Εφημερίδα Η Αξία
3 Νοεμβρίου 2012
Το πρόβλημα της χώρας δεν ήταν και δεν είναι μόνο οικονομικό, είναι κυρίως πολιτικό. Αυτό ακριβώς επιβεβαιώνουν τόσο η δυστοκία της τρικομματικής κυβέρνησης να προχωρήσει στις απαραίτητες αλλαγές, όσο και οι αντινομίες και αντιθέσεις των κυβερνητικών εταίρων.
Η αλήθεια είναι ότι η υπάρχουσα πολιτική τάξη κλήθηκε να διαχειριστεί μια οξεία οικονομική κρίση την οποία προκάλεσε η ίδια, χωρίς ωστόσο να έχει αποδεσμευτεί από τις πολιτικές που ακολουθούσε επί πολλά χρόνια. Η παραδοξολογία αυτή είναι η κύρια αιτία για τα προβλήματα συνοχής, αλλά και τους κλυδωνισμούς που αντιμετωπίζουν τα κόμματα που υποστηρίζουν τη σημερινή κυβέρνηση.
Από τη μια το ΠΑΣΟΚ, αναιρώντας τον ίδιο του τον εαυτό, θέτει θέμα αποκρατικοποιήσεων, παλινδρομώντας στις αρχέγονες πολιτικές του. Από την άλλη η ΔΗΜΑΡ αρνείται να ψηφίσει τα εργασιακά, υπερασπιζόμενη το επίδομα γάμου και την επεκτασιμότητα. Τέλος οι υπουργοί της Νέας Δημοκρατίας, αδυνατώντας να αντιληφθούν ότι τίποτα δεν θυμίζει το χθες, παραμένουν προσκολλημένοι στις «γαλάζιες» πολιτικές τους.
Δεν είναι τυχαίο ότι έπειτα από μια μακρόσυρτη διαδικασία εξαντλητικού διαλόγου για το πακέτο των 11,8 δις, χρειάστηκε ο πρωθυπουργός να κόψει μαχαίρι τις ατέρμονες συζητήσεις, δηλώνοντας ότι οι διαπραγματεύσεις έχουν ολοκληρωθεί.
Δυστυχώς, το συγκριτικό πλεονέκτημα της κυβέρνησης Σαμαρά, που είναι η τρικομματική υποστήριξη, μετατρέπεται σε μειονέκτημα. Οι τρεις κυβερνητικοί εταίροι δεν φαίνεται να κινούνται στην ίδια τροχιά. Οι διαφωνίες και οι αποκλίνουσες απόψεις σε καίρια ζητήματα είναι έντονες. Οι κομματικοί ανταγωνισμοί, υπαρκτοί. Οι πολιτικές και προσωπικές επιδιώξεις, αλληλοσυγκρουόμενες. Η απουσία κουλτούρας διαλόγου και συνεργασίας λειτουργεί ανασταλτικά για την επίτευξη κοινών στόχων.
Στα προβλήματα αυτά έρχονται να προστεθούν η πρωτοφανής κρίση που αντιμετωπίζει το ΠΑΣΟΚ, και η οποία το οδηγεί στην αυτοκατάλυση, καθώς και η επανάκαμψη της ΔΗΜΑΡ στις ιδεοληψίες του παρελθόντος, που δεν απέχουν πολύ από τις αντιμνημονιακές εμμονές. Εξάλλου, οι ενστάσεις για το επίδομα γάμου, για τις αποκρατικοποιήσεις του ΤΑΙΠΕΔ, για την αλλαγή των διευθυντών σε εφορίες έχουν την αιτία τους στα αμιγώς εσωτερικά προβλήματα των δύο αυτών κομμάτων.
Μολονότι, λοιπόν, ο τόπος χρειάζεται μια ισχυρή και στιβαρή διακυβέρνηση, το τρικομματικό κυβερνητικό σχήμα αυτοϋπονομεύεται, καταναλώνοντας και φθείροντας το πολύτιμο πολιτικό του κεφάλαιο. Τα τραγελαφικά γεγονότα που συνέβησαν το βράδυ της Τετάρτης κατά την ψήφιση του νομοσχεδίου για τις αποκρατικοποιήσεις το επιβεβαίωσαν περίτρανα.
Όσο οι πολιτικές δυνάμεις που συγκροτούν την κυβέρνηση παραμένουν εκτεθειμένες στα εσωτερικά τους προβλήματα, τόσο θα εξασθενεί η συνοχή, η ανθεκτικότητα και η αποτελεσματικότητά της. Αν δεν υπερβούν τον παλιό κακό εαυτό τους, εγκαταλείποντας τις πολιτικές του λαϊκισμού και των πελατειακών σχέσεων και δεν αποδεσμευτούν από το φόβο του πολιτικού κόστους, δεν πρόκειται να υπάρξουν οι απαιτούμενες συγκλίσεις και συνθέσεις για την έξοδο της χώρας από την κρίση.
Μπορεί να υπάρξει η αναγκαία πολιτική ώσμωση όταν ο ένας κυβερνητικός εταίρος ζητά την ανάκληση της αλλαγής των διευθυντών στις εφορίες και στα τελωνεία, υιοθετώντας χωρίς καμία αναστολή τις συντεχνιακές αντιδράσεις;
Μπορεί να υπάρξει πολιτική σύγκλιση στο μείζον θέμα των αποκρατικοποιήσεων όταν ο άλλος κυβερνητικός εταίρος θέτει ακόμη και σήμερα ζήτημα στρατηγικού χαρακτήρα για κάποιες επιχειρήσεις που είναι υπό ιδιωτικοποίηση;
Μπορεί η χώρα να αποκτήσει ανταγωνιστικές δημόσιες επιχειρήσεις όταν οι βουλευτές του τρίτου κυβερνητικού εταίρου, επιρρεπείς στο λαϊκισμό, ζητούν να μειωθούν δραστικά οι αμοιβές των διοικήσεών τους;
Η πανσπερμία διαφορετικών προτάσεων και προσεγγίσεων μπορεί να είναι ζητούμενο σε ένα πολιτικό εργαστήρι. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν αποδεικνύεται χρήσιμη και ωφέλιμη για μια κυβέρνηση που έχει αναλάβει να διαχειριστεί τη σωτηρία της χώρας και είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει χρόνια προβλήματα. Δεν μπορεί η διακυβέρνηση της χώρας να παραπέμπει στη γνωστή παθογένεια της αποκαλούμενης Ανανεωτικής Αριστεράς… τρεις συνομιλητές πέντε απόψεις.
Το μείζον, λοιπόν, πρόβλημα που καλείται να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση Σαμαρά είναι πρωτίστως πολιτικό. Καταρχήν, χρειάζεται να αποσαφηνιστεί πλήρως το προγραμματικό πλαίσιο, στο οποίο οφείλει να κινηθεί, προκειμένου να βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τις δεσμεύσεις και τις συμφωνίες της με τους Ευρωπαίους εταίρους και πιστωτές.
Χωρίς ένα επικαιροποιημένο πολιτικό πλαίσιο, η τρικομματική κυβέρνηση βαδίζει στα τυφλά και καθίσταται ευάλωτη στην προσπάθεια όσων θέλουν να επιβάλουν τις συνταγές του παρελθόντος. Η περιβόητη προγραμματική συμφωνία που σύναψαν το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ και η ΔΗΜΑΡ είναι κενή περιεχομένου. Άλλωστε αυτό το βλέπουμε σήμερα που έχουν ανακύψει σημαντικές διαφορές για καίρια ζητήματα, όπως οι αποκρατικοποιήσεις, εργασιακά κ.ά..
Επίσης σημαντικό ζήτημα είναι η αποδέσμευση της πολιτικής υποστήριξης της κυβέρνησης από τα έντονα εσωκομματικά προβλήματα του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ.
Η κρίση που αντιμετωπίζει το ΠΑΣΟΚ είναι αντικειμενικό γεγονός. Οφείλεται πρωτίστως στην καταβαράθρωση που υπέστη λόγω της πρόσφατης κυβερνητικής του θητείας. Όμως ως κυβερνητικός εταίρος οφείλει, έστω και τώρα, να επιδείξει υπευθυνότητα, ακολουθώντας σαφή και καθαρή πολιτική γραμμή. Η κυβέρνηση δεν είναι πεδίο για την επίλυση των εσωκομματικών του προβλημάτων.
Από την άλλη η ΔΗΜΑΡ δεν μπορεί να διεκδικεί τον τίτλο της κυβερνώσας αριστεράς με ενοχές, φοβικότητα και ιδεοληψίες. Οι διαφωνίες που έχει εγείρει προσφάτως, περισσότερο προσχηματικές είναι παρά πραγματικές. Δεν είναι δυνατόν να πολιτεύεται με υστερόγραφα και αστερίσκους.
Τέλος, ο Σαμαράς οφείλει να ξεπεράσει τις εγνωσμένες αδυναμίες και ανεπάρκειες της κυβέρνησής του, επιδεικνύοντας την απαιτούμενη αποφασιστικότητα. Με λογικές συγκερασμού θα απομειώνει διαρκώς τις ευκαιρίες και τις δυνατότητές της.
Και οι τρεις πολιτικοί αρχηγοί γνωρίζουν ότι η χώρα οφείλει να είναι συνεπής στις συμβατικές της υποχρεώσεις. Το μεγάλο όμως ζητούμενο είναι η υιοθέτηση νέων πολιτικών που θα ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες και απαιτήσεις και θα συνιστούν τη ληξιαρχική πράξη γέννησης μιας νέας στρατηγικής που δεν θα διολισθαίνει στις γνωστές συνταγές του παρελθόντος.