Εφημερίδα Η Αξία
28 Ιουλίου 2012
Το φάντασμα των μεταρρυθμίσεων πλανάται διαρκώς πάνω από τον γκρίζο πολιτικό ορίζοντα της χώρας. Όλοι μιλούν για την αναγκαιότητά τους, ωστόσο πουθενά δεν τις βλέπουμε. Φαίνεται πως έπεσαν και αυτές θύματα του λαϊκισμού, με αποτέλεσμα να μετατίθενται σε βάθος χρόνου. Εξάλλου ο λαϊκισμός, απευθυνόμενος στα πιο άγρια πολιτικά ένστικτα της κοινωνίας, έβρισκε πάντα γόνιμο έδαφος στο σύνολο του κομματικού συστήματος.
Σήμερα ιδιαίτερα που η κρίση οδηγεί ευρύτερα κοινωνικά στρώματα στο φόβο, στην ανασφάλεια και την αβεβαιότητα, η δύναμη και η ανθεκτικότητά του εμφανίζονται εξαιρετικά ισχυρές. Με το χάιδεμα των αυτιών, τη συγκάλυψη ευθυνών, τις επίπλαστες προσδοκίες και τις ανέξοδες υποσχέσεις, ο λαϊκισμός ενισχύει την επιρροή του και αναδεικνύεται σε κυρίαρχο πολιτικό ρεύμα, καταλύοντας τις παλιές διαχωριστικές γραμμές.
Με κύρια χαρακτηριστικά τον κρατισμό, τη φοβικότητα, την εσωστρέφεια, την περιχαράκωση, τον ανορθολογισμό και τη διατήρηση των κεκτημένων, ο λαϊκισμός καλύπτει όλο το κομματικό φάσμα, καθώς και το χώρο του συνδικαλισμού, αλλά και τις συντεχνίες του δημόσιου τομέα. Υπάρχει στην Αριστερά -με προεξέχοντα τον ΣΥΡΙΖΑ-, στην άκρα Δεξιά, καθώς και στα αποκαλούμενα αστικά κόμματα, στη Νέα Δημοκρατία και στο ΠΑΣΟΚ.
Σε αγαστή συνεργασία λοιπόν, το πολιτικό σύστημα με τις προνομιούχες συντεχνίες του κρατικού τομέα αλλά και των ΔΕΚΟ, λειτουργούν ως δύναμη αποτροπής ή ακύρωσης της οποιασδήποτε μεταρρυθμιστικής και εκσυγχρονιστικής προσπάθειας. Κορυφαίο παράδειγμα η ματαίωση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης το 2002, την οποία πολέμησαν όλες ανεξαιρέτως οι πολιτικές δυνάμεις, και ιδιαίτερα το ΠΑΣΟΚ που ήταν τότε το κυβερνών κόμμα.
Ανάλογες περιπτώσεις είχαμε και στη συνέχεια, αλλά ακόμη και σήμερα, που βλέπουμε το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων να ετεροχρονίζεται για άλλη μια φορά, και τις αποκρατικοποιήσεις να καρκινοβατούν. Αν και το υπάρχον κυβερνητικό σχήμα υιοθέτησε την ανάγκη μεταρρυθμίσεων και διαρθρωτικών αλλαγών στην οικονομία και στη διοίκηση, στην πράξη φαίνεται να παλινδρομεί, φοβούμενο το πολιτικό κόστος και τις αντιδράσεις των συντεχνιών.
Η αμφισημία και οι ταλαντεύσεις του το παγιδεύουν σε άτολμες και ατελέσφορες πολιτικές. Καταφεύγει σε οριζόντιες περικοπές, αρνούμενο να βάλει βαθιά το μαχαίρι στο αντιπαραγωγικό, αναποτελεσματικό, ακόμη και παρασιτικό κράτος. Περιορίζεται σε ανούσιες συγχωνεύσεις άχρηστων δημόσιων οργανισμών και επιχειρήσεων, αποφεύγοντας τις πραγματικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Ενώ προσπαθεί εναγωνίως να περικόψει δαπάνες, αφήνει άθικτες όλες εκείνες τις σπατάλες που εξυπηρετούν πελατειακές σχέσεις.
Γιατί, για παράδειγμα, δεν βάζει τέλος στο άθλιο αλισβερίσι με τον κρατικοδίαιτο συνδικαλισμό, κόβοντας μια και έξω τα υπέρογκα ποσά που διαθέτει κάθε χρόνο το Υπουργείο Εργασίας για τη συντήρησή του; Είναι δυνατόν σε περίοδο μεγάλων δημοσιονομικών προβλημάτων να δαπανώνται εκατομμύρια ευρώ για την ανακαίνιση εργατικών κέντρων;
Η απαρίθμηση τέτοιων παραδειγμάτων είναι ατελείωτη, γιατί το πολιτικό σύστημα στην ουσία δεν επιθυμεί να αλλάξει τα κακώς κείμενα. Δεν θέλει να θίξει προνόμια και να ανοίξει μέτωπα με τις συντεχνίες και τις δυνάμεις του λαϊκισμού και του κρατισμού. Αυτή η σχέση ανοχής και συνενοχής απομειώνει και εξουδετερώνει τις δυνατότητες της σημερινής κυβέρνησης να ακολουθήσει με συνέπεια μια καθαρή και γενναία στρατηγική αλλαγών και τομών.
Βεβαίως το ίδιο υπόλογοι γι’ αυτή την κατάσταση είναι το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ, που ως κυβερνητικοί εταίροι, δεν επέβαλαν στη Νέα Δημοκρατία την πολιτική ατζέντα των μεταρρυθμίσεων. Ιδιαίτερα όσον αφορά το ΠΑΣΟΚ, η τελευταία κυβερνητική του θητεία ήταν ενδεικτική για το πώς εννοεί τις μεταρρυθμίσεις. Μολονότι τις ενστερνίστηκε και δεσμεύτηκε να προχωρήσει σε διαρθρωτικές αλλαγές, στην πράξη τις εγκατέλειψε, ακολουθώντας την πεπατημένη των οριζόντιων περικοπών.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση των καταργήσεων και συγχωνεύσεων δημοσίων οργανισμών και επιχειρήσεων, οι οποίες εξαγγέλθηκαν τρεις φορές χωρίς ωστόσο να υλοποιηθούν ποτέ. Άλλα αξιοσημείωτα παραδείγματα είναι το θέατρο με το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, αλλά και το παιχνίδι εντυπώσεων για το μείζον ζήτημα της αξιοποίησης κρατικής περιουσίας. Εξίσου χαρακτηριστική είναι όμως και η σημερινή του στάση σε κρίσιμα ζητήματα, με κορυφαία την ανοχή και συναίνεση που δείχνει στην αποξήλωση του μεταρρυθμιστικού νόμου για την ανωτάτη εκπαίδευση.
Και όλα αυτά, γιατί δεν ήθελε και συνεχίζει να μην θέλει να διαταράξει τις σχέσεις του με τους κομματικούς του πελάτες, με τις κρατικοδίαιτες συνδικαλιστικές ηγεσίες, με όλο το πλέγμα συμφερόντων, το οποίο συγκροτούν δυνάμεις που στην πραγματικότητα δεν επιθυμούν να αλλάξει τίποτα σε αυτή τη χώρα.
Ωστόσο, οι κυβερνητικοί εταίροι, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, αν ήθελαν να είναι σε αρμονία με τους ιδεολογικούς και πολιτικούς τους προσανατολισμούς, θα έπρεπε να γίνουν οι σημαιοφόροι των μεταρρυθμίσεων, των αποκρατικοποιήσεων, των διαρθρωτικών αλλαγών, του εκσυγχρονισμού του κράτους, της εξυγίανσης του τραπεζικού συστήματος, του ανοίγματος των κλειστών επαγγελμάτων, της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας και πολλών άλλων.
Μια τέτοια πολιτική σήμανση θα τους καθιστούσε φορείς της αλλαγής και της προσαρμογής της χώρας μας στα νέα δεδομένα. Αντί να σκιαμαχούν για το μέγεθος και το εύρος των νέων οριζόντιων περικοπών σε μισθωτούς και συνταξιούχους, θα μπορούσαν να γίνουν οι πολιτικοί εκφραστές όλων εκείνων των δυνάμεων του ιδιωτικού τομέα που βιώνουν με τον χειρότερο τρόπο τις τραγικές συνέπειες της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης.
Γιατί, αλήθεια, επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στη διατήρηση των κεκτημένων των συντεχνιών, του δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα, αδιαφορώντας για το ένα εκατομμύριο ανέργων και για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που οδηγούνται στα όρια της χρεοκοπίας;
Όταν τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το εξωτερικό χρέος της χώρας βρίσκονται στο κόκκινο, οι επιλογές που έχεις είναι δύο: Ή κάνεις βαθιές τομές σε έναν υπερσπάταλο δημόσιο τομέα, ανασυγκροτώντας τον σε εντελώς νέα βάση, χωρίς προαπαιτούμενα και αστερίσκους. Ή ακολουθείς την κλασική συνταγή της συμπίεσης των μισθών, των συντάξεων και των δαπανών, γνωρίζοντας όμως ότι η προσπάθειά σου αυτή θα έχει δυσμενείς συνέπειες στην οικονομία, στους πολίτες, στην αγορά. Όποιος πιστεύει ότι υπάρχει τρίτος δρόμος ή είναι αφελής ή μας κοροϊδεύει.
Η κυβέρνηση δεν φαίνεται να έχει σχέδιο. Επαγγέλλεται μεταρρυθμίσεις χωρίς πραγματικά να πιστεύει σε αυτές, γι’ αυτό και κωλυσιεργεί την υλοποίησή τους. Αντιμετωπίζει τη δημοσιονομική προσαρμογή με πολιτικές του παρελθόντος, οι οποίες ανακυκλώνουν την κρίση, καθιστώντας την Ελλάδα ευάλωτη στην κρίση χρέους αλλά και διακινδυνεύοντας την παρουσία της στην Ευρωζώνη. Το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ όμως θα μπορούσαν να παίξουν καταλυτικό ρόλο για την επικράτηση μια τολμηρής στρατηγικής τομών, αλλαγών και μεταρρυθμίσεων. Μήπως όμως δεν το κάνουν γιατί δεν θέλουν;
Συμπερασματικά, θα έλεγα ότι μεταρρυθμίσεις χωρίς μεταρρυθμιστές δεν γίνονται. Γι’ αυτό μαζί με την οικονομία χρειάζεται προσαρμογή και το ίδιο το πολιτικό σύστημα στα νέα δεδομένα, στις νέες ανάγκες και απαιτήσεις. Όσο αυτό αδυνατεί να κάνει τις απαραίτητες υπερβάσεις και αλλαγές, τόσο θα περιορίζεται στη διαχείριση μιας μικρομεσαίας πολιτικής μιζέριας.