Νίκος Κωνσταντάρας
Καθημερινή , 4-8-2017
Δεν χρειάζεται να μπούμε στην ουσία της υπόθεσης Γεωργίου για να καταλάβουμε ότι έχει λάβει διαστάσεις που ξεπερνούν κατά πολύ τη σημασία της δικαστικής περιπέτειας ενός ανθρώπου. Η υπόθεση –το ίδιο το όνομα Ανδρέας Γεωργίου, πλέον– συμβολίζει νέο ρήγμα στην κοινωνία. Από τη μία πλευρά, βρίσκονται όσοι αγωνιούν για το μέλλον της χώρας, γνωρίζοντας ότι μόνο με την ψύχραιμη αντιμετώπιση του παρόντος θα μπορέσει η Ελλάδα να ορθοποδήσει· από την άλλη, βρίσκεται ένα ετερόκλητο πλήθος αγανακτισμένων και κυνικών, ενωμένο από το πάθος του να αποποιηθεί ευθύνες για το παρελθόν και το παρόν, απαιτώντας από την πραγματικότητα να υποκύψει στις δικές του επιθυμίες.
Φοβάμαι ότι η δεύτερη ομάδα διαθέτει περισσότερο πάθος, μακρά παράδοση και την κεκτημένη ταχύτητα που στερείται η πρώτη: είναι πιο εύκολο να ξεσηκώνεται πλήθος για να αποφύγει τον πόνο παρά να τον αποδεχθεί. Εξάλλου, το να κατηγορεί κανείς έναν άνθρωπο για όλα τα προβλήματα της χώρας έχει μια ακαταμάχητη σαγήνη – αφενός, αυτοί που πραγματικά ευθύνονται δεν λογοδοτούν, καθώς παρουσιάζουν εαυτούς τιμητές, αφετέρου, καλλιεργείται η πεποίθηση ότι αφού ένας φταίει για την κρίση και τη λιτότητα, οι υπόλοιποι δεν πρέπει να πληρώσουν το τίμημα. Ετσι, δεξιοί και αριστεροί, εθνικιστές και διεθνιστές ενώνοντας τις δυνάμεις τους εναντίον του Ανδρέα Γεωργίου προσποιούνται ότι έτσι πλήττουν μνημόνια και ξένους κηδεμόνες.
Η ανάλυση της υπόθεσης αποσαφηνίζει πολλά στη δημόσια ζωή. Βλέπουμε εντός Νέας Δημοκρατίας ποιοι είναι υπέρ της δίωξης του τέως επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ και ποιοι εναντίον. Το ίδιο παρατηρούμε στη Δικαιοσύνη, με συνεχείς αναιρέσεις αποφάσεων. Βλέπουμε και την ανευθυνότητα της κυβέρνησης. Στο ακροατήριο του δικαστηρίου πριν από λίγες ημέρες είδαμε εκδηλώσεις οργής και τραμπουκισμού, που ταιριάζουν περισσότερο με «κυνήγι μαγισσών» παρά με δίψα για δικαιοσύνη. Και όλα αυτά τα υποκινούν άνθρωποι που έχουν ή είχαν την τύχη της χώρας στα χέρια τους. Ο κυνισμός τους είναι φανερός: προτιμούν να παραπλανήσουν τον λαό, ώστε να αποποιηθούν τις δικές τους ευθύνες. Ετσι ενθαρρύνουν περισσότερο τη μισαλλοδοξία και τις δοξασίες, που πάντα ελλοχεύουν στη δημόσια ζωή. Ετσι διευρύνεται ο διχασμός και τρέφεται η συνωμοσιολογία.
Πέρα από την αδικία και το προσωπικό κόστος για τον συμπολίτη μας, πέρα από τις συνέπειες για την αξιοπιστία της χώρας, το τραγικότερο της υπόθεσης είναι ότι άνθρωποι που γνωρίζουν τους κινδύνους, επενδύουν στις φαντασιώσεις και υποδαυλίζουν τον φανατισμό. Η Ιστορία, όμως, θα καταγράψει τον ρόλο τους. Στο τέλος, θα χρεωθούν περισσότερα απ’ όσα επιδιώκουν να φορτώσουν σε άλλους.