Εφημερίδα Η Αξία
12 Μαΐου 2012
Αποκρυπτογραφώντας την ψήφο των πολιτών στις εκλογές της 6ης Μαΐου, εύκολα μπορούμε να διαπιστώσουμε το αντιφατικό αποτέλεσμα. Ενώ η συντριπτική πλειονότητα φαίνεται να επιθυμεί την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, στην κάλπη αποδοκίμασε τα μνημόνια, επιλέγοντας πολιτικά σχήματα που ζητούν την καταγγελία της δανειακής σύμβασης και τη διαγραφή του επαχθούς, όπως το χαρακτηρίζουν, χρέους.
Είναι προφανές ότι η ελληνική κοινή γνώμη δεν βρίσκεται απλά σε σύγχυση, αλλά φαίνεται να έχει εμποτιστεί από λογικές ανορθολογισμού. Από την άλλη, τα αποκαλούμενα αντιμνημονιακά κόμματα, θέλοντας να εκμεταλλευτούν την οργή και την αγανάκτηση μιας μεγάλης μερίδας πολιτών, πριμοδοτούν τέτοιες λογικές.
Η μετεκλογική συμπεριφορά του ΣΥ.ΡΙΖ.Α είναι αποκαλυπτική. Μετά την πράγματι μεγάλη εκλογική του επιτυχία ο αρχηγός του, θεωρώντας πως συνομιλεί με την ιστορία, προτείνει να πετάξουμε τα μνημόνια στο καλάθι των αχρήστων αθετώντας τις σημαντικές μας υποχρεώσεις και δεσμεύσεις έναντι των εταίρων και των δανειστών μας. Κι όλα αυτά αδιαφορώντας για τις συνέπειες των πράξεών μας.
Βέβαια, το πλέον παράδοξο είναι ότι χρειάστηκε να περάσουν τέσσερις ημέρες, ώστε τα δύο πρώην κόμματα εξουσίας να υποστηρίξουν ρητά και κατηγορηματικά ότι: η αποδοχή των προτάσεων που θέτει ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α στο τραπέζι των μετεκλογικών διαβουλεύσεων, σημαίνει στην πράξη ότι τινάζουμε στον αέρα τη σχέση της χώρας μας με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αντί λοιπόν να προχωρήσουν στο αυτονόητο -αφού υποστηρίζουν ότι καίριο μέλημά τους είναι η παραμονή της χώρας στη ευρωζώνη-, έκαναν το ακριβώς αντίθετο, πριμοδοτώντας τις ανερμάτιστες πολιτικές του κ. Τσίπρα. Μάλιστα, κατέφυγαν σε διάφορα τεχνάσματα, όπως το να αναζητήσουν την απαγκίστρωση από τα μνημόνια, χωρίς όμως να μας πουν πώς μπορεί να γίνει αυτό.
Προτάσσοντας τα στενά κομματικά τους οφέλη, αδιαφορούν για τις επιπτώσεις που θα έχει στη χώρα η έκρηξη ενός μεγάλου κύματος αντίδρασης και διαμαρτυρίας, στο οποίο ο λαϊκισμός συνυπάρχει με τον ανορθολογισμό, η άρνηση με την καταγγελία, ο φόβος με την εσωστρέφεια.
Είναι γεγονός –αναδείχτηκε και από τα αποτελέσματα των εκλογών της 6ης Μαΐου- ότι η χρεοκοπημένη Ελλάδα τα άλλαξε όλα: Διαμόρφωσε ένα νέο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον. Ανέτρεψε το πολιτικό υπόδειγμα στο οποίο στηρίχτηκε επί τριάντα οκτώ χρόνια το μεταπολιτευτικό σύστημα. Στην ουσία αποδόμησε το υπάρχον πολιτικό σύστημα. Έπληξε θανάσιμα τον δικομματισμό, καταβαραθρώνοντας το άλλοτε ανθεκτικό, πολυσυλλεκτικό και πολυδύναμο ΠΑΣΟΚ και επιβεβαιώνοντας τον κατακερματισμό και την αποσύνθεση του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας.
Ανέδειξε νέες πολιτικές δυνάμεις. Δημιούργησε παράξενα ζευγάρια με εκ διαμέτρου αντίθετες ιδεολογικές και πολιτικές καταβολές. Όλοι είδαμε τον θερμό εναγκαλισμό της εθνικόφρονας Δεξιάς με μια εθνοκεντρική Αριστερά. Οι φορείς της αναχρονιστικής Αριστεράς και της εθνικιστικής Δεξιάς έχουν μετατραπεί σε πολιτικό μίξερ, μέσα στο οποίο πολτοποιούν τα πιο άγρια πολιτικά ένστικτα των πολιτών, οδηγώντας τους σε παράδοξες επιλογές.
Η σημερινή αναδιάταξη των κομματικών δυνάμεων δεν οδηγεί μόνο σε ένα πολιτικό τοπίο στην ομίχλη, αλλά έχει έντονα και τα στοιχεία της ρευστότητας. Άλλωστε, η περίοδος είναι μεταβατική και συναρτάται ευθέως με την πορεία που θα ακολουθήσει η χώρα.
Αν η χώρα περάσει απέναντι και σταθεροποιήσει τις σχέσεις της με την Ευρωζώνη, αφήνοντας πίσω τον καταγγελτικό λόγο, τις ανέξοδες υποσχέσεις, τις ιδεοληπτικές βεβαιότητες και τον άκρατο λαϊκισμό, τότε θα είναι διαφορετικές και οι πολιτικές αντιστοιχίσεις με τα υπάρχοντα κομματικά σχήματα ή και με νέα που θα προκύψουν. Αν όμως, ζώντας στην παραζάλη του λαϊκισμού, επιστρέψει στη δραχμή, τότε θα πιστοποιηθεί και το πλήρες ναυάγιο του πολιτικού συστήματος που γνωρίσαμε σε όλα τα μεταπολιτευτικά χρόνια.
Το καίριο ερώτημα είναι ποιος εξέθρεψε το λαϊκισμό, τον οποίο σήμερα εκπροσωπεί μια ετερόκλητη γκριζοκόκκινη συμμαχία. Οι δυνάμεις του δικομματισμού έχουν αναμφίβολα την κύρια ευθύνη. Είτε βρισκόταν στην εξουσία είτε στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έκαναν τα πάντα προκειμένου να εμποδίσουν την υλοποίηση των διαρθρωτικών αλλαγών, των μεταρρυθμίσεων, των αποκρατικοποιήσεων, του ανοίγματος των κλειστών επαγγελμάτων κ.λπ.. Για να μην διαρρήξουν τη σχέση τους με τους πολιτικούς τους πελάτες, συνέβαλαν καθοριστικά στην ενδυνάμωση των συντεχνιών, οι οποίες στάθηκαν τροχοπέδη για την οποιαδήποτε αλλαγή σε αυτή τη χώρα.
Όμως, ιστορικές είναι και οι ευθύνες τις Αριστεράς, η οποία υιοθέτησε, αγκάλιασε, πριμοδότησε όλες εκείνες τις αντιδράσεις που είχαν ως κοινό παρανομαστή να μην αλλάξει τίποτα στη διοίκηση, στο κράτος, στην οικονομία, στους θεσμούς. Σήμερα, μάλιστα που η κρίση χτύπησε τις δυνάμεις του δικομματισμού, βλέπουμε την αποκαλούμενη Αριστερά να έχει γίνει η μεγάλη πολιτική ομπρέλα κάτω από την οποία συνυπάρχουν όλοι οι σκληροί πυρήνες των συντεχνιακών συμφερόντων, καθώς και οι δυνάμεις του κρατισμού που δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα σε αυτή τη χώρα.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α έχει μπολιάσει τις γραμμές του με όλες εκείνες τις δυνάμεις που θέλουν να επανακτήσουν τα προνόμια που έχουν χάσει, αδιαφορώντας για το αν η χώρα επιστρέψει στο παρελθόν. Στην ουσία θέλει να γίνει ΠΑΣΟΚ στη θέση του ΠΑΣΟΚ, αδυνατώντας να καταλάβει ότι το ΠΑΣΟΚ εξέπνευσε γιατί έκλεισε οριστικά ο κύκλος της επίπλαστης ευημερίας, των ανέξοδων υποσχέσεων, των αριστερόστροφων πολιτικών που στηρίζονταν στα δανεικά.
Μάλιστα, στα πολλά παράδοξα και κουφά που έχουμε ακούσει τις τελευταίες μέρες είναι και το ότι ο κ. Τσίπρας αντιγράφει τον Ανδρέα Παπανδρέου. Αυτό δεν συνιστά μόνο πολιτική επιπολαιότητα, αλλά ενέχει και ένα στοιχείο πολιτικής αυθαιρεσίας. Ανεξάρτητα από την κατάληξη του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, ή τις ιστορικές ευθύνες του για την έκρηξη του λαϊκισμού στη χώρα μας, το βέβαιο είναι ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου τα πρώτα χρόνια της πολιτικής του διαδρομής οδήγησε τις δυνάμεις της Κεντροαριστεράς στο μέλλον, ενώ αντίθετα ο Αλέξης Τσίπρας τις γυρίζει πίσω στο παρελθόν.
Και η παλινδρόμηση στο παρελθόν είναι χαρακτηριστικό όλων των δυνάμεων του λαϊκισμού, ανεξαρτήτως από το τι κομματικό κουστούμι φοράνε.
Οι νέοι πολιτικοί εκφραστές του λαϊκισμού είτε από σκοπιμότητα, είτε από επιπολαιότητα, κάνουν ότι μπορούν προκειμένου η χώρα να βρεθεί εκτός ευρωζώνης.
Το συμπέρασμα είναι ότι μολονότι η Ελλάδα μπήκε στο ευρώ, εντούτοις δεν προσαρμόστηκε στις νέες ανάγκες και απαιτήσεις, γιατί το πολιτικό της σύστημα έμεινε προσκολλημένο στον αστερισμό της δραχμής.