Εφημερίδα Η Αξία
21 Ιουλίου 2012
Ο τρόπος που οι εκπρόσωποι του πολιτικού συστήματος αντιμετωπίζουν την χρεοκοπία της χώρας είναι αποκαλυπτικός. Στην πραγματικότητα, φαίνεται να μην αντιλαμβάνονται το μέγεθος και την έκταση της κρίσης, ενώ δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Μολονότι υπάρχει ζωτική ανάγκη δραστικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, στην οικονομία, στη διοίκηση, στον δημόσιο τομέα, εντούτοις σχεδόν κανείς δεν φαίνεται διατεθειμένος να συναινέσει και να στηρίξει την προώθηση και υλοποίησή τους.
Ως αυθεντικοί εκφραστές του λαϊκισμού, των συντεχνιακών συμφερόντων, των πελατειακών σχέσεων, του κρατισμού, δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα σε αυτόν τον τόπο. Αντίθετα, βασικό τους μέλημα είναι η διατήρηση του υπάρχοντος συστήματος, ανεξάρτητα αν αυτό είναι αντιπαραγωγικό, παρασιτικό, αναποτελεσματικό, ανεπαρκές. Αυτό έχουν μάθει να υπηρετούν και έτσι θέλουν να συνεχίσουν την παρουσία τους στην πολιτική ζωή οι εκπρόσωποι της κομματικής και συνδικαλιστικής ελίτ.
Πώς αλλιώς να εξηγηθεί η άρνηση πλειάδας υπουργών να περικόψουν οικονομικές δαπάνες στο χώρο ευθύνης τους; Πώς να ερμηνευτούν οι αντιδράσεις των συνδικαλιστικών ηγεσιών απέναντι στις πολιτικές εξυγίανσης και ορθολογισμού, που πρέπει να επικρατήσουν σε δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς;
Οι περιπτώσεις αυτές δείχνουν ότι ακόμη και σήμερα στο χώρο της πολιτικής, του συνδικαλισμού, της διοίκησης, υπάρχουν δυνάμεις που συμπεριφέρονται όπως παλιά, προβάλλοντας ισχυρές αντιστάσεις στη δημοσιονομική προσαρμογή, στις διαρθρωτικές αλλαγές, στις μεταρρυθμίσεις. Πριν από λίγες μέρες μάλιστα, ακούσαμε τον Υπουργό Δικαιοσύνης να υπερασπίζεται τα κλειστά επαγγέλματα, με πρώτο αυτό των δικηγόρων, αρνούμενος επίσης να συναινέσει σε οποιαδήποτε μισθολογική μείωση των δικαστών.
Κι όλα αυτά τα παράδοξα συμβαίνουν σε μια χώρα της οποίας τα δημοσιονομικά έχουν εκτροχιαστεί και η ίδια αντιμετωπίζει πρόβλημα βιωσιμότητας. Σε μια χώρα που τα προβλήματά της δεν εξαντλούνται στην εξασφάλιση της επόμενης δόσης, αλλά είναι ουσιαστικότερα, βαθύτερα και θα οξύνονται όλο και περισσότερο. Σε μια χώρα που τα αδιέξοδά της θα μεγαλώνουν, όσο η υπάρχουσα πολιτική τάξη συνεχίζει να ακολουθεί τις πρακτικές του παρελθόντος και τις κοντόφθαλμες και επιζήμιες πολιτικές.
Γι’ αυτό και το καίριο ερώτημα στο οποίο καλείται να απαντήσει το πολιτικό σύστημα είναι: μετά την περικοπή των 11,5 δις ευρώ, με ποιο εθνικό σχέδιο, με ποιες προτεραιότητες, μπορούν να δημιουργηθούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις προκειμένου η Ελλάδα να μπει σε τροχιά ανάταξης και ανάκαμψης;
Η σημερινή τρικομματική -αν και με έντονο νεοδημοκρατικό άρωμα- κυβέρνηση, θα μπορούσε να είναι χρήσιμη για τον τόπο και την κοινωνία. Οι δυνάμεις που την υποστηρίζουν, παρά τα φορτία και τις αγκυλώσεις που κουβαλούν, έχουν τη δυνατότητα να σχεδιάσουν και να ακολουθήσουν ένα νέο δρόμο που θα οδηγεί στη δημοσιονομική εξυγίανση και στην ορθολογική οργάνωση του ίδιου του κράτους. Βασική προϋπόθεση ωστόσο είναι η απεξάρτησή τους από το φόβο του πολιτικού κόστους, αλλά και από τις γνωστές κομματικές δουλείες και πελατειακές σχέσεις του παρελθόντος.
Παρακολουθώντας ωστόσο τα όσα συμβαίνουν αυτές τις μέρες στην πολιτική σκηνή, εύκολα διαπιστώνουμε ότι οι αποφάσεις που προκρίνονται περισσότερο είναι αποσπασματικές, εξυπηρετώντας τις τρέχουσες ανάγκες, και πολύ λιγότερο συνδέονται με κάποιο ριζοσπαστικό και ρεαλιστικό σχέδιο αναμόρφωσης των κρατικών δομών της χώρας και της αναζωογόνησης της ελληνικής οικονομίας. Και το χειρότερο από όλα, είναι πλέον εμφανής ο ανταγωνισμός των κυβερνητικών εταίρων για το ποιος θα επιδείξει μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθησία σε ζητήματα που συνδέονται με την καθημερινότητα του πολίτη.
Ξεχνούν, φαίνεται, πως εκείνο που πρωτίστως οφείλουν και επιβάλλεται να κάνουν είναι να συμφωνήσουν σε μια δέσμη πολιτικών που θα αποσκοπεί στην πλήρη αναδόμηση της ελληνικής διοίκησης, με στόχο την περιστολή των δαπανών και την εξοικονόμηση οικονομικών πόρων. Αν εξακολουθούν να πιστεύουν ότι μπορούν να μειωθούν οι δαπάνες χωρίς να θιχτούν τα κεκτημένα των συντεχνιών, δεν έχουν απλά αυταπάτες, αλλά επιδιώκουν τον τετραγωνισμό του κύκλου.
Ως εκ τούτου, το εγχείρημα των αποκρατικοποιήσεων και της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας δεν είναι απλά μονόδρομος, είναι όρος εθνικής επιβίωσης. Με τα δημοσιονομικά ελλείμματα στα ύψη και το δημόσιο χρέος εκτός ελέγχου, η στρατηγική ανόρθωσης της χώρας δεν μπορεί παρά να συμπυκνώνεται στην προσέλκυση επενδύσεων. Με τις επενδύσεις μπορούμε να κάνουμε τις αναγκαίες αναδιοργανώσεις στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, αποβάλλοντας ό,τι είναι επιβλαβές για την οικονομία και την ανταγωνιστικότητά της, καθώς και να αντιμετωπίσουμε το οξύ πρόβλημα της συρρίκνωσης της παραγωγικής βάσης.
Η Ελλάδα, μετά την ένταξή της στην ΕΟΚ και την είσοδό της στην Ευρωζώνη, σήμερα στερείται εθνικού στόχου. Η προσέλκυση επενδύσεων μπορεί να είναι ο νέος εθνικός μετρήσιμος στόχος, γιατί συνδέεται ευθέως με την οικονομία, με την ανάπτυξη, με την απασχόληση. Με δεδομένα τα δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, οι επενδύσεις είναι η μόνη ευκαιρία που μπορεί να αξιοποιήσει. Βέβαια, το εγχείρημα αυτό κάθε άλλο παρά εύκολο είναι, γιατί καταρχήν προσκρούει στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα του λαϊκισμού, που ενοχοποιεί τις επενδύσεις και αντιμετωπίζει τις αποκρατικοποιήσεις ως εκποίηση της δημόσιας περιουσίας.
Χαρακτηριστική είναι η αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ, που ως γνήσιος εκφραστής του λαϊκισμού πυροβολεί με τρόπο προκλητικό την οποιαδήποτε προσπάθεια αποκρατικοποίησης και αξιοποίησης κρατικής περιουσίας. Παράλληλα, η Νέα Δημοκρατία έχει να αντιμετωπίσει τους εκπροσώπους μιας υπαρκτής και σκληρής λαϊκίστικης Δεξιάς, που είναι τροχοπέδη για την οποιαδήποτε αλλαγή στην οικονομία και στο κράτος. Το ΠΑΣΟΚ, ευνουχισμένο πολιτικά και ιδεολογικά μετά την ταύτιση του με τη χρεοκοπία της χώρας, επιδίδεται σε ασκήσεις μικροπολιτικής. Η ΔΗΜΑΡ, στερούμενη πολιτικής ταυτότητας, επενδύει στο μετριοπαθές προφίλ του προέδρου της.
Γεγονός είναι ότι και οι τρεις κυβερνητικοί εταίροι βρίσκονται σε φάση αναπροσανατολισμού της στρατηγικής τους, χωρίς ωστόσο να έχουν αποκρυσταλλωθεί οι βασικές συντεταγμένες της. Το βασικό της χαρακτηριστικό είναι η αμφισημία και η αντιφατικότητα. Στερούμενοι, λοιπόν, διακριτής και καθαρής στρατηγικής, στην ουσία πατάνε σε δύο βάρκες. Το γεγονός αυτό απομειώνει τις δυνατότητες και ευκαιρίες που έχουν, προκειμένου να ωθήσουν τη χώρα προς τα εμπρός.
Συμπερασματικά, η παγίδευση του πολιτικού συστήματος στις πολιτικές του παρελθόντος σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να οδηγήσει στην έξοδο από την κρίση. Εμποτισμένο από το λαϊκισμό των πελατειακών σχέσεων και των συντεχνιακών συμφερόντων, αδυνατεί να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες και απαιτήσεις.
Ως εκ τούτου, το μεγάλο πολιτικό στοίχημα της τρικομματικής κυβέρνησης είναι να προτάξει το μακροπρόθεσμο στο μεσοπρόθεσμο, αδιαφορώντας για το πολιτικό κόστος και προπαντός να αποφύγει τον πειρασμό της πλειοδοσίας επιμέρους αιτημάτων. Οι τρεις κυβερνητικοί εταίροι, παρά τις πολιτικές και ιδεολογικές τους διαφορές, μπορούν και οφείλουν να συνδιαμορφώσουν κοινούς στόχους για την προώθηση των αποκρατικοποιήσεων. Το εγχείρημα των αποκρατικοποιήσεων μπορεί και πρέπει να είναι η νέα κινούσα ιδέα για την αναμόρφωση της χώρας και την αναζωογόνηση της οικονομίας. Η προσέλκυση επενδύσεων μπορεί να καταστεί ο νέος εθνικός μετρήσιμος στόχος.