Εφημερίδα Η Αξία
19 Μαΐου 2012
Οι κάλπες της 6ης Μαΐου επιβεβαίωσαν τη μεγάλη ρευστότητα που έχει επέλθει στο κομματικό και πολιτικό σύστημα. Το άλλοτε στατικό μοντέλο έχει υποστεί ισχυρά ρήγματα, κλείνοντας, όπως φαίνεται, τον κύκλο του δικομματισμού όπως τον γνωρίζαμε ως τώρα.
Τα αποκαλούμενα αστικά κόμματα, η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, είδαν τα εκλογικά τους ποσοστά να κατρακυλάνε σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Νέοι πολιτικοί σχηματισμοί αναδείχθηκαν. Ωστόσο, οι δυνάμεις αυτές φαίνεται να είναι μονοθεματικές με κύριο στοιχείο την αντιμνημονιακή ρητορεία και γαρνιτούρες τον λαϊκισμό και τον εθνικισμό. Βγήκαν στον πολιτικό αφρό εκφράζοντας την υπαρκτή οργή και αγανάκτηση μιας μεγάλης μερίδας πολιτών.
Ως απότοκες της οικονομικής κρίσης, μιας χρεοκοπημένης χώρας και ενός πολιτικού συστήματος που έχει βυθιστεί στην ανυποληψία, στο τέλμα και στην αποσύνθεση, οι δυνάμεις αυτές δεν μπορεί παρά να είναι πρόσκαιρες και θνησιγενείς.
Όλοι συμφωνούν βεβαίως ότι ο μεγάλος νικητής των εκλογών της 6ης Μαΐου ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Τι σηματοδοτεί όμως αυτή η νίκη; Είναι πρόσκαιρη και εφήμερη ή αποδεικνύει αναδιάταξη δυνάμεων; Μήπως πιστοποιεί τη μετατόπιση της πολιτικής ζωής προς τα αριστερά; Και το κυριότερο απ’ όλα: Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να αποτελέσει τον πολιτικό εκφραστή ενός ευρύτερου χώρου που θα υπερβαίνει τα στενά όρια της παραδοσιακής και νεοκομουνιστικής Αριστεράς;
Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε το μεγάλο άλμα προς τα εμπρός, εκμεταλλευόμενος με τον καλύτερο τρόπο την κοινωνική και πολιτική παραζάλη που έχει προκληθεί στη χώρα μας.
Οδηγούμενοι στην οικονομική έρημο, βλέποντας τα εισοδήματά τους να συρρικνώνονται δραστικά, την ανεργία να χτυπά την πόρτα τους, βιώνοντας καθημερινά το φόβο, την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα, πολλοί πολίτες στράφηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ, δίνοντας στην ουσία ψήφο διαμαρτυρίας, ψήφο τιμωρίας. Σίγουρα η ψήφος τους δεν καθορίστηκε από πολιτικά κριτήρια, αλλά από την ανάγκη να τιμωρήσουν. Βεβαίως οι δυνάμεις αυτές ούτε μετατοπίστηκαν προς τα αριστερά ούτε ριζοσπαστικοποιήθηκαν. Στην ουσία κατέφυγαν σε ένα πολιτικό μετερίζι, αναζητώντας έναν χώρο να οχυρωθούν, να προστατευθούν, να υπερασπιστούν τα κεκτημένα τους.
Παράλληλα η αντιμνημονιακή ρητορεία του ΣΥΡΙΖΑ προσέλκυσε όλους εκείνους που στην πραγματικότητα δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα στη χώρα, την οικονομία, την πολιτική.
Ως εκ τούτου, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί αντικειμενικά να μετεξελιχθεί σε κύριο εκφραστή του ευρύτερου κεντροαριστερού χώρου. Και αυτό γιατί, ως ψευδεπίγραφη, ξεπερασμένη και μαρμαρωμένη Αριστερά, παρέχει στέγη και επενδύει πολιτικά σε όλες εκείνες τις δυνάμεις που υπηρέτησαν και υπηρετούν τα σκληρά συντεχνιακά συμφέροντα, που αρνούνται την οποιαδήποτε αλλαγή, μεταρρύθμιση και εκσυγχρονισμό σε καίριους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής του τόπου, αλλά και σε έναν κόσμο που βλέπει το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια του. Η συνύπαρξη αυτή δεν συνιστά αντίφαση, γιατί συνεκτικό στοιχείο είναι η φοβικότητα, η εσωστρέφεια, ακόμη και η μισαλλοδοξία.
Εκμεταλλευόμενος τον ψευδεπίγραφαο διαχωρισμό μνημονιακοί-αντιμνημονιακοί αποδεικνύει με τον αντιμνημονιακό του λόγο την αδυναμία του να αντικρύσει κατάματα την πραγματικότητα. Επιλέγει ως πεδίο αντιπαράθεσης τις πολιτικές σκιαμαχίες, υποστηρίζοντας θέσεις και απόψεις που αν γίνουν αποδεκτές, η Ελλάδα όχι μόνο θα βρεθεί εκτός ευρωζώνης, αλλά θα γυρίσει και τα ρολόγια της εξήντα χρόνια πίσω. Η παλινδρόμησή του στις ιδεοληψίες του παρελθόντος είναι αποκαλυπτική.
Ανασύροντας το πολιτικό υπόδειγμα που ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε θέσει πριν από τρείς και πάνω δεκαετίες, πιστεύει ότι μπορεί να διαδεχτεί το ΠΑΣΟΚ και να γίνει ο πολιτικός εκφραστής μιας μεγάλης Κεντροαριστεράς ή Αριστεράς. Φαίνεται πως στον ΣΥΡΙΖΑ ξεχνούν τη γνωστή ρήση του μεγάλου διανοητή ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα.
Ταυτόχρονα καταφεύγουν σε μια τεράστια πολιτική αφαίρεση, φέρνοντας το παρελθόν στον παρόντα χρόνο. Παραβλέπουν το γεγονός ότι σήμερα τίποτα δεν θυμίζει το χθες. Αγνοούν τις μεγάλες κοινωνικές μεταβολές που έχουν συντελεστεί στη χώρα μας μετά τη μεταπολίτευση. Δεν αντιλαμβάνονται ότι οι αλλαγές στο διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον έχουν παρασύρει μαζί τους όλο εκείνο το πολιτικό οικοδόμημα, στο οποίο στηρίχθηκαν επί πολλές δεκαετίες οι δυνάμεις της Αριστεράς αλλά και της Κεντροαριστεράς.
Τα ζητήματα αυτά δεν φαίνεται να απασχολούν τον ΣΥΡΙΖΑ. Τα προσπερνάει χωρίς να αισθάνεται την ανάγκη να προσαρμοστεί στο νέο πολιτικό περιβάλλον. Μετά μάλιστα τις ανέλπιστες εκλογικές του επιδόσεις εμφανίζει σημάδια μέθης και πατάει πιο πολύ το γκάζι στις ανερμάτιστες πολιτικές του.
Προφανώς πιστεύει πως οι δυνάμεις που έχουν αποδράσει πρωτίστως από το ΠΑΣΟΚ, έχουν μετεγκατασταθεί μόνο σε αυτόν. Υποτιμά τη ρευστότητα που χαρακτηρίζει το πολιτικό τοπίο, νομίζοντας ότι οι αντιμνημονιακές κορώνες είναι επαρκής προϋπόθεση για να κρατήσει αλλά και να αυξήσει τις δυνάμεις του.
Δεν σκέφτεται ότι την οργή και τη διαμαρτυρία μπορεί να τη διαδεχθεί ο τρόμος, αν οι πολίτες αντιληφθούν πως με τις πολιτικές του ο κίνδυνος να βρεθεί η χώρα εκτός Ευρωζώνης και Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι υπαρκτός και μεγάλος.
Το δίλημμα που είχε θέσει στις εκλογές της 6ης Μαΐου, μνημόνιο ή αντιμνημόνιο, μπορεί να βρήκε πρόσφορο έδαφος γιατί κυριαρχούσε η αγανάκτηση και η διαμαρτυρία. Όμως, στη νέα εκλογική αναμέτρηση της 17ης Ιουνίου το δίλημμα αυτό μπορεί και να επισκιαστεί από το υπαρκτό πρόβλημα της αποδέσμευσης της χώρας από το ευρώ.
Αν η πλειονότητα των πολιτών που θέλει να παραμείνει η Ελλάδα στην ευρωπαϊκή οικογένεια πάψει να πιστεύει ότι ο κίνδυνος επιστροφής στη δραχμή δεν συνιστά κινδυνολογία αλλά υπαρκτή απειλή, τότε δεν πρέπει να αποκλείουμε την ενίσχυση των αποκαλούμενων φιλομνημονιακών κομμάτων.
Όσο λοιπόν το δίλημμα ευρώ ή δραχμή αποκτά αντίκρισμα αλήθειας, τόσο θα υποχωρεί ο σκληρός αντιμνημονιακός λόγος. Αν η πολιτική αντιπαράθεση διεξαχθεί στο πεδίο των υπαρκτών προβλημάτων, τότε είναι βέβαιο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα βρεθεί αντιμέτωπος με καίρια ερωτήματα που αφορούν το παρόν και το μέλλον της χώρας και της οικονομίας και για τα οποία δεν έχει ακόμα τοποθετηθεί.
Αξιοσημείωτο είναι ότι πήγαμε στις κάλπες των εκλογών χωρίς να υπάρχει καμία ουσιαστική πολιτική αντιπαράθεση γύρω από τις θέσεις και το πρόγραμμα που πρεσβεύει ο ΣΥΡΙΖΑ. Γνωρίζοντας ότι οι απόψεις του είναι ανεδαφικές προσπάθησε εντέχνως και τις έκρυψε. Μετά τις εκλογές οι πολιτικοί του αντίπαλοι ανακάλυψαν τα όσα υπερφίαλα ο χώρος αυτός υποστηρίζει για την οικονομία, για τις κρατικοποιήσεις, για τις χιλιάδες προσλήψεις που υπόσχεται στο δημόσιο τομέα, κ.ά.
Κοντολογίς, ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές που πέρασαν μπόρεσε να επιβάλει τη δική του πολιτική ατζέντα. Πιστώθηκε τη διαμαρτυρία και το θυμό. Έκρυψε επιμελώς το πρόγραμμά του, θόλωσε τα πολιτικά νερά, πυροδοτώντας έναν ακραίο λαϊκισμό, πλειοδοτώντας ταυτόχρονα τα πιο άγρια πολιτικά ένστικτα ενός κόσμου που ήθελε να τιμωρήσει το υπάρχον πολιτικό σύστημα, και πρωτίστως τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα.
Η επένδυση στην οργή και στην αγανάκτηση επέφερε πολιτικούς καρπούς. Όμως με αυτή τη στρατηγική το επόμενό του βήμα θα είναι μετέωρο, δεν θα μπορέσει να εκφράσει και πολύ περισσότερο, να θεμελιώσει μια δυναμική και αυθεντική παρουσία στο χώρο της ευρύτερης Κεντροαριστεράς.