Εφημερίδα Η Αξία
14 Ιουλίου 2012
Η προσαρμογή του πολιτικού συστήματος στα νέα δεδομένα της μετεκλογικής περιόδου φαίνεται να είναι δύσκολη και επώδυνη. Η μεγαλύτερη δυσκολία έγκειται στην αδυναμία συμφιλίωσης με την σκληρή πραγματικότητα. Τώρα πια τα κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνηση δεν έχουν την πολυτέλεια της εύκολης ρητορείας και των μεγαλεπήβολων διακηρύξεων, ούτε μπορούν να στρογγυλεύουν διαρκώς τον πολιτικό τους λόγο για να μην δυσαρεστήσουν κανέναν.
Τα προβλήματα είναι φλέγοντα, οι ανάγκες και οι υποχρεώσεις της χώρας πιεστικές. Οι αποφάσεις δεν μπορεί να είναι μεσοβέζικες. Πρέπει να ληφθούν άμεσα και να μην ετεροχρονίζονται. Οι δεσμεύσεις που έχουμε αναλάβει είναι συγκεκριμένες. Δεν μπορούμε να τις παρακάμπτουμε ή –ακόμη χειρότερα- να τις προσαρμόζουμε στις κομματικές και πολιτικές επιδιώξεις του ενός και του άλλου κόμματος, του ενός και του άλλου αρχηγού. Αν η Ελλάδα θέλει να παραμένει στην Ευρωζώνη και κατ’ επέκταση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν μπορεί να συμπεριφέρεται ως μια ιδιόρρυθμη χώρα, παραβιάζοντας τους κανόνες και αδιαφορώντας για τις συμβατικές της υποχρεώσεις.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι το άλλοτε Κίνημα των Αδεσμεύτων, στο οποίο οι συμμετέχοντες επιδίδονταν απλά και μόνο σε πολιτικές διακηρύξεις. Όσοι στοιχειωδώς γνωρίζουν τη λειτουργία της ξέρουν ότι οι αποφάσεις της πρέπει να τηρούνται. Εξάλλου, μόνο δείχνοντας συνέπεια και αξιοπιστία μπορεί μια χώρα-μέλος της Ένωσης να διευρύνει τις συμμαχίες της, να κερδίσει νέους υποστηρικτές, ακόμη και να επαναφέρει προηγούμενα θέματα, ζητώντας την επανεξέτασή τους. Αυτά σε καμία περίπτωση δεν επιτυγχάνονται με πολιτικές ταρζανιές.
Δυστυχώς όμως, το ελληνικό πολιτικό σύστημα, παγιδευμένο στις δοξασίες και στις σκιαμαχίες του παρελθόντος, χρησιμοποιεί τα θεσμικά κοινοτικά όργανα ως πεδίο πολιτικών κοκορομαχιών. Προκειμένου να εξυπηρετήσει δικές του μικροπολιτικές και κομματικές σκοπιμότητες, φτάνει ακόμη και στο σημείο να θέτει σε αμφισβήτηση τις αποφάσεις τους, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις που θα έχουν στην αξιοπιστία και φερεγγυότητα της χώρας.
Η συζήτηση που άνοιξε προεκλογικά και συνεχίζεται ακόμη και σήμερα για επαναδιαπραγμάτευση και αναθεώρηση των μνημονίων, ή ακόμη και για απαγκίστρωση, είναι αποκαλυπτική, τόσο για την αδυναμία εναρμόνισής μας με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, όσο και για την αδιαφορία και περιφρόνησή μας στις δεσμεύσεις που έχουμε αναλάβει.
Αποπνέοντας έντονο πολιτικό επαρχιωτισμό, η υπάρχουσα πολιτική τάξη φτάνει σε στο σημείο να υποστηρίζει πράγματα που δεν γίνονται. Στην πραγματικότητα όλη αυτή η συζήτηση έρχεται να επιβεβαιώσει, αφενός την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να απεξαρτηθεί από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα του λαϊκισμού, αφετέρου την κυριαρχία της πολιτικής ατζέντας που έχουν επιβάλει οι αριστεροδεξιόστροφες αντιμνημονιακές δυνάμεις, με πρώτο και καλύτερο τον ΣΥΡΙΖΑ.
Χαρακτηριστικές είναι οι ενστάσεις που διατυπώθηκαν εναντίον του Υπουργού Οικονομικών για τα όσα υποστήριξε στο πρόσφατο Eurogroup. Σύμφωνα με τους αντιδρώντες, ο κ. Στουρνάρας θα έπρεπε να προτάξει την επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου, αδιαφορώντας για το αν η χώρα μας εγκαλείται για σημαντικές αποκλίσεις και καθυστερήσεις από τις συμφωνίες που η ίδια είχε συνάψει.
Η παραδοξολογία όμως δεν σταματά εδώ. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η πρόταση για την περιβόητη Εθνική Διαπραγματευτική Ομάδα, η οποία αγνοεί επιδεικτικά τις θεσμοθετημένες δομές και τις διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με απλά λόγια, η Ελλάδα, θα εμφανιστεί με συλλογική ηγεσία, επιφέροντας μια μεγάλη καινοτομία στα Συμβούλια Κορυφής και διεκδικώντας επάξια τον χαρακτηρισμό του ιδιόρρυθμου μέλους! Οι υποστηρικτές αυτής της θεωρίας φαίνεται να ξεχνούν την πολύ εύστοχη φράση του Ανδρέα Παπανδρέου: «Ο πρωθυπουργός δεν είναι συλλογικός θεσμός».
Δυστυχώς για άλλη μια φορά διαπιστώνουμε ότι όλα αυτά δεν είναι τίποτα άλλο από συμπτώματα κρίσης και παραζάλης ενός πολιτικού συστήματος με έντονο πρόβλημα συγχρονισμού του με τις νέες ανάγκες και απαιτήσεις. Ενός πολιτικού συστήματος που στερείται καθαρής πολιτικής ατζέντας, δεν πιστεύει στις μεταρρυθμίσεις και στις διαρθρωτικές αλλαγές, λαϊκίζει, χαϊδεύοντας ακόμη και τώρα τα αυτιά των συντεχνιακών ομάδων, μετακυλύει τις αποφάσεις σε βάθος χρόνου, αρνείται να αναλάβει τις ευθύνες του.
Ακολουθώντας μια ελληνοκεντρική θεώρηση των πραγμάτων, δεν μπορεί να ενσωματώσει στην πολιτική του μια καθαρή και διακριτή ευρωπαϊκή στρατηγική. Αντιμετωπίζει με καχυποψία όλους εκείνους που έχουν έντονη και ισχυρή ευρωπαϊκή ταυτότητα. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να τους υπονομεύει (όπως για παράδειγμα τον κ. Στουρνάρα), φοβούμενο ότι η θεσμική νομιμοποίηση που τους προσδίδει η υπουργοποίησή τους θα οδηγήσει σε αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού.
Ωστόσο, το καίριο ζήτημα αυτή τη στιγμή για τη χώρα είναι με ποιες πολιτικές, με ποιες προτεραιότητες, με ποια στρατηγική, μπορεί να ξεπεράσει την οξεία οικονομική κρίση και να προχωρήσει στην ανάταξη και αναγέννησή της. Αυτή θα πρέπει να είναι και η πρώτη προτεραιότητα της σημερινής κατ’ επίφαση τρικομματικής κυβέρνησης.
Επίσης, δεν θα πρέπει να ξεχνά ότι στην πραγματικότητα η επιτυχία της εξαρτάται από τις επιδόσεις του οικονομικού της επιτελείου. Εξαρτάται από την ικανότητά της να τρέξει τις αποκρατικοποιήσεις, να κάνει πράξη τις μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές στο κράτος και στη διοίκηση, να προχωρήσει στις συνεχώς αναβαλλόμενες μεταρρυθμίσεις, να ανοίξει επιτέλους τα κλειστά επαγγέλματα χωρίς μεσοβέζικες διευθετήσεις, να διασφαλίσει την αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή, να δημιουργήσει προϋποθέσεις για προσέλκυση επενδύσεων. Αν η κυβέρνηση υιοθετήσει την παραπάνω πολιτική ατζέντα, θα αποδειχθεί και ανθεκτική και αποτελεσματική.
Ως εκ τούτου, οι τρεις κυβερνητικοί εταίροι θα κριθούν από την ικανότητά τους να συνδράμουν σε αυτή τη στρατηγική, εγκαταλείποντας τις κοντόφθαλμες πολιτικές που προτάσσουν το κομματικό και προσωπικό συμφέρον. Τα ετεροβαρή μνημόνια δεν θα αντιμετωπιστούν με άσφαιρες πολιτικές διακηρύξεις περί επαναδιαπραγμάτευσης, αλλά με την ικανότητα της κυβέρνησης να κάνει πράξη τις δεσμεύσεις της χώρας, προσδίδοντας σε αυτήν σοβαρότητα και υπευθυνότητα.
Ακολουθώντας μια τέτοια στρατηγική θα μπορέσει να αξιοποιήσει τα νέα ευρωπαϊκά δεδομένα, όπως για παράδειγμα η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου Κορυφής για Ιταλία – Ισπανία, αλλά και να θέσει με τρόπο ρεαλιστικό την ανάγκη επανεξέτασης κάποιων πολιτικών που χρήζουν αλλαγής.