Εφημερίδα Η Αξία
21 Δεκεμβρίου 2012
Το ταξίδι του Αλέξη Τσίπρα σε Βραζιλία και Αργεντινή ήταν εύλογο να προκαλέσει ερωτηματικά για τους διεθνείς προσανατολισμούς της χώρας μας. Μπορεί οι δύο χώρες που επισκέπτεται να έχουν βιώσει την περιπέτεια της χρεοκοπίας, όμως επ’ ουδενί δεν μπορούν να συγκριθούν με τη δική μας.
Μιλάμε για περιπτώσεις εντελώς διαφορετικές. Όσο κι αν προσπαθήσει κάποιος, δύσκολα θα βρει κοινά χαρακτηριστικά. Οι παραγωγικές, οικονομικές και κοινωνικές δομές της Ελλάδας της Ευρωζώνης απέχουν κατά πολύ από εκείνες της Βραζιλίας και της Αργεντινής. Στην ουσία η χώρα μας, στηριζόμενη σε ένα υπερτροφικό και πολυδάπανο κράτος, στερείται παραγωγικής βάσης.
Ως εκ τούτου, οι συνομιλίες του επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ με τις πολιτικές ηγεσίες των χωρών της Λατινικής Αμερικής μπορεί να είναι χρήσιμες για τη συλλογή εμπειριών και την ανάπτυξη των διεθνών σχέσεων, αλλά επί της ουσίας δεν προσφέρουν τίποτα για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση.
Εξάλλου, τα προβλήματα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε σήμερα είναι συγκεκριμένα και οφείλονται πρωτίστως στην αδυναμία μας να εναρμονιστούμε με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Συνδέονται, βέβαια, και με τα ελλείμματα, τις ατέλειες και τις στρεβλώσεις που εμφανίζει το μοντέλο της νομισματικής ενοποίησης, ωστόσο το αντικειμενικό γεγονός παραμένει: Η Ελλάδα δεν αξιοποίησε ως όφειλε τη συμμετοχή της στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Αντί να βρίσκεται σε μια συνεχή διαδικασία σύγκλισης με τους κοινοτικούς της εταίρους, επαναπαύτηκε στις δάφνες της. Θεώρησε τον εαυτό της ξεχωριστή περίπτωση, αρνούμενη να προβεί στις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, με αποτέλεσμα να αποκλίνει όλο και περισσότερο.
Πίστεψε ότι μπορεί να στηρίζεται επ’ αόριστον στον ξένο δανεισμό, απολαμβάνοντας μια επίπλαστη ευημερία και ευμάρεια. Δεν είδε ούτε την ένταξή της στην ΕΟΚ ούτε, στη συνέχεια, τη συμμετοχή της στην ΟΝΕ ως μια μεγάλη πρόκληση για τον εξευρωπαϊσμό της, αλλά ως ευκαιρία αφαίμαξης των κοινοτικών πόρων.
Την ίδια συμπεριφορά επέδειξε και μετέπειτα, όταν είχαν αρχίσει να εμφανίζονται τα πρώτα σύννεφα της κρίσης. Αντί να αξιοποιήσουν τη δυναμική που προσέδωσε στην Ελλάδα η νομισματική ενοποίηση, οι κυβερνήσεις Καραμανλή και Παπανδρέου έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αποστασιοποιηθούν από το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό και την εκτίναξη του χρέους στα ύψη τα προκάλεσαν οι πολιτικές που ακολουθούσαμε. Κι όταν κληθήκαμε από τους εταίρους μας να συμφωνήσουμε σε ένα σχέδιο αντιμετώπισης των εκρηκτικών προβλημάτων μας, αποδεχτήκαμε χωρίς καμία διαπραγμάτευση ένα αναποτελεσματικό, ετεροβαρές και στην ουσία ανεφάρμοστο μνημόνιο. Το ίδιο πράξαμε και στη συνέχεια με το μεσοπρόθεσμο και τις δανειακές συμβάσεις.
Προκειμένου να αποσπάσουμε θετικές αποφάσεις που θα μας διασφάλιζαν την καταβολή των δόσεων, δεχτήκαμε τις προτεινόμενες αλλαγές χωρίς να έχουμε κανένα δικό μας ρεαλιστικό σχέδιο. Με αυτόν τον τρόπο πιστέψαμε ότι μπορούμε να ξεγελάσουμε τους δανειστές και τους εταίρους μας, αδυνατώντας να υλοποιήσουμε τα όσα προηγουμένως είχαμε αποδεχτεί.
Η έξοδος, λοιπόν, της Ελλάδας από την κρίση δεν μπορεί παρά να περνάει μέσα από την επίλυση των υπαρκτών προβλημάτων με τα οποία έχει βρεθεί αντιμέτωπη. Ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, είναι υποχρεωμένη να ανακτήσει το χαμένο έδαφος, κάνοντας πράξη όλες εκείνες τις μεταρρυθμίσεις και τις διαρθρωτικές αλλαγές που συνιστούν προϋπόθεση για την ανάταξη και ανάκαμψή της.
Όμως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να επιτευχθεί αν η ίδια δεν διαθέτει εθνικό σχέδιο που θα πατάει πάνω στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Η αποδοχή των κανόνων που διέπουν την Ευρωπαϊκή Ένωση σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει τυφλή υποταγή στις μονομέρειες, ακόμη και στις ανυπόστατες προτάσεις που κάποιοι εισηγούνται.
Αν η χώρα έχει συγκροτημένες και συγκεκριμένες θέσεις για την αντιμετώπιση των δικών της προβλημάτων, μπορεί κάλλιστα να διαπραγματευτεί με τους εταίρους της εκείνες τις πολιτικές που θα βρίσκονται σε αρμονία με την ελληνική πραγματικότητα και ταυτόχρονα θα ελαχιστοποιούν τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Αντίθετα, πολιτικές που αγνοούν το ευρωπαϊκό περιβάλλον, καθώς και τις προσφερόμενες δυνατότητες του, δεν μπορούν παρά να κινούνται στη σφαίρα των πειραματισμών και των αυτοσχεδιασμών.
Οι πολιτικοί προσανατολισμοί του ΣΥΡΙΖΑ σε χώρες όπως αυτές της Λατινικής Αμερικής στερούνται ουσίας, αξίας και αποτελεσματικότητας. Η Ελλάδα δεν μπορεί να αναζητήσει τη λύση των προβλημάτων της συλλέγοντας γνώση και εμπειρία από χώρες όπως η Βραζιλία, η Βενεζουέλα, η Αργεντινή, των οποίων η οικονομία, η παραγωγική βάση, οι κοινωνικές δομές αλλά και οι σχέσεις τους σε διεθνές επίπεδο δεν έχουν καμία σχέση με τις δικές μας.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα πρέπει να ξεχνά ότι η πολιτική δεν είναι στατική υπόθεση. Εγκαταλείποντας, λοιπόν, τις ιδεοληψίες και δοξασίες του παρελθόντος και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ζωτικός χώρος της Ελλάδας ήταν και παραμένει η Ευρώπη, οφείλει να προχωρήσει στον εξευρωπαϊσμό της στρατηγικής του, φέρνοντας στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του τις ευρωπαϊκές διεργασίες και τις εξελίξεις.
Άλλωστε, η χώρα μας, ως οργανικό κομμάτι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει ανάγκη περισσότερη και όχι λιγότερη Ευρώπη.