Κυπριακή εφημερίδα Πολίτης
23 Ιουλίου 2017
Η πολιτική είναι εξαιρετικά σύνθετη υπόθεση. Πλέον καίρια ζητήματα συνιστούν το βάθος και οι ορίζοντές της. Με αυτά καθίσταται αποτελεσματική και δημιουργική. Διαφορετικά εξαντλείται σε κοντόφθαλμες προσεγγίσεις και σε άγονους χειρισμούς. Και το κυριότερο, απομειώνονται οι όποιες δυνατότητες έχει να λειτουργήσει ως καταλυτική δύναμη.
Το Κυπριακό αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση αβαθούς και μεσοπρόθεσμης διαχείρισης. Μια σύντομη αποτίμηση το επιβεβαιώνει. Εξ ου και όλες οι πρωτοβουλίες που αναλήφθηκαν για την επίλυσή του απέβησαν ατελέσφορες. Προσέκρουσαν σε λογικές που προέτασσαν το έλασσον έναντι του μείζονος. Η μικρή εικόνα επισκίαζε τη μεγάλη. Το βλέμμα ήταν στραμμένο στο χθες και όχι στο μέλλον. Κυριαρχούσαν οι επιζήμιες συνέπειες της μακροχρόνιας ταραχώδους πορείας, ενώ αγνοήθηκαν οι προοπτικές που θα άνοιγε η επανένωση. Αποτέλεσμα, η ανακύκλωση των προβλημάτων και των αδιεξόδων. Οι γέφυρες επικοινωνίας και συνεννόησης των δύο κοινοτήτων κατά καιρούς κόβονταν, αντί να δημιουργούνται και να διευρύνονται.
Έπειτα από κάθε ναυάγιο των διαπραγματεύσεων ακολουθούσε η παλινδρόμηση σε αχρείαστες εντάσεις και επικρίσεις. Μάλιστα, η κάθε πλευρά μετακυλούσε στην άλλη τις ευθύνες. Το άδοξο τέλος του Κραν Μοντανά ενεργοποίησε τη γνώριμη επιβλαβή τακτική. Έτσι και τώρα βλέπουμε να επαναλαμβάνεται το ίδιο έργο, αδιαφορώντας για τις παρενέργειες που έχει το ατελείωτο πινγκ-πονγκ. Οι Ελληνοκύπριοι και η Ελλάδα, επιρρίπτοντας τις ευθύνες στην Τουρκία και στους Τουρκοκύπριους, αισθάνονται δικαιωμένοι. Αντίστοιχη είναι και η αντίδραση των Τουρκοκυπρίων και της Τουρκίας. Η συγκεκριμένη πρακτική δείχνει ότι οι επιχειρούμενες προσπάθειες για εξεύρεση συμφωνίας δεν μπορούν να ξεφύγουν από τα στενά όρια μιας διαμάχης που εδράζεται στο «τι δίνω και τι παίρνω».
Στην πραγματικότητα στερούνται μιας στρατηγικής βάθους, η οποία θα συνέδεε τις εκκρεμότητες του παρελθόντος με τις προκλήσεις του μέλλοντος, αξιοποιώντας το μεγάλο πλεονέκτημα που παρέχει στην Κύπρο η ιδιότητα του μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και το χειρότερο: Στις δύο πλευρές κυριαρχούν οι απολυτότητες, που ανατροφοδοτούν διαρκώς τις απορριπτικές δυνάμεις, καλλιεργώντας περαιτέρω ένα δυσμενές κλίμα στην κοινή γνώμη –ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή. Το παράδοξο είναι ότι οι φερόμενοι ως θιασώτες της δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας βάζουν νερό στον μύλο όλων εκείνων που την αντιστρατεύονται. Και τούτο διότι, εστιάζοντας μόνο στον καταλογισμό των ευθυνών, δεν επιτυγχάνουν τίποτε άλλο από τη διαιώνιση του προβλήματος.
Η συνεχής αναζωπύρωση της έντασης και της αντιπαράθεσης δεν συμβάλλει στη λύση. Αντιθέτως, καθιστά το τείχος της διαίρεσης περισσότερο ανθεκτικό. Την ίδια στιγμή ενισχύει την αποξένωση ανάμεσα στις δύο κοινότητες, υπονομεύοντας τους συνεκτικούς δεσμούς που πρέπει να υπάρχουν μεταξύ τους. Η περιχαράκωση του Κυπριακού σε κοντόθωρες και απαίδευτες πολιτικές απομειώνει τις όποιες ευκαιρίες για την ανάκτηση του χαμένου εδάφους. Και το κυριότερο πλήττει τον πυρήνα, τη φιλοσοφία της δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας, που υποτίθεται συνιστά την κινούσα ιδέα για την επανένωση της Κύπρου.