Εφημερίδα Η Αξία
4 Αυγούστου 2012
Η παραδοξολογία φαίνεται να είναι συστατικό στοιχείο της πολιτικής ζωής του τόπου. Ως εκ τούτου, δεν μας προκαλούν εντύπωση οι δυστοκίες, οι αντιφάσεις, ακόμη και οι αμφισημίες που χαρακτηρίζουν τη λειτουργία της τρικομματικής κυβέρνησης. Γιατί παραδοξολογία συνιστά η αιφνίδια διατύπωση ενστάσεων από την πλευρά του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ για την περικοπή των 11,5 δις ευρώ, όπως επίσης και η προβολή του αιτήματος για επαναδιαπραγμάτευση των μνημονίων.
Το φαινόμενο παραδοξολογίας δείχνει έλλειψη στρατηγικής υποκαθιστώντας την με πρακτικές τακτικισμού, επιβεβαιώνει την απουσία σχεδίου, καθώς και τη διολίσθησή της σε πράξεις που αποσκοπούν στον εντυπωσιασμό της κοινής γνώμης, ενώ ενέχει και έντονα στοιχεία λαϊκισμού. Όταν πριν από έξι μήνες έχεις ψηφίσει ως ΠΑΣΟΚ και ως κυβέρνηση τα συγκεκριμένα μέτρα και έχεις αναλάβει δεσμεύσεις απέναντι στους κοινοτικούς εταίρους και στους πιστωτές για την υλοποίησή τους, ακούγεται παράταιρο να θέτεις θέμα αμφισβήτησής τους.
Μπορεί το δικαίωμα της αλλαγής θέσεων και απόψεων να είναι αναφαίρετο, όμως όταν καταφεύγεις σε αυτό πρέπει να πείθεις για την αξιοπιστία και τη φερεγγυότητά σου και το κυριότερο από όλα, η αλλαγή αυτή να μην υπαγορεύεται από μικροπολιτικές και προσωπικές επιδιώξεις. Σε διαφορετική περίπτωση κινδυνεύεις να εκτεθείς, κατηγορούμενος για εξυπηρέτηση ανομολόγητων σκοπιμοτήτων.
Η μεταστροφή του κ. Βενιζέλου σε ένα καίριο ζήτημα που συνδέεται με την υλοποίηση των δεσμεύσεων που έχουμε αναλάβει προκειμένου η χώρα να παραμείνει στην ευρωζώνη, είναι φυσικό να προκαλεί εύλογα ερωτήματα για τις πραγματικές του επιδιώξεις, για τις αληθινές του στοχεύσεις. Τα ερωτήματα αυτά αποκτούν ξεχωριστή σημασία, ειδικότερα όταν συνδέονται με τον ίδιο τον πρωταγωνιστή του δεύτερου μνημονίου.
Αν ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Οικονομικών θεωρεί ότι τα μέτρα, τα οποία ο ίδιος εισηγήθηκε, είναι επιζήμια για τη χώρα και τους πολίτες, μπορεί να κάνει την αυτοκριτική του και να διαφοροποιηθεί πλήρως. Η πολιτική και διανοητική του επάρκεια είναι τέτοια που του επιτρέπει να θεμελιώσει τη νέα του θέση, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες που του αναλογούν. Βέβαια, οφείλει να συνυπολογίσει και τις συνέπειες της διαφοροποίησής του, οι οποίες δεν συνδέονται μόνο με τη βιωσιμότητα του υπάρχοντος κυβερνητικού σχήματος, αλλά και της ίδιας της χώρας. Γιατί όλοι πλέον γνωρίζουμε ότι αμφισβητώντας το πρόγραμμα της δημοσιονομικής προσαρμογής, θέτουμε τη χώρα στην τροχιά της εξόδου από την Ευρωζώνη.
Όλα αυτά τα αντιλαμβάνεται πολύ καλά ο κος Βενιζέλος. Άλλωστε, ο ίδιος έχει βιώσει με επώδυνο τρόπο τις ενστάσεις των Ευρωπαίων εταίρων μας απέναντι στην Ελλάδα. Ξέρει ότι τα περί επαναδιαπραγμάτευσης συνιστούν πολιτικό τέχνασμα, όταν οι δανειστές μάς αρνούνται την οποιαδήποτε συζήτηση μαζί μας. Ως Υπουργός Οικονομικών επιχείρησε να θέσει θέμα πολιτικής διαπραγμάτευσης, με συνέπεια να μπλοκάρει το σχέδιο χρηματοδότησης της χώρας.
Επειδή λοιπόν η πράξη είναι το μοναδικό κριτήριο της αλήθειας, όταν οι εκπρόσωποι της πολιτικής τάξης επιδίδονται σε ασκήσεις εντυπωσιασμού και τακτικισμού, το μόνο που επιτυγχάνουν είναι η αυτοϋπονόμευσή τους σε μακροπρόθεσμο επίπεδο.
Όμως ανεξάρτητα από αυτό, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ εδώ και πάρα πολύ καιρό φαίνεται να κινείται χωρίς πυξίδα, χωρίς στρατηγική. Εξ’ ου και τα πολιτικά μηνύματα που εκπέμπει είναι ασαφή, αντιφατικά και αλληλοσυγκρουόμενα. Το γεγονός αυτό απομειώνει τις δυνατότητες που έχει να ανατοποθετήσει το κόμμα του οποίου ηγείται στο νέο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον. Οι παλινωδίες αποτελούν το μόνο διακριτό στοιχείο της πολιτικής του.
Κορυφαίο παράδειγμα είναι ο τρόπος που αντιμετώπισε την στήριξη που παρέχει το ΠΑΣΟΚ στο νέο κυβερνητικό σχήμα. Στην πραγματικότητα, συνιστά μια ιδιότυπη και ιδιόμορφη πολιτική αντίληψη. Στην αρχή φλέρταρε με την ιδέα της ψήφου ανοχής, ενώ στη συνέχεια προσχώρησε στη λογική της υποστήριξης, αρνούμενος να συμμετάσχουν επιφανή και ικανά στελέχη του ΠΑΣΟΚ στο σχήμα αυτό, με το επιχείρημα ότι το κόμμα θα πρέπει να απεξαρτηθεί από τον κυβερνητισμό. Μολονότι πριν και μετά τις εκλογές υποστήριζε με έμφαση την ανάγκη κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας και συνεργασίας, εντούτοις κατέληξε να στηρίζει μια κυβέρνηση που έχει έντονο το γαλάζιο χρώμα.
Το ζητούμενο δεν είναι η αποστασιοποίησή του από την κυβέρνηση, ούτε η διαφοροποίησή του σε καίρια ζητήματα, όπως αυτό της οικονομίας. Από τη στιγμή που παρέχει πολιτική στήριξη οι ευθύνες επιμερίζονται, πόσο μάλλον όταν οι πολιτικές που καλείται να υποστηρίξει είναι αυτές που είχαν την προσωπική του σφραγίδα. Στοχοποιώντας διαρκώς τον νέο Υπουργό Οικονομικών, κ. Γ. Στουρνάρα, το μόνο που επιτυγχάνει είναι να αντιστρατεύεται τη δική του αξιοπιστία και φερεγγυότητα.
Πέρα από την παραδοξολογία που αποπνέει η τακτική του αυτή, υπάρχει και ένα ακόμη ουσιώδες ζήτημα το οποίο αφορά την πολιτική σήμανση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Αμφισβητώντας την στρατηγική του οικονομικού επιτελείου, το μήνυμα που εκπέμπει δεν είναι τα φιλολαϊκά του αισθήματα, ούτε η διασφάλιση μιας στιβαρής ηγετικότητας. Και πολύ περισσότερο, δεν είναι η περαιτέρω ενίσχυση της ευρωπαϊκής του ταυτότητας. Είναι το ακριβώς αντίθετο. Δείχνει ότι μοναδικό του μέλημα είναι η προσωπική του αυτοπροστασία, η πρόθεσή του να είναι αρεστός σε κάποιες κοινωνικές ομάδες, καθώς και η διολίσθησή του σε πρακτικές που δεν απέχουν πολύ από πολιτικούς λεονταρισμούς.
Η επιλογή του εντός – εκτός έχει οδηγήσει το ΠΑΣΟΚ στην παραδοξολογία: συμπολιτεύεται αντιπολιτευόμενο, αντιπολιτεύεται συμπολιτευόμενο. Οι συνέπειές της είναι εμφανείς στο σύνολο των πολιτικών που ακολουθεί ο νέος αρχηγός του κόμματος. Αυτό που καταφέρνει είναι να εμφανίζει το ΠΑΣΟΚ ως εκκρεμές της πολιτικής ζωής του τόπου, ενισχύοντας περαιτέρω τη σύγχυση και την ασάφεια, την αμφισημία και την αντιφατικότητα.
Βέβαια, η τακτική που ακολουθεί ο κος Βενιζέλος είναι απότοκος της αδυναμίας του αφενός να απεγκλωβιστεί από τις ανερμάτιστες πολιτικές της Παπανδρεϊκής διακυβέρνησης και αφετέρου, να αναδείξει μια δική του ταυτότητα που θα βρίσκεται σε αρμονία με τις σημερινές ανάγκες και απαιτήσεις της χώρας και της οικονομίας. Όσο τα προβλήματα αυτά δεν αντιμετωπίζονται, τόσο ο ίδιος θα αδυνατεί να γίνει φορέας μιας νέας στρατηγικής για το ευνουχισμένο και κατακερματισμένο ΠΑΣΟΚ.
Η διαχείριση του υπάρχοντος ΠΑΣΟΚ είναι αναμφίβολα μια δύσκολη υπόθεση. Η ταύτισή του με τη χρεοκοπία της χώρας είναι ένα γεγονός που κατατρώει το άλλοτε ισχυρό και ανθεκτικό κόμμα. Δεν κατακερματίστηκε γιατί σήκωσε μεγάλο βάρος, όπως υποστηρίζουν πολλά στελέχη του, αλλά γιατί απέτυχε να διαχειριστεί τα μείζονα προβλήματα της οικονομίας και της χώρας. Επέδειξε ανεπάρκεια, ανικανότητα, αναποτελεσματικότητα.
Αν δεν συμφιλιωθεί με αυτή την πραγματικότητα, κάνοντας μια ουσιαστική και τολμηρή αυτοκριτική, δεν θα μπορέσει να ανακάμψει. Ως εκ τούτου, βασική προϋπόθεση είναι η πλήρης απεξάρτησή του από όλες εκείνες τις πολιτικές που αποπνέουν παρελθόν, που είναι υπεύθυνες για τα σημερινά μεγάλα αδιέξοδα, που προτάσσουν το Μίκρο στο Μάκρο.
Κοντολογίς, το ΠΑΣΟΚ βαδίζει στα τυφλά. Επαναλαμβάνει τον παλιό κακό του εαυτό, διολισθαίνοντας στις περιοχές του λαϊκισμού και του κρατισμού. Υιοθετεί τις πρακτικές του τακτικισμού. Καταφεύγει σε άσφαιρες πολιτικές. Στερείται στρατηγικής και καθαρού πολιτικού στίγματος. Η ηγεσία του παλινδρομεί, αδυνατώντας να εκφράσει μια νέα, συνεκτική, μεταρρυθμιστική πολιτική ατζέντα.