Κυπριακή εφημερίδα Πολίτης
4 Ιουνίου 2017
Οι οριακές στιγμές στη ζωή, αλλά και στην πολιτική μπορεί να είναι η αρχή του τέλους. Μπορεί όμως να ενέχουν και τον σπόρο μιας νέας αρχής. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση βρίσκεσαι στη μεθόριο μιας διαδρομής που τελειώνει. Είτε συμφιλιώνεσαι με την αμετάβλητη πραγματικότητα και αποσύρεσαι. Είτε αναζητάς νέο προσανατολισμό, προκειμένου να συνεχίσεις.
Μετά το ναυάγιο της Γενεύης, αλλά και των εξελίξεων που επακολούθησαν, το Κυπριακό βρέθηκε στο πιο οριακό του σημείο. ‘Η θα έκλεινε ο κύκλος των αέναων συνομιλιών που είχαν ως η αφετηρία τους τη συμφωνία Κληρίδη-Ντενκτάς για δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία. Ή οι εμπλεκόμενες πλευρές θα έκαναν το αυτονόητο: Θα επιχειρούσαν τον αναπροσανατολισμό για την εξεύρεση λύσης. Κι αυτό γιατί Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, αλλά και Τουρκία και Ελλάδα επί πολλά χρόνια δεν χρησιμοποιούσαν σταθερή πυξίδα. Το αποτέλεσμα ήταν η ανακύκλωση των αδιεξόδων. Και το χειρότερο, η συμφιλίωση με την εκτίμηση ότι το Κυπριακό αποτελεί ανυπέρβλητο πρόβλημα. Εξ ου και οι ευκαιρίες που δόθηκαν πήγαν χαμένες. Οι σημαντικότερες, οι πιο ολοκληρωμένες εξ αυτών ήταν αναμφίβολα η Δέσμη Ιδεών και ο Χάρτης Γκάλι, καθώς και το Σχέδιο Ανάν. Μάλιστα και οι δύο έτυχαν της ουσιαστικής και πλήρους στήριξης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, έχοντας τεθεί υπό την αιγίδα του.
Οι πρόσφατες διαπραγματεύσεις στη Γενεύη, δυστυχώς διέγραψαν τον γνώριμο κύκλο. Έπειτα από επίμονες προσπάθειες κατέληξαν στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησαν. Αντί να κάνουν στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών έκαναν τριακοσίων εξήντα. Η πρωτοβουλία του νέου Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες να καλέσει τον Νίκο Αναστασιάδη και τον Μουσταφά Ακιντζί στη Νέα Υόρκη για συνομιλίες μαζί τους αποσκοπεί στο να ανιχνεύσει τις πραγματικές προθέσεις των δύο πλευρών.
Τα όσα μεσολάβησαν την τελευταία περίοδο κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά είναι. Το κλίμα φορτίστηκε περαιτέρω και με τις αχρείαστες, άστοχες και απαίδευτες εκατέρωθεν δηλώσεις. Οι αποκλίνουσες τάσεις διευρύνθηκαν. Η μεθοδολογία, αντί να αποτελεί κοινό τόπο, αντιστρατεύεται τις συγκλίσεις που πρέπει εξ αντικειμένου να γίνουν. Οι λογικές εσωτερικής κατανάλωσης υποβόσκουν, τόσο στην ελληνοκυπριακή όσο και στην τουρκοκυπριακή πολιτική σκηνή. Η ευελιξία, αναγκαίος όρος για την προσέγγιση, απουσιάζει.
Ως εκ τούτου, το καίριο ερώτημα που τίθεται είναι πώς θα κρατηθεί η προοπτική ανοιχτή, όταν δεν υπάρχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις. Και το κυριότερο: Γιατί να επιτευχθεί πρόοδος τώρα; Πώς διασφαλίζεται η επιτυχία όταν τα μείζονα ζητήματα του Κυπριακού προσεγγίζονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με τις προγενέστερες ατελέσφορες προσπάθειες; Ο πυρήνας των αδιεξόδων έγκειται στο ότι η αποδοχή της δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας, την οποία –υποτίθεται- αποδέχονται και οι δύο πλευρές, δεν συνοδεύεται από την αυτονόητη παραδοχή ότι Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι οφείλουν να ζητήσουν τη λύση, λειτουργώντας ως εταίροι. Πώς είναι δυνατόν να επιδιώκεται και από τις δύο πλευρές η θεμελίωση μιας συνεργατικής επανένωσης όταν οι προσεγγίσεις τους, οι προτάσεις, οι θέσεις τους αντιστρατεύονται την υποτιθέμενη κοινή επιδίωξη;
Τα μικρά και μεγάλα κεκτημένα της Κύπρου που σήμερα συνιστούν ένα νέο πολιτικό περιβάλλον και στις δύο κοινότητες ελάχιστα αξιοποιούνται. Η επικοινωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ των δύο κοινοτήτων συνιστά μεγάλη κατάκτηση. Μεγαλύτερη βέβαια όλων είναι η οργανική ένταξη του νησιού στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντί λοιπόν όλα αυτά να αποτελέσουν την κινητήρια δύναμη για την εξεύρεση συμφωνίας, υπερφορτίζονται τα τραύματα του παρελθόντος, οι ιστορικές μνήμες, οι εθνοκεντρισμοί, ακόμη και οι εθνικιστικές εμμονές. Έτσι εύλογα συντηρείται αλλά και διευρύνεται το υφιστάμενο χάσμα. Η υπερχείλιση του Κυπριακού με τα ζητήματα τριβής, το μόνο που επιτυγχάνει είναι να απομειώνει περαιτέρω την προοπτική επανένωσης. Αν οι επιχειρούμενες συνομιλίες δεν αρχίσουν να χτυπούν στην καρδιά της δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας, θα καθίστανται ατελέσφορες στο διηνεκές.
Ο Αναστασιάδης και ο Ακιντζί με τη γνώση και την εμπειρία που έχουν μπορούν να συνδιαμορφώσουν ένα νέο πλαίσιο που δεν θα είναι διχαστικό και φορτισμένο. Και το σημαντικότερο, θα ακυρώνει το ανομολόγητο δίλημμα που ελλοχεύει στο υποσυνείδητο της πολιτικής τάξης και της κοινής γνώμης, τόσο στην ελληνοκυπριακή όσο και στην τουρκοκυπριακή κοινότητα: Μήπως τελικά η μη λύση είναι καλύτερη από τη λύση; Αν δεν απαντήσουν στο καθαρό αυτό δίλημμα με ουσιαστικό τρόπο, αμφότεροι θα βρίσκονται σε δυσαρμονία με τον υποτιθέμενο κοινό στόχο της δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας.