Εφημερίδα Η Αξία
4 Ιανουαρίου 2013
Το νέφος της αιθαλομίχλης δεν σκεπάζει μόνο τον αττικό ουρανό, αλλά και την πολιτική ζωή του τόπου. Οι πρόσφατες αποκαλύψεις για την περιώνυμη λίστα Λαγκάρντ ρυπαίνουν περαιτέρω την ήδη βαριά πολιτική ατμόσφαιρα και δημιουργούν καίρια ερωτήματα για την αξιοπιστία και τη φερεγγυότητα της πολιτικής.
Κι όλα αυτά σε μια χρονική στιγμή που η χώρα προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της, ενώ οι πολίτες βιώνουν με τον πιο επώδυνο τρόπο τις δυσμενείς επιπτώσεις της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης. Μπορεί οι αποφάσεις των Ευρωπαίων εταίρων μας να δίνουν μια ανάσα στη χειμαζόμενη ελληνική οικονομία, όμως σε καμία περίπτωση δεν προδικάζουν τη φορά των πολιτικών εξελίξεων.
Από τις τελευταίες έρευνες της κοινής γνώμης προκύπτει ότι η πλειονότητα των πολιτών διακατέχεται από συναισθήματα αβεβαιότητας και ανασφάλειας. Αντιμετωπίζει με επιφύλαξη τις καλλιεργούμενες προσδοκίες από την πλευρά των κυβερνητικών εταίρων. Την ίδια στιγμή, φαίνεται να είναι δύσπιστη και ως προς τις εύκολες υποσχέσεις στις οποίες επιδίδεται το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.
Η τρικομματική κυβέρνηση, αν και δείχνει ασθενική, θεωρείται από την κοινή γνώμη ρεαλιστική λύση. Το συγκριτικό της πλεονέκτημα είναι το στοιχείο της συναίνεσης και της συνεργασίας, στοιχείο απαραίτητο για να αναληφθούν πρωτοβουλίες και να υλοποιηθούν κρίσιμες αποφάσεις.
Μετά την κατάρρευση του μεταπολιτευτικού μύθου περί αυτοδύναμων και ισχυρών κυβερνήσεων, οι πολίτες σήμερα πλειοδοτούν στη συμπόρευση και τη συνεργασία μεταξύ των κομμάτων. Φαίνεται να πιστεύουν πως μόνο στο πλαίσιο μιας ουσιαστικής και αξιόπιστης κυβερνητικής συνεργασίας μπορούν να δρομολογηθούν λύσεις για τα καίρια προβλήματα του τόπου και της οικονομίας. Η εκτίμηση αυτή κερδίζει έδαφος τώρα που καλούμαστε να κάνουμε πράξη τις μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις.
Η έλλειψη συναίνεσης -σε συνδυασμό και με το φόβο του πολιτικού κόστους- είχε ως συνέπεια την αναβλητικότητα και τη μετακύληση των αλλαγών αυτών σε βάθος χρόνου, με τελικό αποτέλεσμα την ακύρωσή τους. Προτάσσοντας το κομματικό συμφέρον, κανείς δεν ήθελε να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. Θέλοντας να είναι αρεστοί, υιοθετούσαν με ευκολία τον υφέρποντα λαϊκισμό, καθώς και τις συντεχνιακές και πελατειακές πολιτικές.
Ταυτόχρονα, απέφευγαν να πάρουν θέση για τα δύσκολα, γιατί δεν ήθελαν να δυσαρεστήσουν την πολιτική τους πελατεία. Εθίζοντας την κοινή γνώμη σε τέτοιες τακτικές και αντιλήψεις, διασφάλιζαν την πολιτική τους κυριαρχία αδιαφορώντας για τη συσσώρευση των προβλημάτων. Με αυτόν τον τρόπο πολιτεύτηκαν τόσο τα αποκαλούμενα κόμματα εξουσίας όσο και οι δυνάμεις της Αριστεράς. Μάλιστα, στο πεδίο αυτό μετέφεραν και τις όποιες πολιτικές αντιπαραθέσεις και τους ανταγωνισμούς είχαν μεταξύ τους.
Τώρα που η πλειονότητα των πολιτών αντιλήφθηκε τα όρια και τα αδιέξοδα αυτών των πολιτικών, προκρίνει την ανάγκη συνεργασίας μεταξύ των κομμάτων. Αποζητά κοινές προσεγγίσεις. Δεν πιστεύει σε αυταρέσκειες του παρελθόντος, ούτε υιοθετεί με ευκολία τις ανέξοδες υποσχέσεις. Ολοένα και περισσότερο βλέπουμε τον πραγματισμό να υποκαθιστά τις ιδεοληψίες, αναδεικνύοντας τον ρεαλισμό ως κυρίαρχη αντίληψη.
Το παράδοξο είναι πως δεν συμβαίνει το ίδιο και με τους κομματικούς σχηματισμούς των κυβερνητικών εταίρων. Βρισκόμενοι σε αναντιστοιχία με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της σημερινής εποχής, παραμένουν εγκλωβισμένοι στο δικό τους μικρόκοσμο. Δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν ρήξεις, να προχωρήσουν σε τομές και αλλαγές. Δεν πιστεύουν σ’ αυτές. Περισσότερο αγωνιούν για τις συνέπειες των πολιτικών που είναι αναγκασμένοι να υποστηρίζουν. Γι’ αυτό, ακόμη και σήμερα, με την πρώτη ευκαιρία κλείνουν το μάτι σε όλες εκείνες τις δυνάμεις που δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα σε αυτόν τον τόπο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι σχέσεις που διατηρούν με τις διάφορες ποικιλώνυμες συντεχνίες. Αποκαλυπτικές είναι οι αντιδράσεις που σημειώθηκαν τις ημέρες αυτές, με την απόφαση του υπουργείου Οικονομικών να προβεί σε αλλαγές στις διευθύνσεις των ΔΟΥ. Αντί τα συγκυβερνώντα κόμματα να επιζητούν την επίσπευση των αλλαγών, αντιδρούν γιατί λειτουργούν ως διαμεσολαβητές με την υπάρχουσα συνδικαλιστική ελίτ.
Επίσης, είναι αξιοσημείωτο ότι μετά από έξι μήνες κυβερνητικής σύμπραξης, η πολιτική ατζέντα της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ δεν αντιμετωπίζει τη συνεργασία των κομμάτων ως πρώτη προτεραιότητα. Στην καλύτερη περίπτωση, την βλέπουν ως αναγκαίο κακό. Με αυτές τις αντιλήψεις είναι απολύτως φυσικό το υπάρχον κομματικό σύστημα να υπολείπεται κατά πολύ των αναγκών της χώρας και της οικονομίας.
Το πρόβλημα αυτό συνιστά τον πυρήνα των δυσκολιών και δυστοκιών που αντιμετωπίζει το πείραμα της τρικομματικής κυβέρνησης. Γι’ αυτό και στην πραγματικότητα διαπιστώνουμε να είναι διαφορετικές οι ταχύτητες με τις οποίες θέλουν να τρέξουν κυβέρνηση και κόμματα. Με δεδομένη την ανακολουθία αυτή, είναι λογικό να καθίσταται προβληματική η προσπάθεια για την προώθηση των διαρθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων. Το γεγονός αυτό επιβαρύνει και η αποδεδειγμένη αναποτελεσματικότητα και ανεπάρκεια που επιδεικνύει μια σημαντική μερίδα των στελεχών που έχουν αναλάβει καίρια υπουργικά χαρτοφυλάκια.
Η κυβέρνηση Σαμαρά χρειάζεται δυνάμεις που είναι αποφασισμένες να προχωρήσουν στην υλοποίηση εκείνων των πολιτικών που θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για την ανάταξη της χώρας και την ανάκαμψη της οικονομίας. Η περίπτωση του Γιάννη Στουρνάρα δείχνει ότι ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη. Μόνο με την πολιτική και τεχνοκρατική της ενδυνάμωση η τρικομματική κυβέρνηση μπορεί να προχωρήσει με αποφασιστικά βήματα στο νέο κύκλο που άνοιξε μετά τις αποφάσεις των Ευρωπαίων εταίρων μας, με τις οποίες φαίνεται να κλείνει και η εκκρεμότητα γύρω από την παραμονή της χώρας μας στην Ευρωζώνη.
Οι δόσεις είναι απαραίτητες για να αποφύγουμε την άτακτη χρεοκοπία, όμως οι αποκρατικοποιήσεις και οι διαρθρωτικές αλλαγές είναι η αναγκαία προϋπόθεση για να μπει η χώρα σε τροχιά ανάκαμψης.