Εφημερίδα Η Αξία
15 Ιουνίου 2012
Παρακολουθώντας και τις δύο προεκλογικές περιόδους, εύκολα μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η υπανάπτυξη δεν χαρακτηρίζει μόνο τη χώρα, αλλά και το πολιτικό μας σύστημα.
Το τελευταίο διάστημα είδαμε την πολιτική να υποκαθίσταται από τη μικροπολιτική, τον γόνιμο διάλογο από τις άναρθρες κραυγές, τις δημιουργικές προτάσεις από τον καταγγελτικό λόγο, αλλά και την πλειοδοσία σε εξαγγελίες για την ικανοποίηση επιμέρους αιτημάτων. Χρησιμοποιώντας μια ξεπερασμένη ρητορεία, τα πολιτικά κόμματα μάταια προσπαθούσαν να αποκρύψουν το έλλειμμα ιδεών, θέσεων και προτάσεων για τα μεγάλα προβλήματα της οικονομίας, της ανάπτυξης, της απασχόλησης, αλλά και την απουσία εθνικού σχεδίου για την έξοδο της χώρας από την κρίση.
Στην ουσία η πολιτική αντιπαράθεση ήταν μια μάχη χαρακωμάτων, στον άξονα «μνημόνιο–αντιμνημόνιο» με τον ΣΥΡΙΖΑ να επιβάλει τη δική του ατζέντα, εντάσσοντας και τις άλλες πολιτικές δυνάμεις στο δικό του πολιτικό κάδρο και υποχρεώνοντάς τες να τον ακολουθήσουν. Επιλέγοντας μια σκληρή αντιμνημονιακή ρητορική είχε το πλεονέκτημα να εγκαλεί τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα για τις πολιτικές τους, καθιστώντας τα υπόλογα στον ελληνικό λαό.
Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο η Νέα Δημοκρατία όσο και το ΠΑΣΟΚ, βλέποντας τον αντιμνημονιακό λόγο να βρίσκει πρόσφορο έδαφος στην κοινή γνώμη, εγκλωβίστηκαν -με έντονη ενοχική διάθεση, θα έλεγα- σε λογικές επανεξέτασης και επαναδιαπραγμάτευσης κάποιων ζητημάτων των μνημονίων.
Αγνοώντας μάλιστα ότι τα μνημόνια δεν ήταν η αιτία αλλά το αποτέλεσμα της χρεοκοπίας της χώρας, επιχείρησαν να αμβλύνουν τον μνημονιακό τους λόγο. Στην προσπάθειά τους αυτή ξέχασαν τα μεγάλα προβλήματα, τις μεγάλες εκκρεμότητες που οφείλει να διαχειριστεί η Ελλάδα, αν θέλει να βγει από την υπανάπτυξη. Όταν όμως παρασύρεσαι και υιοθετείς τέτοιες λογικές, αναιρείς όλη την προηγούμενη πολιτική σου. Στην πραγματικότητα αυτοενοχοποιείσαι.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, το οποίο καταθέτοντας τα έξι σημεία πίστεψε πως θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τις ενστάσεις και την έντονη κριτική των πολιτικών του αντιπάλων. Όμως στην πραγματικότητα, η ενέργεια αυτή το κατέστησε ευάλωτο, παρέχοντας αντίκρισμα αλήθειας στον καταγγελτικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος το θεωρεί υπεύθυνο για όλα τα δεινά της χώρας.
Αναμφίβολα το ΠΑΣΟΚ έχει τεράστιες ευθύνες για την πολιτική που ακολούθησε τα τελευταία δυόμισι χρόνια. Αποδεικνύεται πλέον ότι αντιμετώπισε με πρωτοφανή ελαφρότητα και επιπολαιότητα τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα που του κληροδότησε η Νέα Δημοκρατία. Είναι υπεύθυνο για τις ανερμάτιστες επιλογές που ακολούθησε μετά το 2009.
Είναι υπόλογο γιατί δεν έκανε καμία διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους εταίρους και τους πιστωτές μας και, το κυριότερο από όλα, υιοθέτησε ένα ετεροβαρές μνημόνιο που είχε σημαντικές παρενέργειες στην οικονομική δραστηριότητα, εκτοξεύοντας την ύφεση σε πρωτοφανή επίπεδα. Η διακυβέρνηση Παπανδρέου καταγράφεται στη συνείδηση της κοινής γνώμης ως ελλειμματική, αναποτελεσματική και ανεπαρκής.
Η νέα ηγεσία ήταν φυσικό να χρεωθεί την πρόσφατη κυβερνητική θητεία του κόμματος. Όμως, αν δεν είχε επιλέξει τη βελούδινη διαδοχή, θα μπορούσε να αποστασιοποιηθεί από όλες εκείνες τις πολιτικές για τις οποίες η κοινή γνώμη του είχε ήδη βγάλει κόκκινη κάρτα, προχωρώντας σε αποτίμηση των πράξεων και των παραλείψεών του, σε παραδοχή των λαθών και των προβλημάτων του, σε μια ουσιαστική αυτοκριτική για την περίοδο 2009-2011.
Το ΠΑΣΟΚ αν δεν απενοχοποιηθεί με δικές του πρωτοβουλίες και ενέργειες δεν πρόκειται να ανασάνει. Και το κυριότερο από όλα, οφείλει να συνειδητοποιήσει ότι στερείται πλέον πολιτικής αφήγησης.
Παράλληλα, η Νέα Δημοκρατία, που από αντιμνημονιακή δύναμη αναγκάστηκε να μεταμορφωθεί σε μνημονιακή, βίωσε και βιώνει μια σχιζοειδή κατάσταση. Αντιμετωπίζοντας τη μεταστροφή ως αναγκαίο κακό, έχει περιπέσει σε αντιφατικές και αμφίσημες πολιτικές. Μετά την 6η Μαΐου έθεσε -και καλά έκανε- το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή», αδυνατώντας όμως να στοιχειοθετήσει την πολιτική της σε αντιστοιχία με τις αναγκαίες προτεραιότητες που καλείται να αντιμετωπίσει μια χώρα, η οποία έχει οδηγηθεί στη χρεοκοπία και στην υπανάπτυξη.
Θέλοντας να μην δυσαρεστήσει μερίδα της εκλογικής βάσης στην οποία απευθύνεται, εσκεμμένα αποσιώπησε τα ουσιώδη και καίρια ζητήματα των μνημονίων, που στην πραγματικότητα συνιστούν διαχρονικές εκκρεμότητες της ίδιας της χώρας. Άλλωστε, η παραμονή μας στην Ευρωζώνη διασφαλίζεται μόνο στο βαθμό που εναρμονίζονται οι πολιτικές μας με τις πολιτικές της.
Δεν μπορούμε με υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα, με ανεξέλεγκτο δημόσιο χρέος να έχουμε το ευρώ ως εθνικό μας νόμισμα. Δεν νοείται να αρνούμαστε τις διαρθρωτικές αλλαγές, τις αποκρατικοποιήσεις, τις μεταρρυθμίσεις, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, και από την άλλη να θέλουμε να είμαστε μέλος της Ευρωζώνης. Δεν μπορούμε να τετραγωνίσουμε τον κύκλο.
Η επισήμανση αυτή αφορά και το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία. Τα δύο κόμματα προσπαθώντας να απομειώσουν τις ευθύνες τους, αφενός προσχώρησαν σε λογικές επαναδιαπραγματεύσεων, αφετέρου αποσιώπησαν εντέχνως την ανάγκη διαρθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων. Έτσι όμως άφησαν το πεδίο ελεύθερο ώστε να εδραιωθεί ο καταγγελτικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ, παρέχοντάς του τη δυνατότητα οικειοποίησης της εύλογης οργής και αγανάκτησης μιας μεγάλης μερίδας των πολιτών. Στην πραγματικότητα, η κοινή γνώμη υιοθέτησε σε μεγάλο βαθμό τον ψευδεπίγραφο διαχωρισμό «μνημονιακοί-αντιμνημονιακοί».
Ως εκ τούτου, η επικράτηση μιας αντιμνημονιακής λογικής καθίσταται σημαντικό πρόβλημα αν οι αποκαλούμενες φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ακόμη και ΔΗΜΑΡ, κληθούν να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της χώρας. Κι αυτό γιατί ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της κοινής γνώμης έχει εμποτιστεί σε σημαντικό βαθμό από την αντιμνημονιακή ρητορεία, έχει ταυτίσει τα μνημόνια με τη χρεοκοπία της χώρας, πιστεύει ότι μπορεί να υπάρχει έξοδος από την κρίση χωρίς μνημόνια, θεωρεί ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι επιβουλεύονται την Ελλάδα και τους Έλληνες.
Η μόνη δυνατότητα που έχουν τα κόμματα αυτά είναι να αλλάξουν την πολιτική ατζέντα της χώρας, θέτοντας επί τάπητος τα μεγάλα ζητήματα της οικονομίας, της δημοσιονομικής προσαρμογής, των διαρθρωτικών αλλαγών και των μεταρρυθμίσεων και βάζοντας την Ελλάδα σε τροχιά ανάπτυξης.
Σήμερα δυστυχώς το πρόβλημα της υπανάπτυξης που αντιμετωπίζουμε είναι υπαρκτό και έντονο. Συνδέεται με τη συρρίκνωση της παραγωγικής μας βάσης, με την απουσία αναπτυξιακού μοντέλου, με την υπερδιόγκωση του δημόσιου τομέα, καθώς και με τις ανεπάρκειες και τις στρεβλώσεις μιας γραφειοκρατικής και αναποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης. Παράλληλα, επιτείνεται ακόμη περισσότερο, καθώς το υπάρχον πολιτικό σύστημα υπολείπεται κατά πολύ των σύγχρονων αναγκών, απαιτήσεων και προκλήσεων.
Τα κόμματα δεν θέτουν στο επίκεντρο της ατζέντας τους τα παραπάνω φλέγοντα ζητήματα, γιατί δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν την πολιτική τους πελατεία, ούτε όλες εκείνες τις δυνάμεις που συγκροτούν ένα αμιγώς αντιπαραγωγικό, κρατικοδίαιτο και παρασιτικό σύστημα. Γι’ αυτό και συνεχώς αναδιπλώνονται, φοβούμενα το πολιτικό κόστος. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι και σε αυτή την προεκλογική αναμέτρηση τα ζητήματα αυτά απουσίαζαν από το λόγο τους, ενώ κυριαρχούσαν οι υποσχέσεις για οικονομικές ελαφρύνσεις, φορολογικές απαλλαγές, κ.ά.
Αξιοσημείωτες είναι οι προσπάθειες των ηγεσιών ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας να διασκεδάσουν τις ανησυχίες των δημοσίων υπαλλήλων, των ένστολων και άλλων επαγγελματικών ομάδων. Βέβαια, στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος φαίνεται να αντιγράφει με τον καλύτερο τρόπο όλες τις παλιές μεθόδους λαϊκισμού, στις οποίες είχαν επιδοθεί επί πολλές δεκαετίες οι δυνάμεις του άλλοτε δικομματισμού.
Συμπερασματικά, τα ζητήματα που καλείται να αντιμετωπίσει μια χρεοκοπημένη χώρα υπερβαίνουν κατά πολύ τις λογικές πολιτικής διαχείρισης, στις οποίες δυστυχώς επιδίδεται το σημερινό κομματικό σύστημα.
Η υπέρβαση των μνημονίων θα επιτευχθεί μόνο αν υλοποιήσουμε τις δεσμεύσεις μας, κάνοντας τις αναγκαίες αναπροσαρμογές σε συνδυασμό με ένα δικό μας εθνικό σχέδιο που θα προτάσσει τις ανάγκες της κοινωνίας, της χώρας, των πολιτών και όχι τη διατήρηση του σημερινού στάτους.
Βασική προϋπόθεση για να υπερβούμε την υπανάπτυξη είναι να εγκαταλείψουμε τις μάχες οπισθοφυλακών, υιοθετώντας μια εμπροσθοβαρή στρατηγική, φέρνοντας το μέλλον στο παρόν. Μόνο με μια τέτοια στρατηγική μπορούμε να ανταποκριθούμε στις ανάγκες και απαιτήσεις της κυβερνησιμότητας.