Εφημερίδα Η Αξία
4 Μαΐου 2012
Αποτιμώντας τις προεκλογικές καμπάνιες όλων των πολιτικών κομμάτων το συμπέρασμα που βγαίνει αβίαστα είναι ότι βλέπουμε μία από τα ίδια: ανέξοδες υποσχέσεις, πλειοδοσία επιμέρους οικονομικών αιτημάτων, καταγγελτικό και αφοριστικό λόγο, κομματικούς διαξιφισμούς και έντονες προσωπικές αντιπαραθέσεις.
Ενώ στη χώρα τίποτα δεν θυμίζει το χθες, οι κομματικές ηγεσίες είτε δεν συνειδητοποίησαν το νέο περιβάλλον είτε εσκεμμένα δεν θέλησαν να συμπεριλάβουν στις εκλογικές τους στρατηγικές τα μεγάλα και φλέγοντα προβλήματα της σχεδόν χρεοκοπημένης χώρας μας. Έτσι μπορεί να ερμηνευθεί και η αδιαφορία, αλλά και η αποστροφή της κοινής γνώμης, γι’ αυτή την παράδοξη προεκλογική μάχη.
Μετά τα όσα έχουν συμβεί θα ήταν αυτονόητο τα πολιτικά κόμματα, και πρωτίστως τα αποκαλούμενα κόμματα εξουσίας, να θέσουν στην ατζέντα τους ζητήματα καίριας σημασίας, τα οποία εξάλλου θα τα βρούμε μπροστά μας, αφού συνιστούν εκκρεμότητες που συνδέονται με την ενίσχυση της οικονομίας, την ανταγωνιστικότητά της, με τον εκσυγχρονισμό του κράτους, την αναβάθμιση των δημοσίων αγαθών κ.ά..
Για παράδειγμα, ουδείς αναφέρθηκε με καθαρό και ουσιαστικό τρόπο στις μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές που έχει ανάγκη η χώρα. Ουδείς πρόταξε τη ζωτική σημασία που έχουν για την οικονομία και τον τόπο οι μεταρρυθμίσεις σε καίριους τομείς.
Κανείς δεν μίλησε για την κατεστραμμένη και αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση, για τη γάγγραινα των συντεχνιακών συμφερόντων, για το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, για την αξιοποίηση της κρατικής περιουσίας. Κανείς δεν μίλησε για τις σχέσεις κράτους-εκκλησίας, για τη μείωση των στρατηγικών δαπανών.
Τέλος, καμιά πρόταση δεν διατυπώθηκε για τις αυτονόητες θεσμικές αλλαγές που έχει ανάγκη το ίδιο το πολιτικό σύστημα. Αν εξαιρέσεις κάποια μικρά, αλλά περιθωριακά σχήματα, η πλειονότητα των πολιτικών δυνάμεων απέφυγε να τοποθετηθεί. Φαίνεται ότι τα ζητήματα αυτά αποτελούν ταμπού.
Ο λόγος είναι απλός: Το σύνολο του κομματικού συστήματος, εμποτισμένο από έναν άκρατο λαϊκισμό και παραμένοντας εγκλωβισμένο στις πελατειακές σχέσεις και στην εξυπηρέτηση συντεχνιακών συμφερόντων, κύριο μέλημά του, και σ’ αυτή την εκλογική μάχη, ήταν να αλιεύσει πολιτικούς πελάτες.
Είναι δυνατόν σε περίοδο χρεοκοπίας της χώρας να μην τολμά κανείς να θέσει σε δημόσια συζήτηση το ζήτημα των οικονομικών προνομίων, αλλά και της ασυλίας που έχουν μεγάλες συντεχνιακές οργανώσεις (π.χ. στο χώρο των ΔΕΚΟ); Γιατί θεωρείται ταμπού πολιτικά κόμματα που σηκώνουν τη σημαία των μεταρρυθμίσεων να τοποθετούνται για θέματα, όπως η οικονομική ενίσχυση από κρατικούς πόρους μεγάλων συνδικαλιστικών οργανώσεων;
Μπορεί κάποιος να απαριθμήσει μια σειρά από περιπτώσεις που δείχνουν ότι τα πολιτικά κόμματα –δεξιά, αριστερά- δεν θέλουν να θίξουν τα κακώς κείμενα. Αρνούνται να διατυπώσουν καθαρές προτάσεις για την αντιμετώπισή τους, τα προσπερνούν σφυρίζοντας αδιάφορα. Αρέσκονται σε υποσχέσεις, προκειμένου να κερδίσουν ψηφοφόρους.
Αλήθεια, πόσες φορές ακούσαμε σ’ αυτή τη μικρή προεκλογική περίοδο αρχηγούς μεγάλων και μικρών κομμάτων να δεσμεύονται ότι δεν θα μειωθούν άλλο οι συντάξεις, οι μισθοί, τα επιδόματα ανεργίας; Ποιο είναι το νόημα των δεσμεύσεων αυτών; Μπορούν να έχουν αντίκρυσμα αλήθειας, όταν η οικονομία της χώρας καταβαραθρώθηκε, η παραγωγική δραστηριότητα έχει υποχωρήσει δραστικά, τα δημοσιονομικά είναι εκτροχιασμένα, όταν κανείς δεν ξέρει αν σε δύο ή τρεις μήνες η χώρα θα βρεθεί σε πιο δεινή θέση;
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αναχρονιστικής λογικής των κομμάτων είναι και οι υποσχέσεις τους προς τους δημοσίους υπαλλήλους -ακόμη και τους ένστολους-, τους συνταξιούχους, τους ελεύθερους επαγγελματίες, τη στιγμή που καμία αναφορά δεν γίνεται στο ένα εκατομμύριο ανέργων του ιδιωτικού τομέα. Προφανώς θεωρείται δευτερεύον ζήτημα!
Παρακολουθώντας τον ορυμαγδό των τηλεοπτικών συζητήσεων, όχι απλά πλήττεις, αλλά εξοργίζεσαι, βλέποντας τους εκπροσώπους όλων των κομμάτων να ζουν στο μικρόκοσμό τους. Μοναδική τους αγωνία, η εκλογική τους επίδοση. Μέλημά τους, πώς θα είναι αρεστοί στους τηλεθεατές. Συναγωνίζονται στο ποιος θα επιδοθεί σε μεγαλύτερες υποσχέσεις, ποιος θα πουλήσει περισσότερη κοινωνική ευαισθησία. Ο πολιτικός λόγος τους δεν είναι απλώς υπερφίαλος, είναι ρηχός και κοινότοπος.
Τα στερεότυπα δεν αλλάζουν. Τα κόμματα της Αριστεράς, επανέλαβαν τη γνωστή ρητορεία περί καπιταλιστικού συστήματος, περί αγορών, καταφεύγοντας σε μια ασύστολη υποσχεσιολογία και διακηρύξεις περί λαϊκών συμφερόντων κ.ά.. Βασικό γνώρισμα της αποκαλούμενης αριστερής φρασεολογίας ήταν ο αφορισμός και η ενοχοποίηση των αντιπάλων.
Τα μικρά εθνικόφρονα και εθνικιστικά σχήματα στο πολιτικό τους κοκτέιλ περί λαϊκών συμφερόντων περιέλαβαν και το μεταναστευτικό πρόβλημα με μπόλικες εθνικιστικές διακηρύξεις εναντίον των ξένων δυνάμεων, οι οποίες επιβουλεύονται την ελληνικότητά μας και άλλα ευτράπελα. Επιδίωξή τους, να σπείρουν το φόβο και την ανασφάλεια.
Όσον αφορά τα μεγάλα κόμματα, η Νέα Δημοκρατία κλήθηκε να διαχειριστεί τη σχιζοειδή πολιτική της, αφού από αντιμνημονιακή μεταμορφώθηκε σε μνημονιακή δύναμη. Σ’ αυτή την προεκλογική περίοδο από τη μια πυροβολούσε το πρώτο μνημόνιο και από την άλλη υπερασπιζόταν τη στήριξη που έδωσε στο δεύτερο. Όλα αυτά στο φόντο ενός περιρρέοντα λαϊκισμού, με κυρίαρχο το στοιχείο της κομματικής φιλοδοξίας που της υπαγόρευε ο στόχος της αυτοδυναμίας. Θέλοντας μάλιστα, να αντιγράψει τα αδελφά ευρωπαϊκά κόμματα, κατέφυγε στη γνωστή συντηρητική ατζέντα, αποδεικνύοντας ότι πάντα οι αντιγραφές υπολείπονται του πρωτότυπου.
Το ΠΑΣΟΚ, αποσβολωμένο από την παπανδρεϊκή διακυβέρνηση, προσπάθησε να μαζέψει τα κομμάτια και θρύψαλα, χωρίς όμως μια συνεκτική και εύστοχη στρατηγική. Θέλοντας να αποποιηθεί τις ευθύνες του για τα λάθη, τις παραλείψεις και τις ανεπάρκειές του, προσπάθησε να πείσει τους πολίτες ότι δεν είναι υπεύθυνο για τη βόμβα που έσκασε στα χέρια του. Μάλιστα υποστήριξε ότι επωμίστηκε βάρος που δεν του αναλογούσε.
Παράλληλα, ο νέος αρχηγός, έχοντας επίγνωση των μεγάλων προβλημάτων, θέλησε να τραβήξει διαχωριστική γραμμή, εστιάζοντας στις προσωπικές του επιτυχίες -το PSI και τη νέα δανειακή σύμβαση- και καλλιεργώντας εντέχνως την ηγετική παράσταση που διαθέτει. Τέλος, θέλοντας να απομειώσει τη δυσαρέσκεια που έχει προκληθεί, έφτασε στο σημείο να υποστηρίξει ότι η χώρα θα απαγκιστρωθεί από το μνημόνιο. Αλήθεια, πώς μπορεί να γίνει αυτό, χωρίς να έχουμε υλοποιήσει τις δεσμεύσεις και υποχρεώσεις που αναλάβαμε;
Συμπερασματικά, το πολιτικό σύστημα σε όλη την προεκλογική περίοδο, παρά την πρωτοφανή οικονομική κρίση που βιώνει η χώρα, έδειξε ότι συνεχίζει να λειτουργεί με τους παραδοσιακούς φορμαλισμούς και τα παλιά αντανακλαστικά. Κατέφυγε στις ίδιες πρακτικές, επανέλαβε τον κακό εαυτό του. Αντιμετώπισε τους πολίτες ως πολιτικούς πελάτες, αδυνατώντας να επικοινωνήσει και να συγχρονιστεί με νέες δυνάμεις.
Έτσι μπορεί να εξηγηθεί και το γεγονός ότι λίγες ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες μια σημαντική μερίδα της κοινής γνώμης είτε είναι αδιάφορη είτε αμήχανη. Δεν έλκεται από τις δυνάμεις του υπάρχοντος κομματικού συστήματος. Παράλληλα, ένα μεγάλο ποσοστό των πολιτών καταφεύγει στην ψήφο διαμαρτυρίας, υιοθετώντας αντιμνημονιακές κορώνες.
Η αδυναμία των δύο μεγάλων κομμάτων να επανασυσπειρώσουν την παραδοσιακή πολιτική και κοινωνική τους βάση είναι αποκαλυπτική. Αρνούμενες οι πολιτικές ηγεσίες τους να πραγματοποιήσουν την αναγκαία τομή με το κυβερνητικό τους παρελθόν, δεν μπορούν να πείσουν την πλειονότητα των πολιτών ακόμη και για το αυτονόητο και ισχυρό δίλημμα: Σταθερότητα με ευρώ ή περιπέτειες με τη δραχμή.