κι έπειτα, αφού καταναλώθηκαν με μπρίο, ο Βαρουφάκης και το πολιτικό του βίπερ Νόρα λησμονήθηκαν. Μέχρι νεωτέρας.
Μα πριν το κλείσουμε το θερινό κεφάλαιο, εν αναμονή μιας πιθανής χειμερινής συνέχειας, ένας μικρός, προσωρινός απολογισμός: Τι έμεινε στον αφρό από τη μικρή πικρή μας Βαρουφακειάδα;
n Οτι το «τσούρμο» (όπως εκείνος το βάφτισε) ετοιμαζόταν για την εξουσία με έναν απίστευτα ερασιτεχνικό τρόπο. Τόσο ερασιτεχνικό ώστε η κρισιμότερη επιλογή – του υπουργού Οικονομικών – να γίνει με μια νυχτερινή οντισιόν στην Κυψέλη, όπου ο επιλαχών επαναλαμβάνει προ του μέλλοντος κυβερνήτη το ρεπερτόριό του των πρωινών τηλεοπτικών εκπομπών, εντυπωσιάζει και προσλαμβάνεται.
n Οτι ο δρόμος προς την εξουσία ήταν στρωμένος με εξωφρενικές ιδέες, άγνοια του διεθνούς περιβάλλοντος και φαντασιώσεις μελλοντικών κατορθωμάτων, βγαλμένων λες από κόμικ της Marvel. Οπως, φέρ’ ειπείν, το επεισόδιο όπου ο υπερήρωας θα πέταγε έξω τον «κακό» κεντρικό τραπεζίτη με τις κλωτσιές. Ή με κάτι «ακόμη χειρότερο».
n Και ότι – το σημαντικότερο – ενώ οι αυταπάτες γύρω από τις πιθανότητες επιτυχίας του «εκβιασμού Βαρουφάκη» στην Ευρώπη είχαν πολύ γρήγορα διαλυθεί και η έλλειψη εναλλακτικών λύσεων είχε καταστεί προφανής, ο Αλέξης Τσίπρας παρέμενε αιχμάλωτος – θες από ατολμία, θες από πολιτικό υπολογισμό – μιας γραμμής που ο ίδιος και οι γύρω του ήξεραν ότι είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Μέχρι το στρατήγημα του δημοψηφίσματος και τη γνωστή του έκβαση.
Νέο αφήγημα. Οι περισσότεροι πιστεύουν πως όλα αυτά προκάλεσαν μεγάλη, ανεπανόρθωτη πολιτική ζημιά στον ΣΥΡΙΖΑ. Πιθανόν. Μα αυτό που τώρα βλέπουμε να επιχειρείται είναι η ενσωμάτωση της ενοχλητικής μαρτυρίας Βαρουφάκη στο νέο αφήγημα του Αλέξη Τσίπρα, του οποίου μια πρώτη εκδοχή διαβάσαμε στην συνέντευξή του στον «Guardian».
– Ναι, ομολογεί. Ημουν απροετοίμαστος, ήμουν άσχετος, είχα πλήρη άγνοια των απαιτήσεων της διακυβέρνησης και των διεθνών συσχετισμών. Αλλά γι’ αυτό δεν με ψηφίσατε; Επειδή θέλατε δι’ εμού, του άσχετου, να τιμωρήσετε τους σχετικούς, εκείνους που ψηφίζατε τα προηγούμενα χρόνια και με τους οποίους θυμώσατε, όταν η κρίση τούς απαγόρευσε να συνεχίσουν να παίζουν μαζί σας το παλιό πελατειακό παιχνίδι; Η επιλογή σας θα είχε κόστος, πώς μπορεί να μην το ξέρατε;
– Ναι, είχα αυταπάτες. Αλλά ήμουν ο ειλικρινής καθρέφτης της δικής σας αυταπάτης, που αποτυπωνόταν στις προεκλογικές δημοσκοπήσεις, όπου με μεγάλη πλειοψηφία πιστεύατε ότι υπάρχει τρόπος και τη μνημονιακή λιτότητα μονομερώς να καταργήσουμε και από την Ευρώπη να μην εκπέσουμε. Εφερα την αυταπάτη σας ώς τα ακραία της όρια, μέχρι να δείτε εσείς οι ίδιοι, με τα μάτια σας, το αδιέξοδο και να λερώσετε και τα δικά σας χέρια – διά της δημοψηφισματικής ψήφου σας. Με κόστος φυσικά – πώς αλλιώς;
– Τώρα πια, όμως, ξέρω, δεν είμαι άσχετος. Οι Ευρωπαίοι με εμπιστεύονται, γιατί βλέπουν ότι επιβάλλω μέτρα που οι προηγούμενοι ποτέ δεν θα τολμούσαν. Κι έτσι θα γίνω εκείνος που θα σας βγάλει από τα Μνημόνια – έστω και όχι με τον τρόπο που σας είχα υποσχεθεί, έστω και με αντίτιμο μια αυστηρή, πολυετή, σχεδόν διαρκή δημοσιονομική επιτήρηση.
Κάπως έτσι ο Αλέξης Τσίπρας επιχειρεί να κλείσει τα βιβλία του 2015. Δεν θα είναι εύκολο. Μα, από την άλλη πλευρά, είναι φανερό ότι η πολιτική μάχη αυτής της κρίσιμης χρονιάς που αρχίζει δεν θα δοθεί στο έδαφος του 2015. Ούτε θα ωφελούσε να δοθεί σε αυτό έδαφος. Η μάχη θα δοθεί, πρέπει να δοθεί με όρους μέλλοντος. Αλλά ποιος μιλά για το μέλλον; Ποιο είναι το σχέδιο;
Το μετά. Ακόμη κι αν, με το πιο αισιόδοξο σενάριο, όλα πάνε καλά και ο Αύγουστος του 2018 βρει την Ελλάδα να δανείζεται στις αγορές, σ’ ένα ευνοϊκό ευρωπαϊκό περιβάλλον και με την ευρωζώνη να αλλάζει στα μέτρα των φιλοδοξιών Μακρόν, εμείς τι κάνουμε μετά; Ακόμη κι αν η τότε κυβέρνηση (όποια κι αν είναι) ανακτήσει ένα μικρό περιθώριο δημοσιονομικής ελευθερίας, τι θα το κάνει; Ακόμη κι αν η μνημονιακή εποχή τελειώσει τον Αύγουστο του 2018, πώς η Ελλάδα-μετά-το-Μνημόνιο θα διαφέρει ουσιωδώς και θετικά από την Ελλάδα-πριν-το-Μνημόνιο, την Ελλάδα της χρεοκοπίας; Τι θα αλλάξει ώστε το κράτος να μην είναι απλώς μικρότερο και φθηνότερο (είναι ήδη) αλλά καλύτερο, αποτελεσματικότερο (που δεν είναι); Πώς, πόθεν θα καλυφθεί το επενδυτικό κενό, που παραμένει αβυσσαλέο, παρά τη βιαιότερη στην ιστορία δημοσιονομική προσαρμογή; Γιατί η Ελλάδα παραμένει η μόνη από τις χώρες που έπληξε η ευρωκρίση η οποία δεν κατόρθωσε να μεταφράσει τη δημοσιονομική προσαρμογή σε σημαντική αύξηση εξαγωγών; Και πώς διορθώνεται αυτό; Και πώς μπορούμε να μιλάμε για βιώσιμο οικονομικό πρότυπο, όταν, ύστερα από 9 χρόνια λιτότητας, η κατανάλωση (δραματικά μειωμένη) αντιπροσωπεύει ένα ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό του (συρρικνωμένου ΑΕΠ) απ’ ό,τι προ κρίσης;
Είναι η συζήτηση που λείπει, το πεδίο στο οποίο θα κριθεί, πρέπει να κριθεί, η πολιτική μάχη που άρχισε. Και είναι ανάξιο υποκατάστατό της οι θερινές αψιμαχίες για θέματα δευτερεύοντα όπως ο τρόπος επιλογής σημαιοφόρων στην φάρσα των μαθητικών παρελάσεων ή αυτή η παρωδία ιδεολογικής σύγκρουσης για τα πάθη του 20ού αιώνα.