Εφημερίδα Η Αξία
23 Ιουνίου 2012
Παρά τις αρχικές προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί, η νέα κυβέρνηση κάθε άλλο παρά κυβέρνηση συνεργασίας μπορεί να θεωρηθεί. Αν και στηρίζεται από τρία κόμματα, εντούτοις εμφανίζει έντονα στοιχεία μονομέρειας. Η άρνηση του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ να συμμετέχουν με πολιτικά στελέχη, είχε ως αποτέλεσμα το κυβερνητικό σχήμα να μπατάρει προς τα δεξιά. Στην πραγματικότητα, η μόνη παρουσία που εκπέμπει διαφορετικό πολιτικό μήνυμα είναι αυτή του κ. Βασίλη Ράπανου στο Υπουργείο Οικονομικών.
Είναι εμφανές πως οι δηλώσεις για κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας έμειναν στο επίπεδο των διακηρύξεων. Οι παθογένειες του πολιτικού συστήματος είναι τέτοιες που δεν του επέτρεψαν, ακόμη και στη σημερινή κρίσιμη περίοδο της οξείας οικονομικής κρίσης, να εγκαταλείψει τις παρωχημένες αντιλήψεις του. Παραμένει εγκλωβισμένο σε παλαιοκομματικές πρακτικές και προτάσσει την εξυπηρέτηση των στενών συμφερόντων του, αδιαφορώντας για τις ανάγκες της χώρας.
Το εκλογικό αποτέλεσμα της 17ης Ιουνίου εξέπεμψε ένα καθαρό πολιτικό μήνυμα: κυβέρνηση συνεργασίας. Ωστόσο, οι ηγεσίες των τριών κομμάτων δεν αποκωδικοποίησαν σωστά το μήνυμα. Δεν αναζήτησαν κοινούς δρόμους, δεν προχώρησαν στις αναγκαίες συνεννοήσεις και συναινέσεις, προκειμένου να καταλήξουν σε ένα κοινό κυβερνητικό σχήμα που θα συνδυάζει τη γνώση με την εμπειρία, την πολιτική ικανότητα με την τεχνοκρατική επάρκεια.
Ενώ υπήρχαν οι δυνατότητες να αξιοποιηθούν αξιόλογες δυνάμεις από το χώρο της πολιτικής και των τεχνοκρατών, αυτό δεν έγινε. Είτε γιατί οι ηγεσίες ήθελαν να ικανοποιήσουν τα κομματικά τους στελέχη, είτε γιατί είναι πιο ανώδυνη η θέση του θεατή. Πώς αλλιώς να εξηγηθούν οι επιλογές των κυρίων Σαμαρά, Βενιζέλου και Κουβέλη;
Ο πρώτος θέλοντας να αποφύγει τις κομματικές ενστάσεις περιορίστηκε σε ένα μόνο τολμηρό βήμα, επιλέγοντας τον κ. Ράπανο, ενώ οι άλλοι δύο λόγω της αδήριτης ανάγκης να υπάρξει κυβέρνηση, αναγκάστηκαν να παράσχουν πολιτική υποστήριξη, χωρίς όμως να αναλαμβάνουν και τις ευθύνες που τους αναλογούν.
Ο νέος πρωθυπουργός, αν και πρώτος υποστήριξε την ανάγκη κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας, στην πράξη έκανε ακριβώς το αντίθετο. Δημιούργησε ένα σχήμα που περισσότερο καλύπτει τις ανάγκες του κόμματος και των στελεχών του και πολύ λιγότερο τις ανάγκες της χώρας, αποδεικνύοντας πως στην Ελλάδα τα υπολείμματα της μονοκομματικής αυταρέσκειας είναι ακόμη ισχυρά. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι επιστράτευσε δυνάμεις που κάθε άλλο παρά φορείς μεταρρυθμιστικού πνεύματος είναι.
Προφανώς ξέχασε ότι οι μονοκομματικές κυβερνήσεις, ακόμα και όταν διέθεταν μεγάλες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, δεν μπόρεσαν να διαχειριστούν στοιχειωδώς τα οξυμένα προβλήματα της χώρας. Αντιθέτως, κράτησαν την Ελλάδα καθηλωμένη στην υστέρηση και στην υπανάπτυξη, οδηγώντας την στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Κάνοντας λόγο για ελληνική ιδιαιτερότητα αντιστρατεύτηκαν την εναρμόνιση της οικονομίας με το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Όλες οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις αδιαφόρησαν για τη συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης. Μάλιστα πιεζόμενες από ακραία συντεχνιακά συμφέροντα, εγκατέλειψαν τις μεταρρυθμιστικές και εκσυγχρονιστικές προσπάθειές τους, ενώ ταυτόχρονα δημιούργησαν μια ισχυρή κομματοκρατία, μοναδικό μέλημα της οποίας ήταν η οικειοποίηση του κράτους.
Παράλληλα, ο κος Σαμαράς με τις αποφάσεις του έδειξε να προσπερνά το ίδιο το πολιτικό μήνυμα που εξέπεμψαν οι εκλογές της περασμένης Κυριακής, που στην πραγματικότητα δεν ήταν άλλο από μια κυβέρνηση συνεργασίας των αποκαλούμενων φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων. Αν αξιοποιούσε το μήνυμα αυτό θα είχε τη μεγάλη ευκαιρία να απευθυνθεί σε ευρύτερες δυνάμεις, κάνοντας μεγάλες τομές με πράξεις και ενέργειες που θα ισοδυναμούσαν με την ανασύνθεση του πολιτικού σκηνικού και την εισδοχή νέων δυνάμεων σε αυτό.
Στην ουσία φαίνεται να παρέβλεψε ότι στην αναμέτρηση της 17ης Ιουνίου αύξησε κατά πολύ τα ποσοστά του, γιατί στράφηκαν προς αυτόν δυνάμεις που δεν είχαν καμία σχέση με την δεξαμενή της Δεξιάς και της Κεντροδεξιάς. Προερχόμενες από τον αποκαλούμενο μεσαίο χώρο και με κεντροαριστερές καταβολές παρείχαν υποστήριξη στη Νέα Δημοκρατία μπροστά στον φόβο της εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Γι’ αυτό και οι δυνάμεις αυτές αντιμετώπισαν με πολύ θετικό τρόπο τις φημολογίες των πρώτων ημερών για κυβέρνηση συνεργασίας, με τη συμμετοχή προσώπων που οι πολιτικές τους σημάνσεις είναι πέραν του χώρου της Νέας Δημοκρατίας.
Η παγίδευση του κ. Σαμαρά σε μονοκομματική λογική, ενέχει αναμφίβολα το στοιχείο του υψηλού ρίσκου. Η βιωσιμότητα και η αποτελεσματικότητα της κυβέρνησής του θα δοκιμαστούν και θα κριθούν στην πράξη με πολύ αυστηρό τρόπο.
Όσον αφορά τώρα τον κ. Βενιζέλο, η απόφασή του να παράσχει πολιτική υποστήριξη στην κυβέρνηση είναι αναμφίβολα θετική. Ωστόσο, φαίνεται καθαρά πλέον πως στερείται πολιτικού σχεδίου για το άλλοτε κραταιό κόμμα, το οποίο ανέλαβε να διαχειριστεί στην πιο μελανή του στιγμή. Μπορεί να υπάρξει κυβέρνηση συνευθύνης, όπως προεκλογικά υποστήριξε ο κος Βενιζέλος, χωρίς την πολιτική επιστράτευση του κόμματός του;
Οι θεωρίες και οι προσεγγίσεις περί απεξάρτησης από τον κυβερνητισμό, με τις οποίες προσπάθησε να θεμελιώσει την μη συμμετοχή των στελεχών του στο νέο σχήμα, είναι απολιτικές, δείχνουν πολιτική σύγχυση ή υποκρύπτουν ανομολόγητες σκοπιμότητες.
Η παταγώδης αποτυχία της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ οφείλεται στον ιό του κυβερνητισμού ή στην ανικανότητα, την ανεπάρκεια και στο πολιτικό έλλειμμα που είχε επιδείξει η προηγούμενη ηγεσία του τα τελευταία δυόμισι χρόνια;
Δηλαδή ο περιβόητος κυβερνητισμός του ΠΑΣΟΚ θα ενισχυόταν από τη συμμετοχή στην κυβέρνηση προσωπικοτήτων του ευρύτερου προοδευτικού χώρου; Αλήθεια, πιστεύει κανείς ότι η αποστασιοποίηση του ΠΑΣΟΚ από το σημερινό κυβερνητικό σχήμα θα το εξιλεώσει από τις ανερμάτιστες πολιτικές που ακολούθησε από το 2009 και μετά;
Το ΠΑΣΟΚ είναι πλέον φθαρμένο πολιτικό προϊόν, συρρικνωμένο και ευνουχισμένο πολιτικό σχήμα, ένα κατεστημένο αξιωματούχων. Η πρόσφατη κυβερνητική του θητεία έχει ταυτιστεί με τη χρεοκοπία της χώρας, το κυβερνητικό του παρελθόν έχει συκοφαντηθεί και αυτοϋπονομευθεί από το ίδιο το κόμμα.
Ως εκ τούτου η σημερινή ηγεσία του οφείλει να αντιληφθεί ότι τα προβλήματα -για τα οποία έχει το δικό της μερίδιο ευθύνης- είναι πολλαπλά και σύνθετα. Η διαχείρισή τους είναι δύσκολη και τιτάνια και δεν μπορεί να εστιάζεται απλώς και μόνο στον ιό του κυβερνητισμού.
Η αντιμετώπιση των σημερινών φλεγόντων ζητημάτων του ΠΑΣΟΚ δεν θα επιτευχθεί σε συνθήκες εργαστηρίου, αλλά μέσα στη ζώσα πολιτική.
Κατά την άποψή μου πρωτίστως, απαιτείται μια τολμηρή και ουσιαστική αποτίμηση της διακυβέρνησης Παπανδρέου, τα αποτελέσματά της οποίας δεν ήταν μόνο καταστροφικά για τη χώρα και την οικονομία, αλλά και για το ίδιο το ΠΑΣΟΚ.
Η πλήρης διάρρηξη των σχέσεών του με όλες εκείνες τις δυνάμεις που επί τρεις δεκαετίες το είχαν αναδείξει στον πολυδύναμο χώρο της Κεντροαριστεράς, δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Όσο η σημερινή ηγεσία του περιορίζεται σε μισόλογα και σε στρογγυλοποιήσεις, τόσο η οποιαδήποτε προσπάθεια ανάκαμψης θα πέφτει στο κενό.
Ένα δεύτερο καίριο ζήτημα, είναι η πολιτική τάξη του ΠΑΣΟΚ η οποία εμφανίζει εικόνα κατεστημένου, με έντονα τα σημάδια της φθοράς και της αποξένωσης από την κοινωνία. Επιπροσθέτως, έχει ταυτιστεί με τις ανερμάτιστες και αλλόκοτες πολιτικές της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου. Για την πλειονότητα της κοινής γνώμης είναι υπεύθυνη για τα τραγικά αδιέξοδα της περιόδου 2009-2011. Όμως, το ΠΑΣΟΚ δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να αυτοπεριορίζεται.
Οφείλει να στηριχθεί, αλλά και να στηρίξει άλλες δυνάμεις, χωρίς να αποποιείται τις πολιτικές του ευθύνες και το κυριότερο από όλα, χωρίς να μένει απλά και μόνο στην παροχή υποστήριξης σε μια κυβέρνηση η οποία εν τέλει δεν παύει να είναι μονοκομματική.
Τέλος, η περίπτωση της ΔΗΜΑΡ είναι ξεχωριστή. Το κόμμα του κ. Κουβέλη δεν παύει να είναι έρμαιο των καταβολών του. Η επαμφοτερίζουσα πολιτική που ακολουθεί της στερεί τη δυνατότητα μιας αυθύπαρκτης και ξεχωριστής πολιτικής παρουσίας. Το μετριοπαθές και προοδευτικό προφίλ του Προέδρου της δεν μπορεί να είναι η μόνη διακριτή ταυτότητα του κόμματος. Η άρνηση της ΔΗΜΑΡ να συμμετέχει σε ένα αμφοτεροβαρές κυβερνητικό σχήμα δείχνει πολιτική αγκύλωση, έλλειψη τόλμης, ακόμη και ιδιότυπο αριστερισμό.
Κοντολογίς, το νέο κυβερνητικό σχήμα υπολείπεται κατά πολύ των προσδοκιών και των δυνατοτήτων που υπήρχαν. Βρίσκεται σε αναντιστοιχία με τις μεγάλες ανάγκες της χώρας και της οικονομίας. Και οι τρεις ηγεσίες των κομμάτων που στηρίζουν την κυβέρνηση φάνηκαν επιρρεπείς στην εξυπηρέτηση πολιτικών και προσωπικών σκοπιμοτήτων. Η ανάταξη της χώρας και η βιωσιμότητα της οικονομίας παραμένουν τα μεγάλα ζητούμενα για την νέα κυβέρνηση.