Εφημερίδα Η Αξία
1 Σεμπτεβρίου 2012
Κυρίαρχο ζήτημα της πολιτικής ατζέντας εδώ και πολλές ημέρες είναι οι περικοπές των δαπανών, προκειμένου να εξοικονομηθούν τα 11,5 δις ευρώ. Τα μέτρα πέφτουν σαν ορυμαγδός, προκαλώντας τρόμο στην κοινή γνώμη. Η εναγώνια προσπάθεια να βρεθεί το συγκεκριμένο χρηματικό ποσό δεν δείχνει μόνο τα τραγικά δημοσιονομικά αδιέξοδα στα οποία έχει περιέλθει η χώρα, αλλά στην πραγματικότητα πιστοποιεί τη χρεοκοπία της.
Αν δεν αντιληφθούμε αυτή την αλήθεια, δεν θα μπορέσουμε σε καμία περίπτωση να αξιολογήσουμε σωστά τις προτεραιότητες που πρέπει να θέσουμε ως χώρα και ως κοινωνία. Αναμφίβολα τα μέτρα που προωθεί η τρικομματική κυβέρνηση είναι σκληρά, είναι επώδυνα και μάλιστα πλήττουν τα αδύναμα κοινωνικά στρώματα.
Ωστόσο, με δεδομένη την κρισιμότητα της κατάστασης στην οικονομία, το καίριο ερώτημα που προκύπτει είναι: Υπάρχει εναλλακτική πρόταση για την εξοικονόμηση των 11,5 δις; Στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί να δοθεί καμία θετική απάντηση. Τα μέτρα είναι αναγκαία, όπως απαραίτητες είναι και οι διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις.
Τα κόμματα που αντιπολιτεύονται την κυβέρνηση το γνωρίζουν καλά, γι’ αυτό και περιορίζονται σε έναν γενικόλογο καταγγελτικό λόγο. Η απουσία στρατηγικής τα ωθεί σε οξείες αντιδράσεις. Παράλληλα, έχοντας επίγνωση ότι τα μέτρα προκαλούν μεγάλη κοινωνική δυσαρέσκεια, επενδύουν πολιτικά σε αυτήν. Καταφεύγουν στον λαϊκισμό και την ακραία δημαγωγία, προσδοκώντας οφέλη.
Η συγκεκριμένη τακτική μάλιστα είναι ιδιαίτερα προσφιλής στο χώρο της Αριστεράς. Την ακολουθεί χρόνια τώρα, αντιδρώντας στις διαρθρωτικές αλλαγές που είχαν κατά καιρούς επιχειρηθεί. Γι’ αυτό και οι ευθύνες για την κατάσταση της χώρας δεν επιρρίπτονται μόνο στα δύο κόμματα που κυβέρνησαν τα τελευταία τριάντα οκτώ χρόνια, αλλά και σε όλες εκείνες τις πολιτικές και συνδικαλιστικές δυνάμεις που έδιναν μάχες οπισθοφυλακής, υπερασπιζόμενες έναν υπέρμετρα μεγάλο και πολυδάπανο δημόσιο τομέα.
Τα κόμματα εξουσίας ευθύνονται γιατί με τις πολιτικές τους συνέβαλαν στη δημιουργία και στη γιγάντωσή του, ενώ οι δυνάμεις της αποκαλούμενης Αριστεράς γιατί συνηγόρησαν.
Σήμερα που βρισκόμαστε στο κόκκινο, τίθεται επί τάπητος η ανάγκη ριζικών αλλαγών στο δημόσιο τομέα, στο κράτος και στις παρεχόμενες από αυτό υπηρεσίες. Το παράδοξο ωστόσο είναι ότι η τρικομματική κυβέρνηση προχωρά σε περικοπές των δημοσίων δαπανών, αποφεύγοντας όμως να μειώσει το κράτος. Η αντίφαση αυτή διαπερνά το σύνολο των πολιτικών της και πρωτίστως, συνδέεται με την προστασία των κομματικών της πελατών.
Γνωρίζουμε την προνομιακή σχέση που διαθέτει το σύνολο των κομματικών δυνάμεων με τους εργαζομένους στον κρατικό μηχανισμό. Η σχέση αυτή καθίσταται τροχοπέδη στην οποιαδήποτε αλλαγή επιχειρηθεί. Χαρακτηριστικές είναι οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν εξαιτίας της εφεδρείας. Ενώ με το μνημόνιο ΙΙ το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία δεσμεύτηκαν για τη μείωση των δημοσίων υπαλλήλων, στην πράξη κάνουν ό,τι μπορούν για να την ακυρώσουν.
Αρνούνται να προβούν σε μια αυτονόητη ενέργεια γιατί δεν θέλουν να διαρρήξουν τη σχέση τους με τη δημοσιοϋπαλληλία και τον κομματικό τους στρατό. Προκειμένου λοιπόν να περικόψουν δημόσιες δαπάνες διολισθαίνουν ξανά σε οριζόντιες περικοπές.
Όπως είναι φυσικό το γεγονός αυτό θέτει καίρια ζητήματα για την αποτελεσματικότητα, τις προτεραιότητες και τη φυσιογνωμία της τρικομματικής κυβέρνησης. Αν δεν προχωρήσει σε ουσιαστικές αλλαγές σε όλο το πλέγμα της δημόσιας διοίκησης, καταργώντας άχρηστους οργανισμούς, η πολιτική της δεν μπορεί να έχει κανένα δημοσιονομικό όφελος, ενώ παράλληλα θα καταγραφεί ως μια κυβέρνηση σκληρής λιτότητας.
Αν όμως επιδείξει την απαιτούμενη αποφασιστικότητα και τόλμη για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων, των διαρθρωτικών αλλαγών και των αποκρατικοποιήσεων, τότε το πολιτικό της στίγμα θα είναι εντελώς διαφορετικό. Το δίλημμα αφορά και τις τρεις κομματικές ηγεσίες που στηρίζουν την κυβέρνηση Σαμαρά. Ως εκ τούτου, οι ευθύνες τους επιμερίζονται. Την πολιτική λιτότητας δεν θα την πιστωθεί μόνο η Νέα Δημοκρατία, αλλά και το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ.
Οι προσπάθειες του κ. Βενιζέλου και τον κ. Κουβέλη να κρατήσουν αποστάσεις ασφαλείας επικαλούμενοι ενστάσεις και διαφωνίες σε επιμέρους ζητήματα, δεν τους απαλλάσσουν από την ευθύνη που έχουν αναλάβει να στηρίξουν τις πολιτικές που θα συμβάλουν στην παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη. Η διαφοροποίησή τους σε επιμέρους ζητήματα περισσότερο απομειώνει παρά ενισχύει την αξιοπιστία τους, ιδιαίτερα αυτή του ΠΑΣΟΚ, το οποίο διαπραγματεύτηκε και συμφώνησε με τη λήψη πρόσθετων μέτρων στο πλαίσιο του δεύτερου μνημονίου.
Είναι γεγονός πως τα πολιτικά μηνύματα που εκπέμπουν τα τρία συγκυβερνώντα κόμματα κινούνται σε διαφορετικό μήκος κύματος. Αυτό σε ένα βαθμό είναι λογικό και εύλογο. Το καθένα απ’ αυτά απευθύνεται σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, εμφανίζει διαφορετικό βαθμό εμβέλειας και επιρροής στην κοινή γνώμη και βεβαίως δεν έχει την ίδια ευθύνη για την κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα. Και τα τρία όμως θα κριθούν στην πράξη από τη συνέπεια και την αξιοπιστία που θα επιδείξουν, στην υλοποίηση των δεσμεύσεών μας έναντι των Ευρωπαίων εταίρων αλλά και των πιστωτών μας.
Συμπερασματικά, θα έλεγα ότι όσο οι τρεις κυβερνητικοί εταίροι θέτουν στο πρώτο πλάνο του πολιτικού τους κάδρου την προστασία των συντεχνιών και των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα, τόσο οι υπόλοιπες δυνάμεις της κοινωνίας θα τους γυρίζουν την πλάτη.
Όσο εμφανίζονται άτολμοι, αναποφάσιστοι και ανακόλουθοι με τις αρχικές τους δεσμεύσεις, τόσο θα απομειώνουν τις δυνατότητές τους να στηρίξουν και να υλοποιήσουν τις αναγκαίες πολιτικές.
Όσο δεν προτάσσουν τις μεταρρυθμίσεις, τις διαρθρωτικές αλλαγές, τις αποκρατικοποιήσεις, την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων σε πρώτη προτεραιότητα, τόσο η πολιτική τους σήμανση θα είναι συνώνυμη της σκληρής λιτότητας.
Το δίλημμα είναι ένα και μοναδικό: κυβέρνηση λιτότητας και οριζοντίων περικοπών ή μεταρρυθμίσεων και αλλαγών;