Εφημερίδα Η Αξία
15 Σεμπτεβρίου 2012
Η συγκυβέρνηση ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ αναμφίβολα ήταν αναγκαία, προκειμένου η χώρα να αποφύγει την ανεξέλεγκτη χρεοκοπία. Εξάλλου, τα προβλήματα ξεπερνούν τις δυνατότητες ενός κόμματος και καθιστούν αναγκαία την πολιτική συναίνεση και την εθνική συνεννόηση.
Η δημοσιονομική προσαρμογή καθίσταται απαραίτητη προϋπόθεση για να ανασάνει η χώρα και η οικονομία. Συνεπώς, το έργο των τριών κυβερνητικών εταίρων είναι βαρύ και δύσκολο. Οι αποφάσεις που πρέπει να πάρουν, σκληρές και επώδυνες. Στην πραγματικότητα, καλούνται να βάλουν βαθιά το μαχαίρι στο κόκαλο, αγνοώντας το αποκαλούμενο πολιτικό κόστος.
Γι’ αυτό και η στρατηγική τους δεν μπορεί παρά να είναι καθαρή και αμετάβλητη, να βλέπει το όλον και όχι το επιμέρους, να μην εμφανίζει αποκλίσεις καταφεύγοντας σε πολιτικές εκπτώσεις. Η ύπαρξη διαφορετικών ταχυτήτων προκαλεί παρενέργειες, εκπέμπει διαφορετικά μηνύματα, τροφοδοτεί περαιτέρω τις αντιδράσεις επιμέρους επαγγελματικών ομάδων, θέτει ζητήματα αξιοπιστίας και φερεγγυότητάς τους.
Όπως είναι φυσικό η τρικομματική κυβέρνηση κρίνεται και αξιολογείται για όλα. Για το έργο που παράγει, για τις αντιφάσεις και τις αντινομίες που εμφανίζει, για τη συνέπεια και την αποτελεσματικότητά της. Ταυτόχρονα, κρίνονται και οι πολιτικές ηγεσίες που τη στηρίζουν.
Οι επικεφαλής των τριών κομμάτων καλούνται να δείξουν την πολιτική και διαχειριστική τους ικανότητα. Η συνύπαρξή τους είναι μια ευκαιρία, αλλά και ένα crash test που θα καταδείξει αν μπορούν να ανταποκριθούν στις αυξημένες ανάγκες και απαιτήσεις της χώρας.
Αν επιχειρήσουμε να αποκρυπτογραφήσουμε τη στρατηγική τους, θα διαπιστώσουμε ότι ο πρωθυπουργός Σαμαράς δεν έχει καμία σχέση με τον Σαμαρά της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Το ερώτημα είναι αν πρόκειται για ουσιαστική μεταμόρφωση ή για συγκυριακή προσαρμογή στα δεδομένα μιας αδυσώπητης περιόδου.
Είναι γεγονός πάντως ότι η πολιτική του σήμανση επί πολλά χρόνια χαρακτηριζόταν από τη ροπή προς το λαϊκισμό και τις εθνοκεντρικές αντιλήψεις. Οι θέσεις του για την Ευρωπαϊκή Ένωση ενίοτε ενείχαν και εθνικιστικές αποχρώσεις. Σήμερα όμως η στρατηγική που ακολουθεί κινείται σε εντελώς διαφορετική τροχιά. Αφήνει πίσω τις ανέξοδες υποσχέσεις, τις βερμπαλιστικές διακηρύξεις, τους πολιτικούς εξτρεμισμούς, ενώ και ο σκληρός αντιμνημονιακός του λόγος είναι πλέον παρελθόν.
Η προσαρμοστικότητα που έχει επιδείξει στο νέο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον είναι ομολογουμένως απροσδόκητη. Αναδεικνύοντας ως πρώτο εθνικό στόχο την παραμονή της χώρας μας στην Ευρωζώνη, αποδέχτηκε την πραγματικότητα των μνημονίων, επιδεικνύοντας τον αναγκαίο ρεαλισμό.
Επιλέγοντας τον κ. Γιάννη Στουρνάρα για τη θέση του υπουργού Οικονομικών εξέπεμψε εντός και εκτός της χώρας ένα ισχυρό πολιτικό μήνυμα, ότι είναι αποφασισμένος να προχωρήσει αταλάντευτα στη δημοσιονομική προσαρμογή αλλά και στην προώθηση των μεγάλων διαρθρωτικών αλλαγών, των μεταρρυθμίσεων και των αποκρατικοποιήσεων.
Η προσήλωσή του στην επίτευξη των στόχων και των δεσμεύσεων της χώρας απέναντι στους εταίρους και τους πιστωτές της συνέβαλε στην αλλαγή του δυσμενούς κλίματος που υπήρχε εις βάρος της Ελλάδας σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Φαίνεται ότι στην Ευρώπη έχει εμπεδωθεί η άποψη πως ο Σαμαράς είναι αποφασισμένος να προχωρήσει στις αλλαγές που έχει υποσχεθεί. Το ερώτημα ωστόσο που απασχολεί εντόνως τους εταίρους μας (εξαιτίας και της άσχημης εμπειρίας τους με την κυβέρνηση Παπανδρέου) είναι αν θα τα καταφέρει. «Θέλει, αλλά μπορεί;» αναρωτιούνται.
Πέρα όμως από αυτό, ο αναπροσανατολισμός της στρατηγικής Σαμαρά συνοδεύεται από μια στιβαρή και μετριοπαθή συμπεριφορά η οποία έρχεται σε εμφανή αντιδιαστολή με την ελαφρότητα που είχε επιδείξει η διακυβέρνηση Παπανδρέου.
Το μείζον πρόβλημα του κ. Σαμαρά εδράζεται στη σύνθεση της κυβέρνησής του. Δεν είναι λίγοι οι υπουργοί που βρίσκονται σε αναντιστοιχία με τις ανάγκες και απαιτήσεις της σημερινής συγκυρίας, επιδεικνύοντας ταυτόχρονα πρωτοφανή πολιτική ανεπάρκεια και διαχειριστική ανικανότητα. Η μεταρρυθμιστική άπνοια είναι εμφανής σε καίριους τομείς της κυβερνητικής πολιτικής. Το έλλειμμα αυτό δεν αντιμετωπίζεται με στελέχη που αποπνέουν το κακό γαλάζιο παρελθόν.
Στην αντίπερα όχθη, ο Ευάγγελος Βενιζέλος φαίνεται να είναι ακόμα στη φάση της αναζήτησης στρατηγικής. Το πρόβλημα προσαρμογής του στα νέα δεδομένα είναι, σε μεγάλο βαθμό, εύλογο και αυτονόητο. Ηγείται ενός κόμματος πολιτικά ευνουχισμένου και ταυτισμένου με τη χρεοκοπία της χώρας. Την πραγματικότητα αυτή δεν μπορεί να τη διαγράψει κανείς, όποιο επιχείρημα κι αν επικαλεστεί. Η διαχείρισή της προϋποθέτει τολμηρή και ουσιαστική αποτίμηση της πρόσφατης κυβερνητικής θητείας του ΠΑΣΟΚ, σαφή και καθαρή στρατηγική, αλλά και μια νέα πολιτική αφήγηση.
Μέχρι σήμερα, σε όλα αυτά τα ζητήματα φαίνεται να υπάρχει δυστοκία με αποτέλεσμα τις πολλαπλές αντιφάσεις και αντινομίες που εμφανίζει η νέα ηγεσία του άλλοτε κραταιού κόμματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο ιδιότυπος τρόπος που ο κος Βενιζέλος επέλεξε να στηρίξει την κυβέρνηση Σαμαρά, αρνούμενος να συμμετέχουν σε αυτή στελέχη του ΠΑΣΟΚ με εγνωσμένο κύρος και πολιτική επάρκεια.
Η παράδοξη επιλογή να συμπολιτεύεται αντιπολιτευόμενος και να αντιπολιτεύεται συμπολιτευόμενος, προκαλεί σύγχυση και αμηχανία για τις πολιτικές του ΠΑΣΟΚ. Παράλληλα, επιτείνει το πρόβλημα αναξιοπιστίας ειδικά όταν θέτει κόκκινες γραμμές για ζητήματα που το ίδιο το κόμμα είχε προκρίνει και υλοποιήσει ως κυβέρνηση.
Το καίριο ζήτημα για τον Ευάγγελο Βενιζέλο είναι ότι κατασπαταλά το δικό του πολιτικό κεφάλαιο ακολουθώντας μια τακτική ισορροπιών, ενώ την ίδια στιγμή είναι αναγκασμένος να διαχειριστεί τα κομμάτια και θρύψαλα ενός αποστεωμένου και απαξιωμένου ΠΑΣΟΚ. Μολονότι διαθέτει αναμφισβήτητη πολιτική και διανοητική επάρκεια, η στρατηγική του είναι αντιφατική και ανακόλουθη.
Η περίπτωση του τρίτου κυβερνητικού εταίρου Φώτη Κουβέλη, είναι ξεχωριστή. Καταρχήν, ούτε ο ίδιος ούτε το κόμμα του φέρουν το φορτίο μιας προηγούμενης κυβερνητικής φθοράς. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αριστερή του σήμανση αλλά και το μετριοπαθές του προφίλ, του προσδίδει αυξημένο πολιτικό κύρος.
Αντιλαμβανόμενος τα δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί και προσπαθώντας να προσαρμοστεί στο νέο πολιτικό περιβάλλον, έχει ετεροχρονίσει το στόχο της απαγκίστρωσης από τα μνημόνια. Χωρίς να είναι υπόλογος για τις δεσμεύσεις και υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η χώρα έναντι των Ευρωπαίων εταίρων και δανειστών μας, επιδιώκει η δημόσια εικόνα του να έχει στοιχεία μιας δημιουργικής συμβολής και συνδρομής για την επίτευξη των κυβερνητικών στόχων.
Ως κυβερνητικός εταίρος, ο κος Κουβέλης προσδίδει διαφορετική διάσταση στην πολιτική που είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει η χώρα, απενοχοποιώντας την από τις κατηγορίες που με ευκολία εκτοξεύουν οι δυνάμεις του δεξιόστροφου και αριστερόστροφου λαϊκισμού, καθώς και της αναχρονιστικής Αριστεράς, που είναι προσκολλημένες στο παρελθόν.
Το πρόβλημα ωστόσο είναι ότι ηγείται ενός κόμματος με έντονα ακόμη αποθέματα ιδεοληψιών. Παρά τις προσπάθειες να απεγκλωβιστεί από τις παθογένειες της Αριστεράς, η ΔΗΜΑΡ εμφανίζει μια ακαμψία σε ζητήματα που συνδέονται με τις αποκρατικοποιήσεις, ενώ τα σύνδρομα κρατισμού την οδηγούν στο να υπερασπίζεται αναποτελεσματικές και άχρηστες δομές της δημόσιας διοίκησης.
Μπορεί ο Φώτης Κουβέλης να φαίνεται πως βρίσκεται δύο, τρία βήματα μπροστά από το κόμμα του, ωστόσο η ταύτισή του με μια μεταρρυθμιστική πολιτική ατζέντα θα συμβάλει στη ρυμούλκηση της ανανεωτικής και ευρωπαϊκής Αριστεράς σε ένα σύγχρονο πολιτικό λόγο.
Συμπερασματικά, οι τρεις κυβερνητικοί εταίροι αξιολογούνται για τις πολιτικές που πρεσβεύουν και ενσαρκώνουν σήμερα. Οι κύριοι Σαμαράς, Βενιζέλος και Κουβέλης θα κριθούν από τη συνδρομή τους στο δύσκολο εγχείρημα της εξόδου μας από την κρίση. Ο αναπροσανατολισμός της στρατηγικής τους στα νέα δεδομένα είναι απαραίτητος και αναγκαίος προκειμένου να είναι χρήσιμοι στη χώρα, στην κοινωνία, στους πολίτες.